Για την όπερα του Παύλου Καρρέρ (1829-1896) «Μαραθών-Σαλαμίς» είχαμε γράψει με αφορμή το πρώτο παγκόσμιο ανέβασμά της στην ΕΛΣ (9/2/2003). Ο Ζακυνθινός δημιουργός την ολοκλήρωσε το 1888, προσβλέποντας στην παρουσίασή της κατά τα εγκαίνια του νεόδμητου Δημοτικού Θεάτρου της Αθήνας. Ομως, οι τότε υπεύθυνοι προτίμησαν τη «Μινιόν» του Τομά. Χρειάστηκε να περάσουν 115 χρόνια ώσπου το έργο να συναντήσει τους φυσικούς παραλήπτες του. Αυτοί που παίρνουν αποφάσεις στην ΕΛΣ τους τελευταίους μήνες πρότειναν την αναβίωση της παραγωγής του 2003 ως συμμετοχή του θεσμού στην επέτειο των 2.500 χρόνων από τη μάχη του Μαραθώνα. Παρακολουθήσαμε την τελευταία παράσταση (2/11/2010). Το 2003 εστιάσαμε την κριτική σε αναγνωριστική αποτίμηση του μουσικού μέρους και σε αυτονόητα σχόλια για τις συνέπειες της υπερκαθυστερημένης πρεμιέρας του έργου· επισημάναμε, όμως, βασικά ζητούμενα στα οποία θεωρούσαμε ουσιώδες να ανταποκριθεί μια σημερινή σκηνοθεσία -πόσω μάλλον η πρώτη παγκόσμια!- του υπερφιλόδοξου κύκνειου άσματος του Καρρέρ. Εγγεγραμμένη από ιστορική γεωπολιτική αναγκαιότητα στην περιφέρεια της ιταλικής μουσικής του 19ου αιώνα, η εθνική οπερατική κληρονομιά της Επτανησιακής Σχολής έχει πανομοιότυπες μουσικές απαιτήσεις προς οποιαδήποτε ιταλική όπερα της εποχής. Ομως, όσον αφορά τη σκηνική δραματουργία, υπάρχουν πολλά και σημαντικά που οφείλουν να λάβουν υπ' όψιν όποιοι αναλαμβάνουν να τη δικαιώσουν σκηνικά. Ατυχέστατο ανέβασμα Η αντιμετώπιση του «εθνικού» έργου του Καρρέρ υπήρξε ατυχέστατη από άποψη αισθητικής και σκηνικής δραματουργίας. Συνεπώς χρειάζονται κάποιες βασικές διευκρινίσεις. Αν, λοιπόν, δεχτούμε ότι ο στόχος μιας παράστασης «εθνικής» όπερας στην ΕΛΣ δεν εξαντλείται ούτε στο να πουληθούν εισιτήρια ούτε στο να προσφερθεί απλή διασκέδαση -η περίφημη «γαστριμαργική» απόλαυση των αστών για την οποία μιλά ο Μπρεχτ-, τότε αυτό που θα καθιστούσε ουσιαστική την παρακολούθηση ενός ανεβάσματος του «Μαραθών-Σαλαμίς» για έναν ενήλικο θεατή/ακροατή είναι ένας σύγχρονος, πειστικός και ουσιαστικός επισχολιασμός της διαμεσολαβημένης από τον Καρρέρ νεωτερικής «χρήσης» των αυθεντικών ιστορικών γεγονότων του 5ου π.Χ. αιώνα, χρήσης η οποία συντελείται στο πλαίσιο των «θερμών» ιδεολογικοπολιτικών αιτημάτων της ελληνικής δεκαετίας του 1880-1890. Δηλαδή μια νοηματική και αισθητική γεφύρωση του τώρα με το τότε. Είτε από αδυναμία είτε από αδιαφορία, οι συντελεστές της σκηνικής υλοποίησης του έργου αγνόησαν ολότελα τα παραπάνω. «Βλέποντας» μόνον τον χονδροειδή ψευδοϊστορικό πυρήνα και τις α λα «Αΐντα» αδιέξοδες συγκρούσεις της υπόθεσης, η απλοϊκή, πρώτου επιπέδου σκηνοθεσία του Ισίδωρου Σιδέρη, οι α λα ελληνικό μιούζικαλ χορογραφίες του Κυριάκου Κοσμίδη, τα ετερόκλητα κοστούμια και τα επιθεωρησιακού τύπου σκηνικά του Γιάννη Μετζικώφ υπογράμμισαν μονομερώς τη χονδροειδή σχηματικότητα χαρακτήρων και καταστάσεων ως εάν να επρόκειτο για βεριστική όπερα, όπως π.χ. οι «Παλιάτσοι». Παγιδευμένο σε αποεξιδανικευτικά κοινότοπες αναφορές/πρότυπα, προσκρούοντας σε προφανείς αστοχίες, το σκηνικό αποτέλεσμα έπρεπε σταθερά στην παρωδία. Προσβολή για επέτειο Μαραθώνα Ο Καρρέρ, ακριβώς όπως ο πρώιμος Βέρντι στο αισθητικοϊδεολογικό στίγμα του οποίου αντιστοιχεί, δεν προορίζεται για... σχολική παράσταση· και είναι πολύ άδικο να αντιμετωπίζεται ως αντίστοιχο των «Μικρών Κλασικών» σε όπερα. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο συσχετισμός της ιστορικής επετείου της μάχης του Μαραθώνα με ένα τέτοιο ανέβασμα μάλλον συνιστά προσβολή παρά περιποιεί τιμή. Μία ακόμη, τραγικά χαμένη ευκαιρία για το ιστορικό εθνικό ρεπερτόριο... Παρακολουθήσαμε την παράσταση με τη β' διανομή (Κυανίδου, Παπαλεξίου, Πατσαλίδης, Κορωναίος, Αποστόλου, Κασιούμης). Σολίστες και χορωδοί είχαν να αντιμετωπίσουν μια μουσική σε ύφος Ντονιτσέτι-Βέρντι, που αναπαράγει κάθε στερεότυπο του ρομαντικού μπελ-κάντο και επιπλέον είναι μουσικά ιδιαίτερα απαιτητική, δίχως ωστόσο να είναι αντίστοιχα υψηλού επιπέδου μελωδικά και δραματικά. Εδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους και τα κατάφεραν από μέτρια έως καλά. Οπως το 2003, ορμητική και άμεση, δίχως ιδιαίτερη μέριμνα για λεπτομέρεια στο πλάσιμο της φραστικής, η διεύθυνση του Βύρωνα Φιδετζή ανέδειξε αδρομερώς την ιταλική μελωδικότητα του Καρρέρ, αλλά στις κορυφώσεις ωθούσε συχνά τους μονωδούς στα όρια των δυνατοτήτων τους, καταπνίγοντάς τους με τον υπερμεγέθη ορχηστρικό ήχο. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ακρόαμα κάπως ακατέργαστο και τραχύ, δίχως γλυκασμούς. **Διόρθωση: Στην κριτική της 13/10/2010 (Μάλερ: «Συμφωνία αρ. 3» με Σ.Ο.Δ.Α. και Καρυτινό) χρεώσαμε από λάθος στον Αρμπέν Καντέσα (α' βιολί) το προβληματικό παίξιμο του σόλο βιολιού αντί στον εξάρχοντα Χαράλαμπο Σούκα. *
Ελληνα ο σημερινός εχθρός σου είναι η παραπληροφόρηση των μεγάλων καναλιών. Αν είδες κάτι που σε άγγιξε , κάτι που το θεωρείς σωστό, ΜΟΙΡΆΣΟΥ ΤΟ ΤΩΡΑ με ανθρώπους που πιστεύεις οτι θα το αξιολογήσουν και θα επωφεληθούν απο αυτό! Μην μένεις απαθής. Πρώτα θα νικήσουμε την ύπνωση και μετά ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ τα υπόλοιπα.Μοιραστείτε αυτή την ανάρτηση
Social Plugin