Η διοργάνωση τουμαραθωνίουmarathonproject παρείχε όλες τις εγγυήσεις μιας πρωτότυπης, θεσμικής εκδήλωσης από εκείνες που προσελκύουν ένα ευρύ κοινό και υπόσχονται μια βραδιά πεπαιδευμένης ψυχαγωγίας και ίσως, αν όλα πάνε καλά, λίγης χαρούμενης γνώσης. Την φιλοξενούσε το Μουσείο της Ακρόπολης, η ελληνική εκδοχή ενός εμβληματικού μουσειακού κελύφους το οποίο είναι σχεδιασμένο ώστε να αποτελεί καθαυτό μνημείο και να βρίσκεται στο σημείο σύγκλισης της εθνικής, της πολιτιστικής και της τουριστικής πολιτικής, κατά τα πρότυπα του Beaubourg ή της Τate Modern.
Οικοδεσπότης της εκδήλωσης ήταν ο Hans Ulrich Obrist, ένας από τους δημοφιλέστερους και σημαντικότερους διεθνώς θεωρητικούς της σύγχρονης τέχνης και επιμελητής μεγάλων εκθέσεων. Διευθυντής Εκθέσεων της Seprentine Gallery του Λονδίνου έχει συλλάβει το marathon project ως μια σειρά πολύωρων συνεντεύξεων με σημαντικές προσωπικότητες του πολιτισμού, της πολιτικής και του φιλοσοφικού στοχασμού. Οι μαραθώνιοι αυτοί είναι ένα είδος ανοιχτών στο ευρύ κοινό salons, τα οποία συνδυάζουν τον θραυσματικό, προσωπικό λόγο της συνέντευξης με μια new age εμπιστοσύνη στο ιδεολόγημα της φυσικής αντοχής. Μέχρι τώρα είχε διοργανώσει πέντε ανάλογους μαραθωνίους και αυτός ήταν ο έκτος. Η έκτη έκδοση έγινε στην Ελλάδα, ώστε, ως πολιτιστικό αντιδάνειο, να αποτελέσει μέρος των επίσημων εορτασμών για τα 2500 χρόνια της Μάχης του Μαραθώνα. Προσκεκλημένοι να συζητήσουν με τον Obrist και την Νάντια Αργυροπούλου, την ελληνίδα συνεπιμελήτρια, ήταν γνωστοί δημιουργοί και στοχαστές από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Αφήνοντας κατά μέρους τους ξένους συμμετέχοντες, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο κατάλογος των ελλήνων προσκεκλημένων θα μπορούσε να περιλαμβάνει άλλα ή και άλλα ονόματα. Οι συγκεκριμένοι ωστόσο αποτελούσαν κάτι παραπάνω από μια σύναξη γνωστών προσωπικοτήτων του ελληνικού πολιτισμού. Συγκροτούσαν ένα αναγνωρίσιμο πεδίο με διακριτά χαρακτηριστικά: ήταν στο μεγαλύτερό τους μέρος καταξιωμένοι δημιουργοί μιας καθεστηκυίας κουλτούρας που αντλεί το κύρος της ελάχιστα από την αναγνωρισιμότητα, την εμπορική απήχηση ή τη συναλλαγή με την πολιτική εξουσία αλλά κυρίως από ένα ακαδημαϊκό και λόγιο αξιακό σύστημα. Συμμετείχαν, φερ’ειπείν, από τη λογοτεχνία η Ζατέλη, ο Δημητριάδης, ο Βαλαωρίτης και όχι ο Θέμελης, πόσο μάλλον η Λένα Μαντά.
Πολλοί θα μπορούσαν να είναι εχθρικοί σε μια τέτοια διοργάνωση. Έχω στο μυαλό μου πολλούς εφήβους, στην ηλικία ή το ψυχικό εργαλείο, που στην ιδέα και μόνον μιας τόσο θεσμικής εκδήλωσης με τόσο τρανταχτά ονόματα θα ανέπτυσσαν επαναστατικά αντανακλαστικά και θα καλούσαν στην εκ θεμελίων ανατροπή του αστικού πολιτισμού. Έχω επίσης στο μυαλό μου και αρκετούς εκπροσώπους άλλων συγκροτήσεων που αισθάνονται πως αποκλείονται συστημικά από αυτήν την πολιτιστική ομάδα, καθώς με το έργο τους ή με την πολιτεία τους εκφράζουν ριζικά διαφορετικές αισθητικές, θεματολογικές ή πολιτικές επιλογές. Και εδώ δεν εννοώ σε καμία περίπτωση πολιτικές επιλογές στον άξονα αριστεράς δεξιάς. Περισσότερο εννοώ εκείνους που, ας πούμε, αντιτάχθηκαν στις επιλογές του Γιώργου Λούκου στο Φεστιβάλ Αθηνών ή του Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο. Ή λογοτέχνες και εικαστικούς που αντιτίθενται στο λόγιο αυτό αξιακό σύστημα και το κατατάσσουν, φύρδην μίγδην, στη χαώδη κατηγορία του μεταμοντερνισμού. Εδώ πρόκειται για συγκρούσεις εντός του πολιτιστικού πεδίου, για εναντιώσεις που έχουν να κάνουν περισσότερο με την απώλεια ή τη διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας στο δημόσιο λόγο. Χωρίς να αποκλείονται βέβαια και προσωπικές αντιπαλότητες που ενδύονται εύκολα θεωρητικό μανδύα.
Βέβαια, μια τέτοια διοργάνωση αντανακλά πολλά από τα γνωρίσματα και τις αντινομίες του σύγχρονου πολιτισμού και, ειδικότερα, του ελληνικού. Τα άνοιγματα, φερ’ειπείν, των κλασικών μουσείων στη σύγχρονη τέχνη καταδεικνύουν τη μετατόπιση στο είδος της γνώσης που θέλουν να μεταφέρουν στο κοινό τους και στην ιδεολογική επαναξιολόγηση των εκθεμάτων τους. Χαρακτηριστικό είναι το έργο Αll Αrt Ηas Βeen Contemporary του Maurizio Nannucci στο Altes Museum, το Παλαιό Μουσείο, του Βερολίνου. H φωτεινή αυτή επιγραφή ανάμεσα στις δύο συστοιχίες κιόνων του κλασικότροπου μουσείου σε ένα πρώτο επίπεδο διατύπωνε μια ανθρωπολογική ταυτολογία (κάθε τέχνη είναι σύγχρονη στην εποχή της). Δευτερευόντως όμως επαναπροσανατόλιζε το βλέμμα του θεατή. Τον καλούσε να δει τους σκύφους, τις κανθαροειδείς κοτύλες και την ελληνιστική γλυπτική σαν να ήταν έργα σύγχρονης τέχνης και με τον τρόπο αυτό να τα αποφορτίσει από ένα μέρος του βάρους της κλασικής παιδείας προς όφελος μιας παιγνιώδους και ποπ σχέσης με την αρχαιότητα. Σε ένα αντίστοιχο πλαίσιο θα πρέπει να εντάξουμε και την πολιτική του Μουσείου της Ακρόπολης που άνοιξε τις πύλες, έστω του καφενείου του, σε μια εκδήλωση σύγχρονης τέχνης. Έχοντας, πάντως, υπόψη μας όλα τα ιδιαίτερα γνωρίσματα και τις ατέλειές του: τα προβλήματα στο φωτισμό και την εκθεσιακή πρακτική, τις αρχιτεκτονικές αντιφάσεις στις σχέσεις μεταξύ του εσωτερικού του μουσείου και της θέας του προς τα έξω, όλα αυτά τα οποία επισημαίνει η Beth Cohen στο τελευταίο τεύχος του American Journal of Archaeology· ή, πάλι, την πολιτική παλινδρόμηση ανάμεσα σε ένα άκαμπτο εθνικό ιδεολόγημα για τη σχέση της νεώτερης Ελλάδας με την αρχαιότητα και μια ασαφή διάθεση εκσυγχρονισμού της τουριστικής πολιτικής της Ελλάδας, με γερές δόσεις ατσαλιού, γρανίτη και υαλοπινάκων. Γιατί είναι βέβαιο πως, εάν η Tate Modern αποτυπώνει αρχιτεκτονικά την επιθυμία να συνδεθεί η σύγχρονη Βρετανία με τη βιομηχανική επανάσταση, εάν το Centre Pompidou θέλει να βεβαιώσει τη σχέση του Παρισιού με τον Μοντερνισμό, το Μουσείο της Ακρόπολης καταφέρνει να αναδείξει το βασικό χαρακτηριστικό της επίσημης αναπαράστασης για την ελληνική εθνική ταυτότητα: τη σύγχυση.
Το πολιτιστικό αντιδάνειο του τουμαραθωνίουmarathonproject στους εορτασμούς των 2500 χιλιάδων χρόνων από την μάχη του Μαραθώνα αντλούσε λίγη από αυτή τη σύγχυση και έχανε ένα μέρος της οξύτητάς του. Τα τελευταία χρόνια δηλαδή το επίσημο επετειολόγιο έχει εμπλουτιστεί και εκτός από τους αναμενόμενους πανηγυρικούς για τα τόσα χρόνια από το θάνατο του Καβάφη, τη γέννηση του Σολωμού ή του Βασίλη Τσιτσάνη, έχουμε αρχίσει να μνημονεύουμε εορταστικά και τη χρονική απόσταση που μας χωρίζει από συμβάντα ή ιστορικά γεγονότα της αρχαιότητας. Κάθε επέτειος όμως είναι και μια προσπάθεια εγγραφής του αφετηριακού γεγονότος στην επικαιρότητα. Από την άποψη αυτή, οι εορτασμοί της Μάχης του Μαραθώνα (σε δέκα χρόνια η Μάχη των Θερμοπυλών και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας; Σε 23 χρόνια η επέτειος του θανάτου του Αριστείδη του Δικαίου;) είναι μια καινοτομία στην εθνική αναπαράσταση για τη σχέση της σύγχρονης Ελλάδας με τον αρχαίο κόσμο. Γιατί πράγματι, ποτέ μέχρι τώρα το εθνικό ιδεολόγημα δεν είχε κάνει το βήμα αυτό προς την αναπαράσταση της αρχαιότητας σαν να ήταν μια ανοιχτή και υπό διακύβευση διαδικασία. Ίσως ο πρωτοπόρος να ήταν ο Δημήτρης Αβραμόπουλος με την υπογραφή το 1996 της συνθήκης ειρήνης με τη Σπάρτη και την επίσημη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, μετά από 2397 χρόνια αιματηρών και λιγότερο αιματηρών εχθροπραξιών. (Για τη διαπραγμάτευση ενός αντίστοιχου θέματος στο εξαιρετικό όπως πάντα μπλογκ του Νίκου Σαραντάκου.)
Από την άλλη, το marathonproject του Hans Ulrich Obrist, χρησιμοποιεί μια κοινή στην αγγλική γλώσσα λέξη, χωρίς καμία από τις ελληνικές πολιτικές και ιστορικές συνδηλώσεις, για να τονίσει απλώς τον πολύωρο και κοπιώδη χαρακτήρα του εγχειρήματος. Ενδεχομένως, στις συνεντεύξεις αυτές κάποιος αρχαιομαθής συμμετέχων να έχει κάνει παρεμπιπτόντως μια βιαστική αναφορά στον Φειδιππίδη, στην προσπάθεια επέκτασης της περσικής αυτοκρατορίας στον ευρωπαϊκό χώρο ή στις στρατιωτικές επιτυχίες που οδήγησαν στην εδραίωση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Πολύ αμφιβάλλω όμως εάν είχε κανείς στο μυαλό του πως ο Μαραθώνας, ως εμβληματικός τόπος της ελληνικής ιστορίας, θα μπορούσε να βρεθεί στο επίκεντρο των συνεντεύξεων. Εντάσσοντας το marathonproject στους ελληνικούς εορτασμούς, αυτός ο κοινός στην αγγλική γλώσσα αθλητικός, μάλλον, όρος αποκτούσε ιστορική κυριολεξία. Και αίφνης η διοργάνωση έπαιρνε λίγη από τη γεύση όλης αυτής της ποπ αισθητικής και ιδεολογικής σούπας που επιχειρεί ανιστορικά να καταστήσει την αρχαιότητα ανοιχτή διαδικασία. Μετατόπιζε λίγο το πεδίο της προς την κατεύθυνση αυτών ακριβώς που ο κατάλογος διανοουμένων και καλλιτεχνών τους οποίους είχε προσκαλέσει θα έπρεπε συστημικά να αποκλείει.
Ωστόσο, οι επισημάνσεις αυτές σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ενστάσεις για την ουσία του εγχειρήματος. Είναι από εκείνες τις περιφερειακές παρατηρήσεις που επιχειρούν με κάποια στρουκτουραλιστική πνοή να διαπιστώσουν ορισμένα κενά και αντιφάσεις στην πολιτιστική και πολιτική πρακτική. Το πολύ πολύ να δηλώνουν κάποια στριφνάδα στον χαρακτήρα του σχολιαστή που ίσως κι αυτή να έχει ψήγματα ψυχαναλυτικής υπεραναπλήρωσης. Ο αναγνώστης όμως του ιστολογίου αυτού Ars longa διατύπωσε, σε σχόλια της προηγούμενης ανάρτησης, δώδεκα, αν τα μέτρησα σωστά, ερωτήματα σχετικά με την εκδήλωση την οποία ρητά χαρακτήριζε σκάνδαλο. Επιχείρησα να αντισχολιάσω με σύντομο και κάπως σκωπτικό τρόπο. Επανέρχομαι εδώ και θα προσπαθήσω να τα απαντήσω, όσο είναι βέβαια δυνατόν, γιατί ορισμένα δεν μπορούν να έχουν απάντηση και για κάποια άλλα δεν μπορώ εγώ εκ των πραγμάτων να γνωρίζω την απάντησή τους.
Για λόγους πρακτικούς και μεθοδολογικούς τα ταξινομώ σε τρεις κατηγορίες και θα απαντήσω συνολικά στην κάθε μία.
Η πρώτη κατηγορία ερωτημάτων αφορά το κόστος της διοργάνωσης και τις ακριβείς αμοιβές των συμμετεχόντων («Τι ακριβώς κόστισε στο ΥΠΠΟ αυτό το ριάλιτυ-υπερπαραγωγή, the marathon project? Αριθμούς, παρακαλώ»· «Ποιός πλήρωσε τον κ. Ομπρίστ, ‘νούμερο 2ο-πρώην νούμερο 1- στην παγκόσμια κατάταξη των σημαντικότερων ανθρώπων στο χώρο της τέχνης’ και μπλα μπλα μπλα όπως και όλους τους υψηλούς προσκεκλημένους?. Ε? Και εννοώ όλα, διαμονή, εισητήρια κλπ κλπ»· στην ορθογραφία, τη σύνταξη και τη στίξη του πρωτοτύπου). Αριθμούς βέβαια δεν θα μπορούσα να γνωρίζω. Υπάρχουν, είμαι βέβαιος, συγκεκριμένοι τρόποι για να τους πληροφορηθεί κανείς. Από όσο μπορώ να συνάγω από τον τυποποιημένο τρόπο που δηλώνονται οι χρηματοδότες κάθε εκδήλωσης, χορηγοί ήταν δημόσιοι φορείς, όπως το Υπουργείο Πολιτισμού, ο ΟΠΑΠ και το Μουσείο της Ακρόπολης, καθώς και το ιδιωτικό Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ. Όσον αφορά τους δημόσιους φορείς, τα οικονομικά τους είναι προσβάσιμα και υπάρχουν τρόποι, μέσω του κοινοβουλευτικού ελέγχου, της δημοσιογραφικής έρευνας, ενδεχομένως και της απλής προσωπικής ερώτησης, να τα πληροφορηθεί κανείς· δεν γνωρίζω εάν τα ιδιωτικά ιδρύματα εν γένει και το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, ειδικότερα, παρέχουν τέτοιες πληροφορίες. Σε κάθε περίπτωση, εάν ο Ars longa ή οποιοσήποτε, θέλει στοιχεία υπάρχουν αρμόδιοι που οφείλουν να τα παράσχουν. Ωστόσο, το γεγονός ότι κάτι στοίχισε ένα οποιοδήποτε ποσό, δεν συνιστά αυτόχρημα σκάνδαλο. Για να αποδειχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει τα ποσά που αυτό στοίχισε να είναι εξώφθαλμα αναντίστοιχα με το πραγματικό κόστος. Όσο όμως δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ούτε το πραγματικό κόστος της διοργάνωσης ούτε την πραγματική της χρηματοδότηση, η επίκληση του σκανδάλου, επειδή μια διοργάνωση δεν ήταν δωρεάν, συνιστά λήψη του ζητουμένου.
Μια δεύτερη και εκτενέστερη κατηγορία ερωτημάτων συνοψίζονται στα εξής θέματα (για να μην τα επαναλαμβάνω αυτολεξί και καταλαμβάνω διαδικτυακή έκταση): βάσει ποιων κριτηρίων επελέγη προς χρηματοδότηση η συγκεκριμένη εκδήλωση· σχετίζεται η επιλογή αυτή με μια υποχώρηση της δημόσιας χρηματοδότησης στον τομέα του πολιτισμού; Εναλλακτικά, η επίσημη πολιτιστική πολιτική πρόκειται να ευνοεί εφεξής θεαματικών προδιαγραφών δημόσιες εκδηλώσεις (το Mamma mia και την Disneyland αναφέρει ενδεικτικά ο σχολιαστής)· ποιος είναι ο ρόλος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ στη διαμόρφωση των συνθηκών της σύγχρονης τέχνης· γιατί το καθεστώς αυτό δεν συναντά τις αντιδράσεις των παραγόντων του (των δρώντων υποκειμένων όπως λένε οι μεταφράσεις του Bourdieu), όπως είναι οι θεωρητικοί, οι κριτικοί κλπ; Σε γενικές γραμμές, τα ερωτήματα αυτά δείχνουν αυτό που επεσήμανα προηγουμένως: την εναντίωση εντός ενός πολιτιστικού πεδίου. Είναι απόλυτα θεμιτό να δημιουργούνται συγκροτήσεις οι οποίες αντιτίθενται σε άλλες συγκροτήσεις με διαφορετικά ποιοτικά και ειδολογικά χαρακτηριστικά. Είναι συνηθισμένο και ιστορικά κανονικό, η αντίθεση αυτή να εκφράζεται με κατηγορίες για σκάνδαλα και διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, τις οποίες, εξίσου συστηματικά, απευθύνουν οι παράγοντες μια συγκρότησης που χάνει τη νομιμοποίησή της προς τους παράγοντες των συγκροτήσεων που αρχίζουν να υπερισχύουν στο δημόσιο λόγο. Σε απλά ελληνικά, είναι απόλυτα θεμιτό, για παράδειγμα, μια γενιά καλλιτεχνών η οποία σε παλαιότερες εποχές στήριξε τη νομιμοποίησή της σε έναν ασαφή αριστερό λόγο ελληνικού τύπου, η οποία σιγά σιγά χάνει την πρωτοκαθεδρία στη διεκδίκηση των μορφών, των θεμάτων, της πολιτικής εκπροσώπησης (και των χρημάτων που αυτά συνεπάγονται) να κατηγορεί τους επιγόνους για σκανδαλώδη εύνοια είτε της πολιτικής εξουσίας είτε των ιδιωτικών παραγόντων, συλλεκτών κλπ (στην κατηγορία αυτή εντάσσω και το εμβόλιμο και φαινομενικά εκτός θέματος ερώτημα του Ars longa για τις ερωτήσεις του πρώην προέδρου του ΕΕΤΕ Μιχάλη Παπαδάκη σχετικά με τη διευθύντρια του ΕΜΣΤ). Πρόκειται όμως για σκάνδαλα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της κοινωνιολογίας και όχι των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών.
Ας μου επιτραπούν πάντως, δύο τρία σχόλια στις επιμέρους ερωτήσεις:
α. Nα θεωρεί κανείς πως μια δημόσια χρηματοδότηση σε μια πολιτιστική εκδήλωση δηλώνει υποχώρηση της δημόσιας πολιτικής στον πολιτισμό είναι contradictio in terminis, αντίφαση.
β. Όχι, το τουμαραθωνίουmarathonproject δεν είναι Mamma mia και Disneyland. Mamma mia και Disneyland είναι οι συναυλίες της Άννας Βίσση στην Πλατεία Συντάγματος, η Eurovision, τα πρωινάδικα. Αν κανείς δεν καταλαβαίνει την ουσιώδη διαφορά μεταξύ Βασίλη Παπαβασιλείου και Έλενας Παπαρίζου, Daniel Birnbaum και Ηλία Ψινάκη, Νάνου Βαλαωρίτη και Λάκη Λαζόπουλου δεν προβαίνει σε λήψη του ζητουμένου, δεν υποπτίτει σε αντιφάσεις, απλώς χάνει το μέτρο. Και εάν το τουμαραθωνίουmarathonproject δεν ήταν μια μικρή συγκέντρωση μεταξύ διανοουμένων, καλλιτεχνών και φιλότεχνων που αντάλλαξαν μεταξύ τους απόψεις για το μέλλον του πολιτισμού και της αριστεράς, αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν μεγάλο θέαμα, πόσο μάλλον σκανδαλώδες μεγάλο θέαμα.
γ. Το πολιτιστικό πεδίο για το οποίο μιλάμε, αυτό το οποίο καθιστά δυνατή τη φιλοξενία του τουμαραθωνίουmarathonproject στο Μουσείο της Ακρόπολης, συναντά πλήθος αντιδράσεων. Από σοβαρούς διανοούμενους μέχρι προχειρολόγους, από την Ελευθεροτυπία μέχρι τους ακροδεξιούς που σε κάθε ευκαιρία, ιδίως εάν επίκεινται εκλογές, είναι έτοιμη να ξεσπαθώσουν εναντίον της σύγχρονης τέχνης και των εθνικών σκανδάλων που αυτή εγκυμονεί. Δεν ταξινομώ τους μεν και τους δε στην ίδια κατηγορία, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως οι θεωρητικοί/κριτικοί/επιμελητές κάνουν την πάπια, επειδή είναι τάχα εξωνημένοι, αποχαυνωμένοι κλπ.
δ. (και επί προσωπικού) Προφανώς δεν θεωρώ ότι όλα είναι άριστα στη συγκρότηση αυτή που ονομάζουμε (πρακτικά το λέω) σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολλές αδυναμίες και πολλά τρωτά. Αλλά οι πολεμικοί δεκάρικοι δεν συνιστούν κριτικό λόγο και περισσότερο ευνοούν τη διαίωνιση των παθολογιών παρά συμβάλλουν στην εξάλειψή τους.
Και με το θέμα αυτό ακριβώς συνδέεται η τρίτη κατηγορία ερωτημάτων που απευθύνει ο Ars longa στα σχόλιά του προς κάθε ενδιαφερόμενο. Είναι ερωτήματα που αφορούν τις παθογένειες του Υπουργείου Πολιτισμού, την αδιαφάνεια στις χρηματοδοτήσεις του, την προβληματική ιεράρχηση των δαπανών του. Τα ερωτήματα αυτά γίνονται ακόμη πιο καίρια στις σημερινές συνθήκες, τις οποίες ταξινομούμε κάπως άκριτα υπό τον γενικό τίτλο «κρίση», καθώς μάλιστα οι παθογένειες αυτές χρησιμοποιούνται από πολλές πλευρές για να προταχθεί μειωμένος ρόλος της δημόσιας πολιτικής στον πολιτισμό. Είναι αλήθεια πως πολλά πάγια χαρακτηριστικά του Υπουργείου κινούνται στις παρυφές είτε των πολιτικών είτε των οικονομικών σκανδάλων: οι χρηματοδοτήσεις σε οργανισμούς σφραγίδες που έχουν ελάχιστο ή μηδενικό έργο· οι υπερκοστολογήσεις διοργανώσεων που μάλιστα όσο μεγαλύτερα τεμήρια κιτς εθνικοφροσύνης έχουν να επιδείξουν τόσο περισσότερα κονδύλια καταφέρνουν να απορροφούν· οι αθρόες προσλήψεις βοηθητικού προσωπικού που εξυπηρετούν εκλογικούς σκοπούς· οι κενές θέσεις, ιδίως αρχαιολόγων και ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τα τεκμήρια κιτς εθνικοφροσύνης που χρηματοδοντούνται πλουσιοπάροχα· οι συστημικές αδράνειες στη θέσπιση κριτηρίων για τις χρηματοδοτήσεις, όπως στο παράδειγμα των κινηματογραφιστών που μόλις πρόσφατα διεκδίκησαν κάποια συγκροτημένη δημόσια πολιτική.
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, καθώς και η πολιτική δράση για την ίαση των παθογενειών, δεν μπορεί να είναι μόνον περιπτωσιολογική. Οι απλήρωτοι συμβασιούχοι και η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος δεν εξαρτώνται μόνον από τη θεραπεία των επιμέρους προβλημάτων. Ούτε βέβαια από την ακύρωση του Υπουργείου Πολιτισμού και της δημόσιας πολιτιστικής πολιτικής. Και εγώ και ο Ars longa θα συμφωνούσαμε πως απαιτείται άλλη σύλληψη συνολικά του πολιτισμού και άλλο ρόλο των πολιτικών διαδικασιών που εξαρτώνται από αυτό. Εκεί όμως που θα διαφωνούσαμε είναι ότι εγώ θεωρώ πως το τουμαραθωνίουmarathonproject αποτελεί μέρος του πολιτισμού που θα ήθελα να προάγει το Υπουργείο. Είναι αλήθεια πως προσωπικά προτιμώ λιγότερο κοσμικά και θεσμικά περιβάλλοντα, πιο σεμνές εκδηλώσεις. Είναι αλήθεια πως προσωπικά με κούρασε ο θορυβώδης και κάπως αποσπασματικός χαρακτήρας του τουμαραθωνίουmarathonproject. Είναι αλήθεια όμως εξίσου πως η δημόσια πολιτική για τον πολιτισμό σημαίνει τόσο τη χρηματοδότηση πειραματικών ομάδων όσο και την υποστήριξη μεγάλων και, ας το πούμε έτσι, mainstream εκδηλώσεων. Και πιστεύω πως η πιθανότητα να χρηματοδοτείται κάποτε με κάποια συστηματικότητα και έλεγχο η καινούργια δημιουργία προϋποθέτει τη δυνατότητα να χρηματοδοτείται η ήδη καταξιωμένη. Και ο Hans Ulrich Obrist είναι, όπως το επεσήμανε ο ίδιος ο Ars longa, το νούμερο 2 – πρώην νούμερο 1 – στην παγκόσμια κατάταξη των σημαντικότερων ανθρώπων της τέχνης.
Σε ένα μόνον πράγμα φαίνεται να συμφωνούμε. Η «απομνημόνευση του μέλλοντος σε Ευκλίδειο σύμπαν» δεν νομίζω να σημαίνει κάτι συγκεκριμένο. Αλλά είναι μια από αυτές τις χαριτωμένες ακυρολεξίες ποιητικής πνοής που έχουμε μάθει όλοι να παραβλέπουμε, να χρησιμοποιούμε και να αγαπάμε.
Ελληνα ο σημερινός εχθρός σου είναι η παραπληροφόρηση των μεγάλων καναλιών. Αν είδες κάτι που σε άγγιξε , κάτι που το θεωρείς σωστό, ΜΟΙΡΆΣΟΥ ΤΟ ΤΩΡΑ με ανθρώπους που πιστεύεις οτι θα το αξιολογήσουν και θα επωφεληθούν απο αυτό! Μην μένεις απαθής. Πρώτα θα νικήσουμε την ύπνωση και μετά ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ τα υπόλοιπα. Μοιραστείτε αυτή την ανάρτηση
Social Plugin