Ad Code

Responsive Advertisement

Οι 4 αρετές της συνείδησης


Ο Ανθρωπος είναι ένα ον σύνθετο. Εκείνο που προσπάθησε να κάνει από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στη ζωή είναι, να ξεδιαλύνει το μυστήριο που κρύβει μέσα του, να αναζητήσει την ενότητα που βρίσκεται στο εσωτερικό του, να ανακαλύψει το κέντρο του. Αυτό όμως δεν είναι κάτι εύκολο, και γι’αυτό το λόγο, στην εποχή μας, είναι ανάγκη να επιτείνουμε την προσπάθεια να γνωρίσουμε και να ελέγξουμε τον εαυτό μας, για να αποκτήσουμε μια ισορροπημένη προσωπικότητα και έναν Συνειδητοποιημένο Εαυτό.

Η εγκατάσταση της συνείδησης στο κέντρο της προσωπικότητας απαιτεί, πρώτα από όλα, την οριοθέτηση και τον προσανατολισμό αυτής της τελευταίας: δηλαδή να ξέρουμε τι θέλουμε στη ζωή και με ποια μέσα λογαριάζουμε να κάνουμε αυτά που θέλουμε.

Δύο είναι λοιπόν οι άξονες της προσωπικότητας: ο πρώτος, οριζόντιος, είναι αυτός που προσδιορίζει τα μέσα τα οποία διαθέτουμε στη ζωή μας. Είναι ο άξονας της «Απόκτησης των Μέσων», είτε αυτά είναι γνώσεις , εμπειρίες ή δυνάμεις, τον οποίο μπορούμε επίσης να ονομάσουμε Άξονα της Μορφής . Ο δεύτερος , κάθετος, είναι εκείνος που καθορίζει- με βάση τα μέσα που διαθέτουμε- τη συμπεριφορά μας: βασικά τι θέλουμε και πώς θέλουμε να το κάνουμε . Είναι ο «Άξονας της Συμπεριφοράς», τον οποίο μπορούμε επίσης να ονομάσουμε Άξονα της Ζωής. Και στο κέντρο, στο σημείο που διασταυρώνονται οι 2 αυτοί άξονες- στην τριβή μεταξύ της ζωής και της μορφής- αναπτύσσεται αυτό που ονομάζουμε Συνείδηση.

Αλλά πώς αποκτιούνται τα μέσα; Και πώς προσδιορίζεται η συμπεριφορά; Εδώ έχουμε τις βασικές ψυχικές δυνάμεις της προσωπικότητας, με τις κύριες λειτουργίες της Συνείδησης. Κάθε άξονας έχει δύο πόλους, αντίθετους , αλλά συμπληρωματικούς. Η λειτουργία των δύο πόλων επιτρέπει να θεωρηθεί η προσωπικότητα ολόκληρη ως ένα είδος αόρατης ηλεκτρομαγνητικής μπαταρίας. Ο ένας πόλος είναι θετικός , ενώ ο άλλος αρνητικός, από ενεργειακή βέβαια και όχι από ηθική άποψη. Ο ένας πόλος ενεργητικός και ο άλλος παθητικός.

Ετσι, ο άξονας των μέσων έχει, στο θετικό πόλο, αυτή την ιδιότητα της συνείδησης , η οποία στην Ψυχολογία ονομάζεται ΠΡΟΣΟΧΗ. Στον αντίθετο πόλο βρίσκεται η ικανότητα της ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ. Ο άξονας της Συμπεριφοράς ορίζεται από τη ικανότητα της ΜΝΗΜΗΣ στον αρνητικό πόλο, και της ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ στον θετικό πόλο.

Η Προσοχή μπορεί να οριστεί ως η κατεύθυνση και η διοχέτευση της συνείδησης με τρόπο ώστε στο μικρότερο δυνατό χρόνο να αντιλαμβάνεται τον περισσότερο χώρο, αντικείμενα, υποκείμενα και καταστάσεις του δεδομένου περιβάλλοντος. Έτσι λοιπόν η πρώτη και αρχική φάση με την οποία ο ανθρώπινος ψυχισμός αποκτά πληροφορίες, γνώσεις , εμπειρίες: τα μέσα δηλαδή για τη δράση του. Η Προσοχή μπορεί να ασκηθεί με οποιαδήποτε από τις πέντε φυσικές αισθήσεις- ή με μερικές από αυτές συνδυασμένα- αν το αντικείμενο είναι εξωτερικό. Μπορεί να ασκηθεί νοητικά (με εσωτερικές αισθήσεις-παραστάσεις) αν το αντικείμενο είναι εσωτερικό, όπως οι εικόνες της φαντασίας, οι σκέψεις και οι ιδέες γενικά. Τότε η εστία της συνείδησης φωτίζει κατά άμεσο και σκόπιμο τρόπο ένα σύνολο ψυχολογικών παραγόντων, οι οποίοι έτσι ωθούνται στο να απασχολήσουν την προσοχή μας.

Η Προσοχή λοιπόν είναι η διοργάνωση της συνείδησης. Αν η συνείδηση είναι η κατοχή του εαυτού μας, τότε η προσοχή είναι το ψυχολογικό εργαλείο που επιτρέπει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας για να τον κατέχουμε. Για να το καταλάβουμε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα από την τεχνική της φωτογράφησης. Η επιλογή του φωτογραφικού στόχου είναι ήδη πράξη προσοχής. Η Συνείδηση θα ήταν το φιλμ. Η εστίαση του φακού είναι η Προσοχή και η φωτογράφηση είναι η συνειδητοποίηση.

Η Προσοχή λειτουργεί βέβαια με κάποιους νόμους που μπορούμε να τους παρατηρήσουμε και να τους περιγράψουμε , αλλά δεν μπορούμε εύκολα να τους κυριαρχούμε. Έτσι είναι δύσκολο να διατηρήσουμε την προσοχή μας επί πολύ χρόνο. Επίσης υπάρχουν φυσιολογικοί (κινητικοί, αναπνευστικοί , κυκλοφοριακοί κλπ) ψυχολογικοί και νοητικοί παράγοντες που βοηθούν την έναρξη της λειτουργίας της προσοχής όπως: η ικανότητα να συγκεντρώνεται κανείς σε μία μόνο ιδέα, η ικανότητα να αποκρούει κανείς τις ιδέες που δεν είναι σημαντικές, το ν΄απομονώνει ένα ορισμένο γεγονός και να το προσέχει. Οι σημαντικότεροι όμως από αυτούς τους παράγοντες στρέφονται γύρω από συναισθηματικές ρίζες: δηλ. προσέχω επειδή «μου αρέσει» και προσέχω γιατί «το θέλω», ή γιατί «πρέπει».

Η Προσοχή έχει στενή σχέση με τα ενδιαφέροντά μας, τα οποία διαιρούνται σε 2 κατηγορίες:α) το συνειδητό ενδιαφέρον, όταν θέλουμε ή πρέπει να προσέξουμε κάτι και β) το ασυνείδητο, που προέρχεται από τα αντικείμενα της αρεσκείας μας.

Τι χρειάζεται λοιπόν για να αποκτήσουμε μια περισσότερο σταθερή προσοχή, κυριαρχημένη από τη θέληση και χρήσιμη για τα ενδιαφέροντα του εαυτού μας ; Γενικά θα λέγαμε ότι χρειάζεται να ελέγχουμε τις αισθήσεις μας, που πάντα μας τραβούν προς τα έξω και εμποδίζουν με τα παραληρήματά τους να προσέχουμε αυτά που πρέπει. Χρειάζεται να δώσουμε περισσότερη σημασία στη βούληση παρά στον κατώτερο συναισθηματισμό, μέχρι να κατορθώσουμε να θέλουμε ότι πραγματικά πρέπει να θέλουμε, αφού ωριμάσουμε πνευματικά. Δεν πρόκειται όμως να εξαλείψουμε την συναισθηματικότητα, αλλά να τη συνδυάσουμε έξυπνα με τη Γνώση και τη Βούληση. Έτσι θα εναρμονιστεί με την πραγματική φύση μας και θα είναι υγιής.

Η Συγκέντρωση, τώρα, συμπυκνώνει όσα αποκτήσαμε με την Προσοχή. Η λειτουργία της είναι αντίθετη από αυτήν της Προσοχής. Δηλαδή, είναι η ικανότητα της συνείδησης να παραμένει σταθερά στο στόχο της όσο μεγαλύτερο χρόνο γίνεται, συμπυκνώνοντας το στόχο στο μικρότερο δυνατό χώρο.

Ο σοφός Ινδός Παταντζάλι (3ος αι.πΧ) την ορίζει ως εξής, στο έργο του «Γιόγκα Σούτρας»: «είναι η προσοχή που σταθεροποιείται πάνω σε ένα αντικείμενο». Η Α.Besant λέει ότι η συγκέντρωση «είναι το σταμάτημα των μεταβαλλόμενων τροποποιήσεων του νοητικού σώματος, το οποίο κρατιέται σε μία εικόνα, ώστε να μπορεί να την αναπαράγει τέλεια» (με τη μεσολάβηση της Μνήμης και της Φαντασίας).

Με την προσοχή ο νους κατευθύνεται, μπαίνει σε εγρήγορση, έχουμε ένα άνοιγμα προς τα έξω. Με τη Συγκέντρωση έχουμε ένα κλείσιμο προς τα μέσα, ο νους εστιάζεται και συμπυκνώνει τη γνώση. Με τον Διαλογισμό η συνείδηση σταθεροποιείται.

Η Μνήμη είναι εκείνη η ψυχολογική ικανότητα της συνείδησης που μας επιτρέπει να ανακαλέσουμε προηγούμενες ψυχικές καταστάσεις, ή αντικείμενα, να τις αναγνωρίσουμε ως δικές μας και να τις τοποθετήσουμε σε μια ορισμένη χωρο-χρονική στιγμή του παρελθόντος. Έτσι λειτουργεί σαν αποθήκη των μέσων μας, τα οποία αποκτήσαμε με τις ικανότητες του προηγούμενου άξονα. Η Μνήμη αποτελεί το θεμέλιο της συμπεριφοράς μας. Οι ψυχολόγοι συμφωνούν ότι η μνήμη έχει μια διπλή δυνατότητα λειτουργίας: 1) μια μνήμη –συνήθεια, με βάση τις ενστικτώδεις ανάγκες και 2) μια ψυχολογική μνήμη, με βάση την εμπειρία και την διαδικασία εξέλιξης.

Η συνείδηση του τι είμαστε - το εγώ μας - είναι το αποτέλεσμα του να θυμηθούμε τι ήμασταν . Χωρίς μνήμη, η συνείδησή μας θα κλονίζονταν και συνεπώς η συμπεριφορά μας θα άλλαζε ριζικά, λόγω έλλειψης ταυτότητας. Οι παλιές διδασκαλίες ορίζουν τη μνήμη σαν ιδιότητα πιστότητας στον εαυτό μας. Ο άνθρωπος που αυτοαναγνωρίζεται, που ενδοσκοπείται, είναι ένας άνθρωπος που κρατάει πιστότητα στην ιδιότητά του σαν Άνθρωπος.

Τα κλασικά και μεσαιωνικά φιλοσοφικά κείμενα, κυρίως στον τομέα της Ρητορικής και της Ψυχολογίας, αναφέρουν ότι υπάρχει μια φυσική μνήμη, με την οποία εκ γενετής είναι προικισμένο κάθε άτομο, και μια τεχνητή μνήμη, που καλλιεργείται και αναπτύσσεται με βάση ορισμένες τεχνικές και μεθόδους που αποτελούσαν την τέχνη της Μνημονικής. Δυστυχώς σήμερα έχουν χαθεί σε μεγάλο βαθμό αυτές οι γνώσεις, που στην αρχαιότητα είχαν τεράστια σημασία, ανυπολόγιστη για μας, που έχουμε συνηθίσει να εμπιστευόμαστε τις πληροφορίες μας στα γραπτά κυρίως, καθώς και άλλα μέσα αποθήκευσης γνώσεων.

Ιδρυτής της Μνημοτεχνικής ήταν ο έλληνας ποιητής, ο Σιμωνίδης ο Κείος, ο οποίος όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, ανέπτυξε ένα σύνολο τεχνικών μνήμης που συνδέουν στενά τη γραφή με τη ζωγραφική και την οπτική εικόνα. Μια ταξινομημένη διάταξη εικόνων, στον εσωτερικό χώρο της μνήμης μας, είναι ουσιαστικό στοιχείο για μια καλή μνήμη. Κατά άλλες απόψεις όμως, η τέχνη της Μνημονικής, θεωρείται πολύ πιο αρχαία και πηγαίνει πίσω στην αρχαία Αίγυπτο, όπου οι «μανδαλικές» εικόνες αποτελούσαν μνημονικά συγκροτήματα για να μπορούν οι μύστες να θυμηθούν όλη την προγονική τους σοφία.

Είναι ζωτικής σημασίας να ασκούμε σωστό έλεγχο και αυστηρή επιλογή σε όσα μπαίνουν και διατηρούμε στη μνήμη μας. Γιατί , όπως και με τη φυσική τροφή, σημασία δεν έχει να τρώμε, έστω οτιδήποτε, αλλά να τρώμε, έστω λίγο, με ποιοτικό και υγιεινό τρόπο για να αφομοιώνουμε σωστά και να μη δηλητηριαστούμε . Το πεπτικό σύστημα της ψυχής μας είναι η Μνήμη.

Η Φαντασία τέλος , ως ψυχολογική λειτουργία , έχει οριστεί ως η ικανότητα να ξεφεύγει η συνείδηση από το επίπεδο της «πραγματικότητας» και να καταφεύγει στο επίπεδο του «υποθετικού», ή μη πραγματικού. Εκεί συνδυάζουμε τα στοιχεία που έχουμε αποκτήσει και τα οποία βρίσκονται ήδη στη μνήμη μας, για να δημιουργήσουμε. Αλλά εδώ προκύπτει ένα ερωτηματικό, το οποίο έχει απασχολήσει πολύ τους φιλοσόφους όλων των εποχών: Τι είναι η πραγματικότητα; Πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει το μη πραγματικό; Μήπως π.χ τα όνειρα δεν αποτελούν μια άλλη πραγματικότητα, με την οποία μερικές φορές μπορούμε να επικοινωνήσουμε, όπως αποδεικνύουν τα προφητικά όνειρα, οι προαισθήσεις κλπ;

Για την αρχαία εσωτερική γνώση οι 2 κόσμοι, της πραγματικότητας και του «φανταστικού», είναι αντίγραφα του πραγματικού ιδεατού κόσμου. Είναι συνεπώς, «απατηλοί», αφού αποτελούν εκπορεύσεις της «μεγάλης πλάνης». Έτσι η Φαντασία γίνεται μια από τις σημαντικές ικανότητες του ανθρώπου: αν τη χειριστεί καλά, και δεν παγιδευτεί στο επίπεδο της φαντασίωσης και της φαντασιοπληξίας, μπορεί να βάλει τον Άνθρωπο σε επαφή με το αόρατο και το μεταφυσικό. Ο κόσμος των εικόνων, ο οποίος είναι η «τροφή» της Φαντασίας, δεν είναι λιγότερο πραγματικός, αλλά λιγότερο πυκνός.

Και ενώ τα ζώα διαθέτουν προσοχή, ικανότητα συγκέντρωσης και μνήμη, σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που μας αφήνουν να υποψιαστούμε ότι διαθέτουν δημιουργική φαντασία. Έτσι, η Δημιουργική Φαντασία μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία κατεξοχήν ανθρώπινη ιδιότητα.

Η Δημιουργική Φαντασία δεν παράγει νέα στοιχεία (και γι’αυτό δεν πρόκειται για αληθινή δημιουργία). Επεξεργάζεται, συνδυάζει, συνθέτει, ή απλοποιεί τα ήδη γνωστά στοιχεία, με τρόπο αναπαραγωγικό, παραγωγικό, υποκειμενικό ή αντικειμενικό.

Για να χειριστεί κανείς τον κόσμο της φαντασίας χρειάζεται να σφυρηλατήσει τα κατάλληλα εργαλεία. Ο άνθρωπος συνεχώς ζει μέσα στη φαντασιοπληξία, και η χειρότερη κατάσταση είναι αυτή που αναφέρεται στον εαυτό του. Αποδίδει στον εαυτό του χαρακτηριστικά που δεν έχει και τελικά διακόπτει το χρόνο της εξέλιξης και της αυτογνωσίας του, όταν φαντάζεται πως είναι εκείνο που θα έπρεπε να είναι, μα… ακόμα δεν είναι. Ο άνθρωπος φαντάζεται ότι σκέφτεται, αν και στην πραγματικότητα θα ήταν ανίκανος να εξηγήσει από πού έρχονται οι ιδέες του. Για να έχει ιδέες χρειάζεται να ξεπεράσει τις διάφορες γνώμες του περιβάλλοντος. Η φαντασιοπληξία παίρνει την ενέργειά της, όχι από την πραγματικότητα, αλλά από το ένστικτο, το οποίο μπορεί να είναι πολύ έντονο, και καθώς ντύνεται με ορθολογισμό προκαλεί διάφορες αυταπάτες.

Από την άλλη μεριά η Φαντασία αναπτύσσεται όταν ελέγχουμε τη φαντασιοπληξία με ανάπτυξη της προσοχής μας, ώστε να γνωρίσουμε πραγματικά τον εαυτό μας , για να αποφύγουμε τον κίνδυνο να ονειρευόμαστε, αντί να πραγματοποιούμε, όταν σπάσουμε τη συνήθεια να στηριζόμαστε στις γνώμες των άλλων (ακολουθώντας λίγο, πολύ διάφορες μόδες), όταν μάθουμε να μην αλλοιώνουμε τις μορφές ή τις εικόνες και να τις κρατάμε στο μυαλό μας για πολύ χρόνο, όταν γαληνέψουμε και ελέγξουμε τα πάθη που ταράζουν τον ψυχισμό μας.

Οι 4 αυτές λειτουργίες λοιπόν, Προσοχή, Συγκέντρωση, Μνήμη και Φαντασία, είναι τα βασικά ψυχικά εργαλεία μας που θα μας βοηθήσουν να οριοθετήσουμε και να προσανατολίσουμε καλύτερα την προσωπικότητά μας, ώστε να μπορούμε να είμαστε συνειδητά παρόντες σε κάθε δράση της ζωής μας, στο κέντρο του εαυτού μας.

nea-acropoli-athens.gr