Πολλοί είναι εκείνοι που αναζητούν απαντήσεις για την κατάντια του παγκόσμιου σκηνικού γύρω μας, το οποίο έχει οδηγήσει και την Ελλάδα σε μια βαθιά οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση.
Στεναχωριέμαι όμως, που οι περισσότεροι ικανοποιούνται με απλοϊκές, λαϊκίστικες και εύκολες απαντήσεις, που αποδίδουν την ευθύνη σε συνήθεις αποδιοπομπαίους τράγους ή σε παράλογες συνωμοσιολογικές θεωρίες.
Αυτές οι απλοϊκές και λαϊκίστικες απαντήσεις είναι εξαιρετικά επικίνδυνες, γιατί δίνουν σε κάποιους έναυσμα να οδηγηθούν σε λογικές ακρότητες, όπως του φασισμού, του ολοκληρωτισμού και των ακραίων πολιτικών θεωριών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος αιματοκύλησε την ανθρωπότητα βασισμένος σε μια γελοία ρατσιστική θεωρία. Δεν πρέπει να επαναληφθεί κάτι τέτοιο.
Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα στην εποχή μας και καταστρέφει τις οικονομίες του πλανήτη, είναι πιο περίπλοκο. Όμως, δεν είναι τόσο περίπλοκο που να μην μπορεί να γίνει κατανοητό από όλους μας, φτάνει να έχουμε την υπομονή να διαβάσουμε λίγο περισσότερο, να αναζητήσουμε αξιόπιστες πηγές και να συνδυάσουμε τα αναγκαία στοιχεία αναμεταξύ τους. Ευτυχώς, υπάρχουν διανοούμενοι, όπως ο Βασίλης Βιλιάρδος, που κάνουν ενδιαφέρουσες και εμβριθείς αναλύσεις, οι οποίες μπορούν να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει.
Αναδημοσιεύω εδώ, λοιπόν, με την άδεια του Βασίλη Βιλιάρδου, ένα εκπληκτικό άρθρο που αναλύει τι συμβαίνει στην παγκόσμια οικονομία και ποια είναι τα παιχνίδια που παίζονται γύρω μας. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, σύμβουλος επιχειρήσεων & επενδύσεων, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
Οι οικονομολόγοι είναι κατά κανόνα απαισιόδοξοι – καθώς επίσης πολύ συχνά «εκ των υστέρων προφήτες». Έτσι λοιπόν, αναφέρονται σήμερα στη συντέλεια του κόσμου, ενώ δεν κατάφεραν να προβλέψουν έγκαιρα την πρόσφατη «χρεοκοπία» του καπιταλισμού – παρά το ότι «επαναλαμβάνεται» σχεδόν κάθε σαράντα χρόνια (η παρούσα θα είχε συμβεί τη δεκαετία του ‘80 – καθυστέρησε «τεχνητά», για λόγους που θα αναφέρουμε στη συνέχεια). Επομένως, είναι δυνατόν να επιστρέψει ο κόσμος (η Ελλάδα επίσης) στην φυσιολογική του κατάσταση, παρά τις αντίθετες οικονομικές προβλέψεις – ενδεχομένως «ανθεκτικότερος» και πολύ πιο σύντομα, από ότι φανταζόμαστε.
Ανεξάρτητα όμως από αυτά, δεν μπορούμε παρά να «πιστοποιήσουμε» το ότι, η σημερινή κρίση ευρίσκεται ήδη στο τρίτο της στάδιο – ακολουθώντας σχεδόν «υποδειγματικά» τις προβλέψεις μας. Αφήνοντας πίσω της το πρώτο στάδιο, στο οποίο πρωταγωνίστησαν οι Η.Π.Α. (χρηματοπιστωτική κρίση – ολοκληρώθηκε με τη «ληστεία» της Ευρώπης και ειδικά της Γερμανίας). οδηγήθηκε στο δεύτερο – στη δημοσιονομική κρίση, με πρωταγωνιστή την Ελλάδα (Η κρίση των κρίσεων).
Στη συνέχεια, εισήλθε στο τρίτο στάδιο (παγίδα ρευστότητας, κρίση στην πραγματική αγορά – ας σημειωθεί εδώ ότι, το επόμενο έτος θα αναζητηθούν παγκοσμίως δάνεια ύψους άνω των 6 τρις $, για τα οποία θα ανταγωνιστούν μεταξύ τους κράτη και πολυεθνικές), το οποίο κορυφώθηκε (ειδικά μετά την απόβαση του ΔΝΤ μέσω της Ελλάδας στην Ευρώπη, καθώς επίσης με την αντίστοιχη της Κίνας), με τις νομισματικές μάχες – στην τεράστια έκταση που διαπιστώνεται σήμερα (επιθετική «χειραγώγηση» των συναλλαγματικών ισοτιμιών διεθνώς, εμπορικός προστατευτισμός κλπ).
Εάν τώρα η «αλυσιδωτή» αυτή πυρηνική αντίδραση δεν σταματήσει εγκαίρως, δεν εμποδιστεί καλύτερα από τις «υγιείς» δυνάμεις του πλανήτη, θα εξελιχθεί στο επόμενο στάδιο – στη διάλυση της ΕΕ, στους εμφυλίους πολέμους και στις κοινωνικές εξεγέρσεις. Περαιτέρω, θα ακολουθήσει προφανώς το 5ο κατά σειρά στάδιο (πολιτικές ανακατατάξεις), με αποτέλεσμα να καταλήξουμε αναπόφευκτα στο έκτο και τελευταίο – στο πιο επώδυνο στάδιο που μπορούμε να φαντασθούμε σήμερα: στο «γεωπολιτικό», όπως ευρύτερα αποκαλείται (ενδεχομένως σαν επακόλουθο του 3ου παγκοσμίου πολέμου, εφόσον βέβαια συνεχίσει να υπάρχει ο πλανήτης).
Εμείς, έχοντας την άποψη ότι, ευρισκόμαστε στο σημείο μηδέν (τόσο διεθνώς, όσο και στην Ελλάδα), σε εκείνη δηλαδή τη χρονική στιγμή που θα ξεκινήσει η τελική, αντίστροφη μέτρηση (είτε με κατεύθυνση την απόλυτη καταστροφή, είτε με την πλήρη εξυγίανση του συστήματος), θεωρούμε σκόπιμη την ανάλυση εκείνων των (εμφανών) κινδύνων, οι οποίοι οφείλουν να καταπολεμηθούν άμεσα. Ο κοινός παρανομαστής τους είναι αναμφίβολα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η παγκόσμια ανισορροπία – ενώ η Ελλάδα συνεχίζει να διαδραματίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, ευρισκόμενη «ποικιλοτρόπως» στο μάτι του κυκλώνα.
Ο ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
«Currency Reform for Fair Trade Act», λέγεται ο νόμος, ο οποίος ψηφίστηκε πρόσφατα (348 βουλευτές υπέρ, 79 κατά) από τις Η.Π.Α. – ένα «ρυθμιστικό εργαλείο», το οποίο επιτρέπει μελλοντικά στο υπουργείο εμπορίου, να επιβάλλει «ποινικούς δασμούς» στα εισαγόμενα προϊόντα συγκεκριμένων χωρών, χωρίς να είναι απαραίτητη η προηγούμενη έγκριση του αμερικανού προέδρου. Στο «στόχαστρο» του νέου νομοθετήματος ευρίσκονται εκείνες οι χώρες, οι οποίες (α) διατηρούν «θεμελιωδώς» υποτιμημένα τα νομίσματα τους, (β) εμφανίζουν πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και (γ) διαθέτουν πολύ υψηλά συναλλαγματικά αποθέματα. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, εξειδικεύει εκείνα τα κράτη (πλεονασματικά), από τα οποία επιθυμούν να «προστατευθούν» εμπορικά οι Η.Π.Α.:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Πλεονασματικές – Ελλειμματικές χώρες σε δις $ – Εκτιμήσεις 2009
Πηγή: The World Factbook
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Από τον Πίνακα Ι φαίνεται, μεταξύ άλλων, η παγκόσμια «ανισορροπία», την οποία έχουμε αναλύσει εν μέρει στο άρθρο μας «Ασύμμετρη Παγκοσμιοποίηση» – αναφερόμενοι τότε στο νομισματικό πόλεμο που μαίνεται παγκοσμίως. Η Ελλάδα, ευρισκόμενη στην 6η χειρότερη θέση κατάταξης, αν και αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με τις «αγγλοσαξονικές» χώρες όπως οι Η.Π.Α., η Ιταλία, η Γαλλία, ο Καναδάς, η Μ. Βρετανία και η Ισπανία, έχει κατά πολύ καλύτερες προϋποθέσεις (μέτριο ιδιωτικό χρέος, χαμηλότατες εξαγωγές, οι οποίες μπορούν να αναπτυχθούν με γεωμετρική πρόοδο, «εξαγωγικό εισόδημα» από τον τουρισμό, τη μεγαλύτερη εμπορική ναυτιλία του κόσμου). Ο επόμενος Πίνακας (ΙΙ), εξειδικεύει καλύτερα το αμερικανικό «αδιέξοδο» – αλλά και το ευρωπαϊκό, σε σχέση με την Κίνα:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εξωτερικό εμπόριο σε δις $ το 2009
Πηγή: IMF, Eurostat
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ, η εξάρτηση των Η.Π.Α. από την Κίνα είναι πολλαπλή. Αφενός μεν είναι ελλειμματικό το ισοζύγιο εξωτερικού εμπορίου της, συντελώντας στην διατήρηση/κλιμάκωση της αποβιομηχανοποίησης της (ανάπτυξη εντάσεως ανεργίας – Jobless growth), αφετέρου δε η Κίνα είναι ο κύριος χρηματοδότης της αμερικανικής οικονομίας – αφού επενδύει μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, των ποσών δηλαδή που προέρχονται κυρίως από το εμπορικό της πλεόνασμα, σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου (περί τα 2 τρις $).
Η ΕΕ είναι επίσης σε δυσμενή θέση (έλλειμμα -171,5 δις $), αλλά καλύπτει ένα μέρος του αρνητικού ισοζυγίου της με την Κίνα, από το πλεόνασμα της στις Η.Π.Α. (+63,1 δις $), καθώς επίσης από τις εξαγωγές της σε άλλες χώρες. Ο επόμενος Πίνακας (ΙΙΙ), αναδεικνύει μία ακόμη πτυχή του προβλήματος:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Ονομαστικό και πραγματικό ΑΕΠ (purchasing power parity*), σε δις $ το 2009
* Πόσες μονάδες του εκάστοτε νομίσματος είναι απαραίτητες, για να αγοράσει κανείς το ίδιο «καλάθι εμπορευμάτων», το οποίο αγοράζει στις Η.Π.Α. στην τιμή του ενός δολαρίου. Για παράδειγμα, εάν με 1 $ αγοράζουμε στις Η.Π.Α. 10 πορτοκάλια, στην Ευρωπαϊκή ένωση θα πληρώσουμε 0,97 σεντς και στην Κίνα 0,55 σεντς.
Πηγή: Spiegel
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως διαπιστώνουμε, παρά τις τεράστιες διαφορές των Η.Π.Α. και της ΕΕ με την Κίνα, όσον αφορά το «ονομαστικό» ΑΕΠ, σε σχέση με το πραγματικό, αυτό δηλαδή που διαμορφώνεται από την αγοραστική δύναμη των νομισμάτων, οι διαφορές δεν είναι τόσο μεγάλες. Εκτός αυτού, αν και το γουάν είναι υποτιμημένο κατά περίπου 40% σε σχέση με το δολάριο, μία ευθέως ανάλογη ανατίμηση του (40%), θα προσέφερε μόλις 1% στο ρυθμό ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας.
Η πρόσφατη, «ιδιοφυής» ενέργεια της κεντρικής τράπεζας της Κίνας (ελαφριά αύξηση των επιτοκίων), αποδεικνύει ότι ακολουθεί μία ενδιάμεση, «εξαγωγικά αναπτυξιακή» στρατηγική, σε σύγκριση με αυτήν που ακολούθησε η Ιαπωνία στο παρελθόν (χαμηλά επιτόκια για τη διατήρηση του νομίσματος της σε υποτιμημένα επίπεδα, με στόχο την αύξηση των εξαγωγών και αψηφώντας την εσωτερική «φούσκα» – εσφαλμένα όπως αποδείχθηκε από την καταβαράθρωση του χρηματιστηρίου της), και η Γερμανία (υψηλά επιτόκια, ισχυρό νόμισμα, εσωτερική υποτίμηση αργότερα, για την εκμετάλλευση της Ευρώπης).
Σε σχέση τώρα με τις υπόλοιπες χώρες, ίσως βοηθάει στην κατανόηση των συναλλαγματικών διαφορών, με κριτήριο την αγοραστική αξία (αν και θα έπρεπε να συνυπολογισθεί το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα, εάν επιθυμούσαμε να έχουμε μία αντιπροσωπευτικότερη εικόνα των μεγεθών/διαφορών), ο επόμενος Πίνακας (IV):
ΠΙΝΑΚΑΣ IV: Ονομαστικό και πραγματικό ΑΕΠ (purchasing power parity*), σε δις $ το 2007
* Πόσες μονάδες του εκάστοτε νομίσματος είναι απαραίτητες, για να αγοράσει κανείς το ίδιο «καλάθι εμπορευμάτων», το οποίο αγοράζει στις Η.Π.Α. στην τιμή του ενός δολαρίου.
** Διαίρεση ονομαστικού με πραγματικό – Πόσα δολάρια χρειάζονται ανά χώρα για το ίδιο καλάθι εμπορευμάτων.
Πηγή: IQ
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Από τον παραπάνω Πίνακα (IV) μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες «νομισματικές» διαφορές των χωρών που χρησιμοποιήσαμε για παράδειγμα, με γνώμονα την αγοραστική αξία του εκάστοτε ΑΕΠ, έτσι ώστε να έχουμε μία καλύτερη εικόνα.
Συνεχίζοντας στο θέμα του νομισματικού πολέμου, ο οποίος απειλεί σήμερα τον πλανήτη, θεωρούμε ότι βρισκόμαστε ιστορικά στο 1931 (εννέα έτη πριν από το 2ο παγκόσμιο πόλεμο), όπου τη θέση της τότε παγκόσμιας δύναμης σε «σπειροειδή καθοδική πορεία», της Μ. Βρετανίας δηλαδή, έχουν πάρει τώρα οι Η.Π.Α. – με πολύ μεγαλύτερα μεγέθη, ενώ οι ρυθμοί εξέλιξης σήμερα είναι κατά πολύ υψηλότεροι.
Οφείλουμε ίσως να σημειώσουμε «παρεμβατικά» το ότι, ενώ οι «λοιπές» μεγάλες κεντρικές τράπεζες (Κίνα, Ιαπωνία, Ελβετία κλπ) προσπαθούν να διατηρήσουν ανταγωνιστικά χαμηλές τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους, επεμβαίνοντας άμεσα στις αγορές συναλλάγματος, τόσο η Fed (αντίστοιχα η BoE), όσο και η ΕΚΤ, ακολουθούν διαφορετικές «τακτικές» (Quantitative Easing):
Η μεν πρώτη αγοράζει ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, προσφέροντας έναντι αυτών «φρεσκοτυπωμένα» χρήματα (παίρνει τα χρήματα από τη μία τσέπη και τα πηγαίνει στην άλλη, διπλασιάζοντας τα με «μαγικό» τρόπο), ενώ η ΕΚΤ χρηματοδοτεί τις ελλειμματικές οικονομίες της Ευρωζώνης, μέσω των εμπορικών τοπικών τραπεζών τους, με επιτόκιο της τάξης του 1% – τυπώνοντας ουσιαστικά επίσης «πληθωριστικά» χρήματα (άρθρο μας). Εδώ υπεισέρχεται η «Ελληνική παραδοξότητα» (η αλληλεγγύη του παγκόσμιου καρτέλ των τραπεζών ουσιαστικά) όπου, ενώ οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες έχουν ήδη δανεισθεί περί τα 90 δις € από την ΕΚΤ με επιτόκιο 1% και εγγύηση, μεταξύ άλλων, ομόλογα του δημοσίου, η Ελλάδα αδυνατεί να δανειστεί ανάλογα – «εξαναγκαζόμενη» να καταφύγει στο ΔΝΤ, για δάνειο 110 δις € σε τρία έτη, με επιτόκιο περίπου 6%.
Περαιτέρω στο θέμα του νομισματικού πολέμου, η Μεγάλη Ύφεση εκείνη την εποχή, η οποία ξέσπασε με την κρίση του 1929, οδήγησε πρώτη τη Μεγάλη Βρετανία να εγκαταλείψει, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1931, τον κανόνα του χρυσού – γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την υποτίμηση της λίρας, κατά σχεδόν 35%, σε σχέση με το δολάριο, μέσα σε ελάχιστους μήνες. Η βρετανική οικονομία κατάφερε τότε, με τη βοήθεια της υποτίμησης, να επανακάμψει (στηριζόμενη στο δόγμα «Beggar my neighbor» – στη «ληστεία του γείτονα») – εις βάρος φυσικά των υπολοίπων χωρών.
Ειδικότερα, η τεχνητή υποτίμηση ενός νομίσματος, είναι ένα από τα αρχικά μέτρα που επιλέγονται για τον «προστατευτισμό» μίας Οικονομίας – για την ανάπτυξη καλύτερα του εξαγωγικού της εμπορίου το οποίο, σε συνδυασμό με την εύλογη μείωση των εισαγωγών, έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πλεονασματικών ισοζυγίων. Για παράδειγμα, όταν μία χώρα αποφασίζει να υποτιμήσει το νόμισμα της, τα προϊόντα που παράγει γίνονται ουσιαστικά φθηνότερα, οπότε αυξάνονται οι εξαγωγές της στις χώρες εκείνες, οι οποίες διατηρούν σταθερή την ισοτιμία των νομισμάτων τους. Ταυτόχρονα, τα εισαγόμενα προϊόντα από τις ίδιες ξένες χώρες γίνονται ακριβότερα, οπότε οι καταναλωτές προτιμούν τα εγχώρια – μειώνοντας τις εισαγωγές. Επομένως, η οικονομία της χώρας που υποτιμάει το νόμισμα της ανακάμπτει (το ίδιο συμβαίνει και με την εσωτερική υποτίμηση, όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας – άρθρο μας), ενώ οι γειτονικές της αντιμετωπίζουν προβλήματα ανάπτυξης.
Επανερχόμενοι στο 1931, η ενέργεια της Μ. Βρετανίας, η «επιθετική» δηλαδή υποτίμηση του νομίσματος της, δεν έμεινε για πολύ καιρό «αναπάντητη», αφού δύο χρόνια αργότερα (1933) ακολούθησαν οι Η.Π.Α., «αποδεσμεύοντας» επίσης το δολάριο από τον κανόνα του χρυσού – γεγονός που οδήγησε στην υποτίμηση του, κατά 40%. Το «παράδειγμα» των δύο πρώτων ακλούθησαν αμέσως μετά όλες σχεδόν οι υπόλοιπες χώρες του επονομαζόμενου «μπλοκ του χρυσού» (25 χώρες συνολικά), με αποτέλεσμα να περιορισθεί ο όγκος του παγκοσμίου εμπορίου (στο 1 δις $, από 3 δις $ προηγουμένως), αφού κανένας δεν έχει τη δύναμη να κερδίσει έναν τέτοιου είδους νομισματικό πόλεμο.
Το πρόβλημα επιλύθηκε τελικά το 1944 (αφού προηγήθηκε ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος, ξανά από τη Γερμανία), όπου οι εκπρόσωποι 44 χωρών συμφώνησαν στο Bretton Woods ένα νέο νομισματικό σύστημα, το οποίο όφειλε να στηρίξει ένα «συμμετρικό» παγκόσμιο εμπόριο (σύνδεση του δολαρίου με το χρυσό, στην τιμή των 35 $ ανά ουγκιά, καθώς επίσης σύνδεση όλων των υπολοίπων νομισμάτων με το δολάριο). Δυστυχώς η συμφωνία αυτή διήρκεσε εκ μέρους των Η.Π.Α. μόλις μέχρι το 1971, όπου «αποσυνδέθηκε» το δολάριο από το χρυσό, σαν αποτέλεσμα του πολέμου στο Βιετνάμ, ο οποίος «απαιτούσε» περισσότερα «χάρτινα δολάρια» – δολάρια δηλαδή χωρίς αντίκρισμα σε χρυσό.
Ολοκληρώνοντας, κατά τη άποψη μας τόσο η κρίση, όσο και ο νομισματικός πόλεμος, θα ήταν από πολλά χρόνια τώρα γεγονός (το αργότερο τη δεκαετία του ’80), εάν δεν είχε μεσολαβήσει η άνοδος του νέο-φιλελευθερισμού, καθώς επίσης εάν δεν είχαν εφευρεθεί «ενδιάμεσα» τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα μαζικής καταστροφής (επίσης η Ευρωζώνη), τα οποία μας «επέτρεψαν» δυστυχώς να υπερχρεωθούμε σε βαθμό που θα ήταν αδιανόητος στο παρελθόν.
Η μεγάλη αυτή καθυστέρηση της καπιταλιστικής κρίσης ίσως αποδειχθεί τελικά μοιραία για τη δύση (ειδικά μετά την ατυχή διάσωση αυτών που την προκάλεσαν, των τραπεζών δηλαδή), αφού η ανάπτυξη θα επικεντρωθεί κυρίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες βγήκαν κερδισμένες από την ύφεση (το 2000 το ποσοστό του αμερικανικού ΑΕΠ αντιστοιχούσε στο 31% του παγκοσμίου ΑΕΠ, ενώ το 2009 είχε συρρικνωθεί στο 24%).
Κατ’ επακόλουθο, θα αναπτυχθούν παράλληλα εκείνες μόνο οι «δυτικές» χώρες, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να εξάγουν εκεί (δεν ανήκουν σε αυτές οι «αγγλοσαξονικές» οικονομίες, όπως για παράδειγμα οι Η.Π.Α., η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ισπανία), ενώ θα παρατηρηθεί δυσανάλογη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, καθώς επίσης αυξημένη ροή επενδυτικών κεφαλαίων στις αναπτυσσόμενες οικονομίες – εις βάρος των ανεπτυγμένων (ήδη η Βραζιλία αυξάνει τα συναλλαγματικά της αποθέματα, επειδή εισρέουν περισσότερα κεφάλαια, από αυτά που μπορεί να απορροφήσει η οικονομία της).
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ
Ο επόμενος κίνδυνος για την παγκόσμια ειρήνη είναι αναμφίβολα το ΔΝΤ (Παγκόσμια Τράπεζα), το οποίο έχει πλέον διαφοροποιηθεί από τη μορφή, πόσο μάλλον από το σκοπό, τον οποίο είχε κατά τη σύσταση του – από όργανο του Bretton Woods το 1944, σε «εργαλείο» της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α., μετά το 1971. Σήμερα, ο κεντρικός στόχος του είναι χωρίς καμία αμφιβολία η ανάληψη της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, για λογαριασμό του Καρτέλ (κυρίως του τραπεζικού).
Σε σχέση με κάποια μεγέθη του ΔΝΤ, είναι ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε ότι τα δάνεια, τα οποία είχε εγκρίνει το 2007, ήταν μόλις 2 δις $ – σήμερα, μετά το ξέσπασμα της κρίσης δηλαδή, τα εγκεκριμένα δάνεια είναι ύψους 195 δις $. Πριν από την κρίση, το ταμείο είχε στη διάθεση του μόλις 250 δις $, ενώ σήμερα έχει τη δυνατότητα να προσφέρει μέχρι 900 δις $. Απασχολεί πλέον 2.400 άτομα, με κεντρικά γραφεία στην Ουάσιγκτον και μικρά υποκαταστήματα των 3-4 ατόμων σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Οι μισθοί τους κυμαίνονται τώρα μεταξύ 40.000 $ (αρχικοί) και 400.000 $ (Strauss-Kahn) – ενώ είναι αφορολόγητοι για τους μη αμερικανούς. Παραδόξως δε, αμείβεται πλουσιοπάροχα για τις «υπηρεσίες» που προσφέρει στις χώρες που «εισβάλλει» (στην Ελλάδα θα κοστίσει εκατοντάδες εκ. €), επί πλέον των τόκων/δόσεων που εξασφαλίζει για την Παγκόσμια Τράπεζα και το Καρτέλ – μεταφορικά, είναι σαν να πληρώνουμε τον κλέφτη, για να κλέψει το σπίτι μας.
Περαιτέρω, έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν σε πολλές από τις «εισβολές» του ΔΝΤ – σε αναπτυσσόμενες κυρίως οικονομίες (Η άλωση της Βραζιλίας, Η χρεοκοπία της Αργεντινής κλπ). Εάν λοιπόν θελήσει κανείς να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί κάθε φορά, αρκεί να διαβάσει τα παραπάνω κείμενα. Εκτός αυτού, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, θα ήταν ίσως σωστό να σημειώσουμε το ότι, σύμφωνα με τη σημερινή πρόεδρο της Αργεντινής, η χώρα της οδηγήθηκε από το ΔΝΤ στη χρεοκοπία το 2002, με δημόσιο χρέος της τάξης του 260% του ΑΕΠ της (πηγή: Spiegel).
Επιθυμώντας τώρα να συμπληρώσουμε την εικόνα, θα αναφερθούμε σε έναν παλαιό «πελάτη» του ταμείου, ο οποίος πρόσφατα επέλεξε την εκδίωξη του: στην Ουγγαρία. Ο σημερινός ηγέτης της χώρας «έκλεισε αποφασιστικά την πόρτα» στο ΔΝΤ, ανακοινώνοντας έναν «πόλεμο οικονομικής απελευθέρωσης» της χώρας του – ενώ δήλωσε ταυτόχρονα «το τέλος της ζητιανιάς». Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ το ότι, ο πρωθυπουργός μας επισκέφθηκε πριν την υπογραφή του αποικιοκρατικού μνημονίου την Ουγγαρία, στα πλαίσια της ενημέρωσης του για τις μεθόδους του ΔΝΤ (!)
Συνεχίζοντας, η Ουγγαρία, μέλος του ΔΝΤ από το 1982 (πηγή: Spiegel), προσπάθησε αρκετά ενωρίς να «αναδιαρθρώσει» την οικονομία της, με τη βοήθεια του ταμείου. Έτσι, στο πρώτο έτος της εισόδου της, δανείσθηκε το ποσόν των 520 εκ. $, συμφωνώντας με το προαπαιτούμενο άνοιγμα των αγορών της. Οι δασμοί μειώθηκαν, οι επιδοτήσεις καταργήθηκαν, το νόμισμα της υποτιμήθηκε, «απελευθερώθηκαν» οι αγορές της, άνοιξαν τα κλειστά επαγγέλματα, καταπολεμήθηκε η (τοπική) διαφθορά κλπ – όλα σύμφωνα με τις επιθυμίες ή, καλύτερα, κάτω από τις διαταγές του ΔΝΤ.
Μέχρι το 1996 (14 χρόνια αργότερα), η χώρα λάμβανε συνεχώς νέα δάνεια – 365 εκ. $ τη μία φορά, 460 εκ. $ την άλλη και 1,6 δις $ το 1991. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών, η Ουγγαρία αναμορφώθηκε εντελώς, στα «πρότυπα» της ελεύθερης αγοράς: το τραπεζικό της σύστημα «αναδομήθηκε» (αλώθηκε από τις ξένες τράπεζες), η «κυβέρνηση» της επέτρεψε την είσοδο ξένων επενδυτών, καταργήθηκαν οι δασμοί και συρρικνώθηκε ο κρατικός μηχανισμός – ενώ τόσο οι τιμές, όσο και οι μισθοί αφέθηκαν ελεύθεροι. Μεταξύ των ετών 1989 και 1996 οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων μειώθηκαν κατά 22% – ενώ ήταν ευτυχισμένος αυτός που μπορούσε να βρει μία θέση εργασίας.
Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και το άνοιγμα των συνόρων, η βιομηχανική παραγωγή της Ουγγαρίας περιορίσθηκε τουλάχιστον κατά 35%, η ανεργία αυξήθηκε και ο πληθωρισμός έφτασε στο 30% - πάντοτε κάτω από τις οδηγίες και την επίβλεψη του ΔΝΤ. Απλούστερα οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, καθώς επίσης το συντριπτικό μέρος του πληθυσμού, εισέπρατταν κάθε χρόνο λιγότερα, έπρεπε να εργαστούν περισσότερα έτη για τη σύνταξη τους, η οποία ήταν χαμηλότερη από την αναμενόμενη, ενώ όταν έμεναν άνεργοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, το κράτος θεωρούσε ότι δεν ήταν «αρμόδιο», πόσο μάλλον υπεύθυνο για την κατάσταση τους.
Η είσοδος της Ουγγαρίας στην ΕΕ το 2004, απαίτησε καινούργιες αλλαγές, συμβιβασμούς και «ανακατατάξεις» από την οικονομία της. Η παγκόσμια κρίση αργότερα (2008), έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας – με αποτέλεσμα να χρηματοδοτηθεί από τους ΔΝΤ-Παγκόσμια Τράπεζα-ΕΕ, με το ποσόν των 25 δις $ (εκ των οποίων το ΔΝΤ συμμετείχε με 15,7 δις $). Το δάνειο αυτό ήταν φυσικά συνδεδεμένο με νέες, αποικιοκρατικές απαιτήσεις των εισβολέων: μείωση των συντάξεων, πάγωμα των μισθών κλπ – όλα ξανά από την αρχή.
Όποιος είχε ταξιδέψει στην αρχή της δεκαετίας του ’90 στην Ουγγαρία, είχε βιώσει μία χώρα σε πλήρη άνθηση – η Βουδαπέστη ήταν μία δραστήρια «παγκόσμια» πόλη, η οποία αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς. Επισκεπτόμενος ξανά τη χώρα 20 περίπου χρόνια αργότερα, αντικρίζει σκουπίδια και ερείπια. Η Βουδαπέστη είναι ξανά κουρασμένη, γκρίζα και απογοητευμένη – μία υπό κατασκευή χώρα, ένα άθλιο εργοτάξιο, στο οποίο η ζωή των περισσοτέρων, πονεμένων, φτωχών και εξαθλιωμένων ανθρώπων, κυρίως των νέων, έχει χάσει εντελώς το νόημα της.
Στην Ουγγαρία, το δήθεν καινούργιο ΔΝΤ του D.Strauss-Kahn (DSK για τους αμερικανούς), δεν φαίνεται να έχει ούτε στο ελάχιστο διαφοροποιηθεί από το παλαιό – αυτό που κατέστρεψε αρκετές χώρες στο παρελθόν. Παραμένει ψυχρό, υπολογιστικό, ανελαστικό, σχηματικό και απαθές. Ο νέος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας πήρε μία θαρραλέα απόφαση, διώχνοντας στην κυριολεξία τους εισβολείς από τη χώρα του. Προφανώς είχε τους λόγους του ενώ έκτοτε, όλως παραδόξως, το νόμισμα της Ουγγαρίας ισχυροποιείται διαρκώς.
Συνεχίζοντας, το ΔΝΤ, στην προσπάθεια του να καταλάβει γρήγορα την παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, εισέβαλλε επιθετικά, με τη βοήθεια της Γερμανίας, στην Ελλάδα (το σενάριο συνεργασίας Η.Π.Α.–Γερμανίας για την κατάκτηση της δυτικής ηγεμονίας υπό το Καρτέλ, με κυριότερο το τραπεζικό, δεν είναι εκτός πραγματικότητας) – για πρώτη φορά δηλαδή σε μία ανεπτυγμένη οικονομία, μέλος μάλιστα μίας εκ των τριών ισχυρότερων δυνάμεων του πλανήτη: της Ευρωζώνης.
Η ανάμιξη του αυτή στην Ελλάδα, εν μέσω μάλιστα ενός πρωτόγνωρου νομισματικού πολέμου, σε συνδυασμό με την άνευ προηγουμένου επέλαση της Κίνας, η οποία φαίνεται να έχει «αποσυνδεθεί» από την εξυπηρέτηση των σχεδίων του Καρτέλ, το υποχρεώνει να επιτύχει το πρόγραμμα του στη χώρα μας. Ειδικά βέβαια όταν εδώ κάνει το «ντεμπούτο» του, δοκιμάζοντας ταυτόχρονα, για πρώτη φορά. την «αποκρατικοποίηση της εξουσίας» – έτσι ώστε να αποφύγει την οδυνηρή εκδίωξη του από την Πολιτική, κατά το «δεδικασμένο» της Ουγγαρίας.
Επομένως, εάν δεν θέλει να χάσει τη «μάχη της Ευρώπης» και να επιστρέψει «ηττημένο» στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, στις οποίες όμως δεν έχει πλέον καμία πιθανότητα επιτυχίας θα πρέπει, πάση θυσία, αφενός μεν να αναγκάσει την Ελλάδα να υποταχθεί πλήρως στις οδηγίες του, αφετέρου δε να επιτύχει το πρόγραμμα εξυγίανσης της Ελληνικής Οικονομίας – εις βάρος φυσικά των Ελλήνων, από τους οποίους επιχειρεί να αποσπάσει μεγάλο μέρος της ιδιωτικής περιουσίας τους, μέσω των φόρων, μετατρέποντας παράλληλα τους εργαζομένους σε φθηνά, πειθήνια όργανα των μεγάλων πολυεθνικών (οι οποίες προσπαθούν ταυτόχρονα να πάρουν ότι μπορούν – λεηλατώντας τη δύση και επενδύοντας στην ανατολή).
Πως είναι δυνατόν όμως να τα καταφέρει το ΔΝΤ, όταν το κόστος της ελληνικής κρίσης υπολογίζεται στο 40% του ΑΕΠ (μέσος όρος, σύμφωνα με τη μελέτη παρελθόντων κρίσεων των Reinhart-Rogoff), δηλαδή περίπου στα 100 δις €; Εάν απλά αποδεχθούμε ότι τα πρώτα 35 δις € του κόστους «πληρώθηκαν» το 2009, απομένουν ακόμη 75 δις €, έναντι δημοσίου χρέους 340 δις €. Επομένως, το δημόσιο χρέος μας θα φτάσει σύντομα στα 415 δις € το ελάχιστο (συν τα χρέη των δημοσίων επιχειρήσεων) – γεγονός που σημαίνει ότι θα πλησιάσει το 200% του ΑΕΠ. Είναι δυνατόν λοιπόν, κάτω από αυτές τις συνθήκες και με τα εντελώς εσφαλμένα, «υφεσιακά μέτρα» που εφαρμόζει το ΔΝΤ, να αποφύγουμε τη στάση πληρωμών; Είναι επίσης δυνατόν να μην το γνωρίζει το ΔΝΤ και η ΕΕ;
Σύμφωνα με τον Πίνακα V που ακολουθεί προφανώς όχι, εάν δεν μεσολαβήσει μία σημαντική διαγραφή δημοσίων χρεών, σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση των υπολοίπων (επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, με χαμηλά επιτόκια). Εάν όμως πράγματι συμβεί κάτι τέτοιο, προς τι οι θυσίες που απαιτούνται από εκείνους τους Πολίτες, οι οποίοι δεν συμμετείχαν καθόλου στη «σπατάλη» της δημόσιας περιουσίας;
ΠΙΝΑΚΑΣ V: ΑΕΠ, ύφεση, έλλειμμα και δημόσιο χρέος σε εκ. €
Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών – Προσχέδιο προϋπολογισμού 2011
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
* Πρόβλεψη υπουργείου οικονομικών
** Έλλειμμα με την εφαρμογή του προγράμματος, σύμφωνα με το υπουργείο – ΑΕΠ όχι από τους πίνακες, αλλά από την αφαίρεση της προβλεπόμενης από το υπουργείο ύφεσης
*** 2009, 2010 και 2011 σύμφωνα με το υπουργείο – 2012, 2013 και 2014 με πρόσθεση ελλειμμάτων
Σημείωση: Δεν υπολογίζουμε την επί πλέον επιδείνωση του ελλείμματος από τα δημόσια ιδρύματα, όπως ανακοινώθηκε.
Τα συνολικά ελλείμματα της Ελλάδας για την περίοδο 2010-2014 (Πίνακας V), θα διαμορφωθούν (αισιόδοξα) στα 67,252 δις €, τα οποία πρέπει επίσης να χρηματοδοτηθούν. Όμως, ακόμη και αν δεχθούμε ότι θα βρεθούν πρόθυμοι δανειστές, κάτι για το οποίο αμφιβάλλουμε, η εξόφληση των 110 δις € το 2014 είναι εκτός κάθε πραγματικότητας. Απλούστερα, το 2014 η Ελλάδα θα χρειαζόταν 110 δις € (ΔΝΤ-ΕΕ δάνειο), συν 31,6 δις € (ληξιπρόθεσμα ομόλογα δημοσίου), συν 67,25 δις € (ελλείμματα): συνολικά λοιπόν 208,85 δις € ή το 89% του ετησίου ΑΕΠ της – κάτι που προφανώς ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια της φαντασίας.
Ολοκληρώνοντας, για όλους τους παραπάνω λόγους είναι αδύνατον να επιτύχει η Ελλάδα, χωρίς να χρησιμοποιήσει άλλους «βοηθητικούς τρόπους» – όπως αυτοί που έχουμε αναφέρει εδώ, αλλά και στο άρθρο μας «Η έξοδος από την κρίση». Κατ’ επέκταση, δεν θα έχει αποτέλεσμα το πρόγραμμα του ΔΝΤ, χωρίς τη χρήση κρυφών «βοηθημάτων» (κρυφά για να μη γίνουν αντιληπτά/απαιτητά από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, στις οποίες σχεδιάζει να «εισβάλλει» – Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία κλπ) – ενδεχομένως με αντάλλαγμα την περιουσία του Ελληνικού δημοσίου, έναντι εξευτελιστικών τιμών.
Επομένως το ΔΝΤ, μη έχοντας την επιλογή να αποτύχει, θα βοηθήσει όπως μπορεί την Ελλάδα – ένα μοναδικό διαπραγματευτικό «χαρτί» για τη χώρα μας το οποίο, με τη βοήθεια των Πολιτών της, μπορεί να αποδειχθεί ασυναγώνιστο στα χέρια ακόμη και της πλέον ανεπαρκούς κυβέρνησης (αρκεί βέβαια να μην υποταχθεί στις εντολές του Καρτέλ, επιβαρύνοντας προδοτικά τη χώρα της).
Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ, Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Ένας επόμενος κίνδυνος για την παγκόσμια ειρήνη είναι αναμφίβολα η Γερμανία - εάν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα και σωστά τόσο η Ελληνική κρίση, όσο και η κρίση της Ευρωζώνης. Ξεκινώντας την ανάλυση μας από την Ελλάδα, η οποία έχει τοποθετηθεί από αρκετό χρονικό διάστημα τώρα στο στόχαστρο της Γερμανίας (άρθρο μας), υπάρχουν αρκετοί οι οποίοι υποστηρίζουν το ότι, απαιτείται η έξοδος μας από την Ευρωζώνη – έτσι ώστε να αναπτυχθεί επιτέλους η οικονομία μας, με την ταυτόχρονη αύξηση της ανταγωνιστικότητας μας (υποτίμηση του νομίσματος κλπ).
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, αφού έχουμε αναφερθεί στα γενικότερα προβλήματα της εξόδου μίας χώρας από την Ευρωζώνη (άρθρο μας), έχουμε την άποψη ότι, θα ήταν σίγουρα σωστό να μην είχαμε εισέλθει στο χώρο του Ευρώ, αφού ήταν (και είναι) εκ των πραγμάτων αδύνατον να ανταγωνιστούν οι δικές μας επιχειρήσεις, αυτές των ανεπτυγμένων χωρών του ευρωπαϊκού Βορά – πόσο μάλλον όταν, ενώ εμείς «χρησιμοποιούσαμε» τη συμμετοχή μας ανόητα για την αύξηση του δανεισμού μας, η Γερμανία λειτουργούσε ύπουλα και επιθετικά, υποτιμώντας εσωτερικά το κοινό νόμισμα. Εν τούτοις, είναι πλέον αδύνατον να εξέλθουμε, τουλάχιστον για τους εξής λόγους:
(α) Το δημόσιο χρέος μας είναι (και θα παρέμενε βέβαια) σε Ευρώ. Επομένως, μία επαναφορά του εθνικού μας νομίσματος (δραχμή), το οποίο θα έπρεπε να υποτιμηθεί τουλάχιστον κατά 20% (η διαφορά μας με το γερμανικό ευρώ είναι της τάξης του 35%), θα είχε σαν αποτέλεσμα μία ανάλογη αύξηση του χρέους μας. Το δημόσιο χρέος μας τώρα, ύψους 340 δις € (2010), θα εκτοξευόταν «αυτόματα» στα 408 δις € (20%), ενώ θα επιβαρυνόταν επί πλέον από το κόστος της κρίσης (40%), έτσι όπως το αναλύσαμε παραπάνω (θα ξεπερνούσε τα 500 δις €).
(β) Το επιτόκιο του χρέους μας θα αυξανόταν πολύ περισσότερο από το ύψος των σημερινών spreads – αν και θα ήταν μάλλον απίθανη η συνέχιση του δανεισμού μας από τις «αγορές», ανεξαρτήτως επιτοκίων, αφού το δημόσιο χρέος μας θα υπερέβαινε κατά πολύ το 200% του ΑΕΠ μας.
(γ) Τα αποτελέσματα της τραπεζικής κρίσης, καθώς επίσης του υπερπληθωρισμού που θα ακολουθούσαν την επαναφορά της δραχμής (οι τράπεζες οφείλουν επίσης σε ευρώ), θα ήταν κατά πολύ χειρότερα από αυτά της Αργεντινής – οπότε θα ήταν αδύνατον να ανταπεξέλθει η Οικονομία μας.
(δ) Για να είναι βιώσιμη η Ελλάδα εκτός της ζώνης του ευρώ, θα έπρεπε το δημόσιο χρέος της να μην υπερβαίνει το 50% του ΑΕΠ της – άρα τα 120 δις €. Επομένως, μαζί με την επαναφορά της δραχμής, θα έπρεπε να βρεθεί τρόπος διαγραφής χρεών, ύψους τουλάχιστον 300 δις € – όλων όσων οφείλουμε δηλαδή σήμερα στο εξωτερικό. Τουλάχιστον όμως με τα σημερινά δεδομένα και με την παρούσα κυβέρνηση, δεν φαίνεται να «προγραμματίζεται» κάτι τέτοιο.
Περαιτέρω, το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρωζώνης σήμερα δεν είναι η Ελλάδα – αφού πολλές άλλες χώρες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν με τις σημερινές συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν εντός της, καθώς επίσης με το ισχυρό Ευρώ. Εκτός από τις Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία κλπ, ακόμη και η Ιταλία ή η Γαλλία δεν θα μπορέσουν μεσοπρόθεσμα να ανταπεξέλθουν – αφού εκλείπουν παντελώς οι αναπτυξιακές προϋποθέσεις στις οικονομίες τους, δεν εξάγουν στις αναπτυσσόμενες αγορές, ενώ είναι αδύνατον να ανταγωνιστούν τη Γερμανία.
Το σημαντικότερο μειονέκτημα, ο «θανατηφόρος ιός» καλύτερα στα «σπλάχνα» της Ευρωζώνης, είναι ασφαλώς η Γερμανία, η οποία αναπτύχθηκε εις βάρος όλων των υπολοίπων «εταίρων» της – αφού στήριξε την ανάπτυξη της στην «ύπουλη» υποτίμηση του νομίσματος της (εσωτερική). Η ενδεχόμενη έξοδος λοιπόν της Γερμανίας από την Ευρωζώνη θα ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί, για όλες σχεδόν τις υπόλοιπες χώρες – εφόσον έτσι θα μπορούσαν να συμβιώσουν ανεμπόδιστα, διατηρώντας ανταγωνιστικά χαμηλό το Ευρώ και «πληθωρίζοντας» προσεκτικά τις οικονομίες τους (άρθρο μας), με στόχο να μειωθούν «τεχνητά» τα δημόσια/ιδιωτικά χρέη τους. Είναι όμως αλήθεια «βιώσιμο» κάτι τέτοιο για τη μεγάλη αυτή χώρα;
Η απάντηση είναι αρνητική, παρά το ότι η Γερμανία θα μπορούσε εύκολα να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, ο οποίος θα ακολουθούσε την έξοδο της. Οι εξαγωγείς της χώρας, σε πλήρη αντίθεση με την Ελλάδα, θα ερχόταν αντιμέτωποι με αυξήσεις των τιμών των προϊόντων τους (ανατίμηση του Μάρκου απέναντι στο Ευρώ) της τάξης των 30-50% (ανάλογες με την εσωτερική υποτίμηση του γερμανικού ευρώ), οπότε πολύ γρήγορα θα περιοριζόταν οι πωλήσεις τους – οδηγώντας τη Γερμανία σε μία τεράστια ύφεση, με την οποία δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει η Οικονομία της. Ας μην ξεχνάμε ότι, η εσωτερική κατανάλωση της χώρας είναι δυσανάλογη, σε σχέση με τις εξαγωγές της – επομένως, είναι αδύνατον να στηρίξει την οικονομία της.
Συμπερασματικά λοιπόν, η Γερμανία έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από την παραμονή της στο χώρο του Ευρώ, σε σχέση με την Ελλάδα. Αφού είναι όμως «ουτοπική» τόσο η έξοδος της Ελλάδας, όσο και αυτή της Γερμανίας, τι άλλο απομένει για να μην καταστραφεί «άτακτα» το σύνολο των κρατών της Ευρωζώνης; Προφανώς η δημοσιονομική της ένωση, έτσι όπως την έχουμε αναλύσει στο παρελθόν (άρθρο μας). Εκτός αυτού, απαιτείται προκαταβολικά η διαγραφή μέρους των δημοσίων χρεών εκείνων των κρατών (των ιδιωτών επίσης), τα οποία είναι αδύνατον να ανταπεξέλθουν διαφορετικά.
Αυτό που συμβαίνει όμως σήμερα, οι «ανόητες» ευρώ-συζητήσεις δηλαδή για επιβολή «προστίμων» ύψους 0,5% επί του ΑΕΠ εκείνων των χωρών, οι οποίες δεν επιτυγχάνουν τους στόχους τους, είναι τουλάχιστον ακατανόητο – αφού έτσι πιέζονται ακόμη περισσότερο οι ελλειμματικές Οικονομίες, οδηγούμενες ακόμη πιο γρήγορα στην χρεοκοπία.
Τέλος, ένα νόμισμα χωρίς δημοσιονομική ένωση είναι αδύνατον να διατηρηθεί – κάτι που ανέδειξε «πανηγυρικά» η Ελληνική κρίση. Η Ελβετία λειτουργεί πολύ σωστά, παρά την «ετερογενή» δομή της (καντόνια) – επίσης οι Η.Π.Α., όπου συμβιώνουν Πολιτείες όπως το Μισισιπή (με χαρακτηριστικά μίας χώρας του τρίτου κόσμου), με άλλες όπως η Μασαχουσέτη – μία από τις πλουσιότερες περιοχές του πλανήτη. Απλούστατα, δεν «εκδιώκεται» και δεν «τιμωρείται» το Μισισιπή, αλλά μεταφέρονται πόροι από τη Μασαχουσέτη στο Μισισιπή – κάτι που θα έπρεπε να συμβαίνει και στην Ευρώπη.
Χωρίς κοινή ευρωπαϊκή «πολιτική» λοιπόν (δημοσιονομική, θεσμική, ασφαλιστική κλπ), είναι αδύνατον να επιβιώσει η Ευρωζώνη. Πόσο μάλλον όταν στη Γερμανία η συντάξιμη ηλικία αποφασίστηκε στα 67, όταν στη Γαλλία απεργούν για την καθιέρωση της σύνταξης στα 62 – ενώ στην Ελλάδα συμβαίνει πολύ συχνά να συνταξιοδοτείται κάποιος στα 55.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη ευκαιρία που της παρουσιάστηκε ποτέ, για τη ριζική επίλυση όλων των (χρόνιων) προβλημάτων της – πόσο μάλλον όταν απαιτείται μία ελάχιστα επαρκής κυβέρνηση, μία απλά «πατριωτική», θαρραλέα και αποφασιστική ηγεσία δηλαδή, χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες, για να την εκμεταλλευθεί στο έπακρο.
Έχει ισχυρότατους εχθρούς (Γερμανία, ΔΝΤ-Καρτέλ), οι οποίοι όμως την έχουν απόλυτη ανάγκη για τις δικές τους σκοπιμότητες. Έχει ταυτόχρονα πάρα πολλούς «φίλους» στο εσωτερικό της Ευρώπης, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα επιβίωσης από την ίδια (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία κλπ) – κυρίως λόγω των τεραστίων χρεών του ιδιωτικού τομέα τους, καθώς επίσης ένεκα της σοβαρότατης γερμανικής απειλής. Παράλληλα, διαθέτει εξαιρετικά ανερχόμενους «συμμάχους» (Κίνα, Ρωσία), οι οποίοι την έχουν επίσης μεγάλη ανάγκη, εάν δεν θέλουν να χάσουν τη μάχη της Ευρώπης.
Η χώρα μας δεν έχει ανάγκη από χρήματα – αντίθετα, πρέπει να πάψει αμέσως να δανείζεται από τους εχθρούς της (Γερμανία, ΔΝΤ), ζητώντας ταυτόχρονα από τους «φίλους» και συμμάχους της να ανοίξουν τις αγορές τους στα κύρια προϊόντα της (τουρισμός, πολιτισμός, γεωργία και ναυτιλία). Παράλληλα, οφείλει να απαιτήσει πλέον μία «γενναία» (40-50%) διαγραφή των δημοσίων χρεών της (default), αφού το μεγαλύτερο μέρος τους έχει ήδη αποσβεσθεί από τους οφειλέτες της (υπάρχουν φυσικά και άλλες επιλογές, τις οποίες έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα κείμενα μας).
Ας μην ξεχνάμε πως οι σημερινοί ιδιοκτήτες των ελληνικών ομολόγων τα έχουν αποκτήσει με έκπτωση/discount έως και 30% – οπότε έχουν ήδη χάσει οι προηγούμενοι διαχρονικά ανάλογα ποσά, ενώ οι καινούργιοι απλά κερδοσκοπούν, αναλαμβάνοντας (και ασφαλίζοντας) το ρίσκο της «διαγραφής». Συμπληρωματικά οφείλουμε να τονίσουμε εδώ το ότι, οι αγοραστές ομολόγων, όπως επίσης αυτοί των λοιπών χρηματοπιστωτικών προϊόντων (μετοχές κλπ), επενδύουν με στόχο το κέρδος - αποδεχόμενοι φυσικά το ρίσκο. Θα ήταν λοιπόν εντελώς άδικο να εξαθλιωθεί ένας ολόκληρος λαός και να καταστραφεί η ΕΕ, για χάρη κάποιων ελάχιστων κερδοσκόπων.
Στη συνέχεια, η Ελλάδα οφείλει να επαναδιαπραγματευθεί τη χρονική διάρκεια σταθερής αποπληρωμής των υπολοίπων χρεών της (τοκοχρεολύσια για 30-40 έτη), με επιτόκιο που δεν θα υπερβαίνει το 1% – ενδεχομένως με κυμαινόμενο, το οποίο θα είναι ανάλογο του ρυθμού ανάπτυξης της. Στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν επιτύχει μία τέτοια εύλογη συμφωνία, οφείλει να εθνικοποιήσει το εναπομένων χρέος, με την έκδοση εθνικών ομολόγων (είτε υποχρεωτικών, δια μέσου ακόμη και της δέσμευσης καταθέσεων, είτε προαιρετικών).
Παράλληλα, οφείλει να δημιουργήσει ένα σταθερό, απλό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων της (άνοιγμα και ιδίως κλείσιμο), έτσι ώστε να προέλθει η ανάπτυξη από τις μικρομεσαίες εταιρίες της, να μειώσει άμεσα τους υπέρογκους φόρους, να προσφέρει αναπτυξιακά κίνητρα στους Έλληνες (και όχι στους ξένους), να σταματήσει να υποτάσσεται στις διαταγές του Καρτέλ (διατήρηση των ζημιογόνων τραπεζών, άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, «άτακτη» απελευθέρωση των αγορών κλπ) και να εξορθολογήσει τη λειτουργία των κοινωφελών επιχειρήσεων της (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ).
Επίσης, να αυξήσει την παραγωγικότητα των εργαζομένων της, με κεντρικό στόχο την αύξηση των εξαγωγών (αντί να μειώνει «υφεσιακά» τους μισθούς, θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αυξήσει τις ώρες εργασίας), και να «αναδιαρθρώσει» αποτελεσματικά το δημόσιο τομέα της, κυρίως μέσω της σωστής στελέχωσης του με «επαρκείς» εργαζομένους – αλλά και της καθιέρωσης του διαφανούς (διαδίκτυο) διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, παράλληλα με τους ετήσιους Ισολογισμούς, τόσο του ίδιου του Κράτους, όσο και των δημοσίων/δημοτικών «αρχών».
Ολοκληρώνοντας, η μη εκμετάλλευση των τεράστιων πλεονεκτημάτων που μας προσέφερε γενναιόδωρα η σημερινή κρίση, θα ήταν ένα πραγματικό έγκλημα – αν όχι «ηχηρή» προδοσία, εις βάρος της πατρίδας μας. Σε κάθε περίπτωση, τα συμφέροντα μας (Ελλάδα), είναι εντελώς αντίθετα από τα συμφέροντα των «εχθρών» μας (Γερμανία, ΔΝΤ, Καρτέλ).
Εμάς μας ενδιαφέρει το δημόσιο χρέος, αφού μόνο εάν περιορισθεί δραστικά, με παράλληλη ελαχιστοποίηση των επιτοκίων, θα διατηρήσουμε την περιουσία μας, το βιοτικό μας επίπεδο, τις θέσεις εργασίας μας, τις επιχειρήσεις μας, την ποιότητα της ζωής μας και όλα τα παιδιά μας υγιή στην πατρίδα τους – αφού τότε μόνο θα αναπτυχθεί η οικονομία μας (όλα τα υπόλοιπα είναι «εκ του πονηρού»). Απλά και μόνο η ριζική μείωση των υπέρογκων τόκων (16 δις € προσεχώς), σε συνδυασμό με την ανάπτυξη, θα «εξαφανίσει» τα ελλείμματα.
Οι εχθροί μας ενδιαφέρονται για το έλλειμμα, αφού μόνο εάν περιορισθεί, θα εισπράττουν με ασφάλεια συνεχώς αυξανόμενους τόκους διατηρώντας μας στον «ορό», θα πουλούν πανάκριβα τα όπλα τους, θα εξάγουν με κέρδος τα προϊόντα τους και θα κατασκευάζουν υπερτιμημένα έργα στη χώρα μας, διαφθείροντας ως συνήθως τους πολιτικούς μας.
Φυσικά μας ενδιαφέρουν και εμάς τα ελλείμματα – πόσο μάλλον όταν οφείλονται στο «κομματικό» κράτος και όχι στο «κοινωνικό», το οποίο δυστυχώς καλείται να τα μηδενίσει (τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς). Υπάρχουν όμως αρκετές «ορθολογικές» λύσεις για την καταπολέμηση τους, επί πλέον της μείωσης των τόκων και της ανάπτυξης, όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν (άρθρο μας).
Εν τούτοις, εάν προηγουμένως δεν επιλυθεί ριζικά το πρόβλημα του χρέους (μηδενισμός), δεν πρόκειται να υπάρξει «ελεύθερο» μέλλον για τη χώρα μας. Μεταφορικά, είναι σαν να προσθέτει κανείς νερό σε έναν σκοτεινό «λάκκο» χωρίς πυθμένα, ή σαν να προσπαθεί να κάνει οικονομία στο ηλεκτρικό ρεύμα, όταν η τράπεζα απειλεί με πλειστηριασμό το υπερχρεωμένο σπίτι του. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους «εχθρούς» μας, τους οποίους δυστυχώς εμείς (το κομματικό κράτος) προκαλέσαμε/προσκαλέσαμε, θεωρώντας ότι οι αγνοί «λύκοι» θα λύσουν τα προβλήματα του διεφθαρμένου «κοπαδιού προβάτων».
Επομένως, μόνο εκείνη η κυβέρνηση, η οποία θα μπορέσει να μας υποσχεθεί ότι θα αγωνισθεί για το μηδενισμό του δημοσίου χρέους, καθώς επίσης για το άνοιγμα νέων αγορών για τα προϊόντα μας (Κίνα, Ρωσία κλπ), αξίζει την ψήφο μας – σε καμία περίπτωση αυτή που θα μας μιλάει για περιορισμό των ελλειμμάτων, με φόρους και θυσίες προς όφελος των δανειστών μας.
Βασίλης Βιλιάρδος
antidogma
Φιλε μου ο σημερινός εχθρός σου είναι η παραπληροφόρηση των μεγάλων καναλιών. Αν είδες κάτι που σε άγγιξε , κάτι που το θεωρείς σωστό, ΜΟΙΡΆΣΟΥ ΤΟ ΤΩΡΑ με ανθρώπους που πιστεύεις οτι θα το αξιολογήσουν και θα επωφεληθούν απο αυτό! Μην μένεις απαθής. Πρώτα θα νικήσουμε την ύπνωση και μετά ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ τα υπόλοιπα.
Στεναχωριέμαι όμως, που οι περισσότεροι ικανοποιούνται με απλοϊκές, λαϊκίστικες και εύκολες απαντήσεις, που αποδίδουν την ευθύνη σε συνήθεις αποδιοπομπαίους τράγους ή σε παράλογες συνωμοσιολογικές θεωρίες.
Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα στην εποχή μας και καταστρέφει τις οικονομίες του πλανήτη, είναι πιο περίπλοκο. Όμως, δεν είναι τόσο περίπλοκο που να μην μπορεί να γίνει κατανοητό από όλους μας, φτάνει να έχουμε την υπομονή να διαβάσουμε λίγο περισσότερο, να αναζητήσουμε αξιόπιστες πηγές και να συνδυάσουμε τα αναγκαία στοιχεία αναμεταξύ τους. Ευτυχώς, υπάρχουν διανοούμενοι, όπως ο Βασίλης Βιλιάρδος, που κάνουν ενδιαφέρουσες και εμβριθείς αναλύσεις, οι οποίες μπορούν να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει.
Αναδημοσιεύω εδώ, λοιπόν, με την άδεια του Βασίλη Βιλιάρδου, ένα εκπληκτικό άρθρο που αναλύει τι συμβαίνει στην παγκόσμια οικονομία και ποια είναι τα παιχνίδια που παίζονται γύρω μας. Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, σύμβουλος επιχειρήσεων & επενδύσεων, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
Η απειλή του 3ου παγκοσμίου πολέμου, οι συναλλαγματικές μάχες, ο ρόλος του διεθνούς νομισματικού ταμείου, η σχέση της Γερμανίας με την Ελλάδα και την Ευρωζώνη, καθώς επίσης η μοναδική, τεράστια ευκαιρία της χώρας μας.
Οι οικονομολόγοι είναι κατά κανόνα απαισιόδοξοι – καθώς επίσης πολύ συχνά «εκ των υστέρων προφήτες». Έτσι λοιπόν, αναφέρονται σήμερα στη συντέλεια του κόσμου, ενώ δεν κατάφεραν να προβλέψουν έγκαιρα την πρόσφατη «χρεοκοπία» του καπιταλισμού – παρά το ότι «επαναλαμβάνεται» σχεδόν κάθε σαράντα χρόνια (η παρούσα θα είχε συμβεί τη δεκαετία του ‘80 – καθυστέρησε «τεχνητά», για λόγους που θα αναφέρουμε στη συνέχεια). Επομένως, είναι δυνατόν να επιστρέψει ο κόσμος (η Ελλάδα επίσης) στην φυσιολογική του κατάσταση, παρά τις αντίθετες οικονομικές προβλέψεις – ενδεχομένως «ανθεκτικότερος» και πολύ πιο σύντομα, από ότι φανταζόμαστε.
Ανεξάρτητα όμως από αυτά, δεν μπορούμε παρά να «πιστοποιήσουμε» το ότι, η σημερινή κρίση ευρίσκεται ήδη στο τρίτο της στάδιο – ακολουθώντας σχεδόν «υποδειγματικά» τις προβλέψεις μας. Αφήνοντας πίσω της το πρώτο στάδιο, στο οποίο πρωταγωνίστησαν οι Η.Π.Α. (χρηματοπιστωτική κρίση – ολοκληρώθηκε με τη «ληστεία» της Ευρώπης και ειδικά της Γερμανίας). οδηγήθηκε στο δεύτερο – στη δημοσιονομική κρίση, με πρωταγωνιστή την Ελλάδα (Η κρίση των κρίσεων).
Στη συνέχεια, εισήλθε στο τρίτο στάδιο (παγίδα ρευστότητας, κρίση στην πραγματική αγορά – ας σημειωθεί εδώ ότι, το επόμενο έτος θα αναζητηθούν παγκοσμίως δάνεια ύψους άνω των 6 τρις $, για τα οποία θα ανταγωνιστούν μεταξύ τους κράτη και πολυεθνικές), το οποίο κορυφώθηκε (ειδικά μετά την απόβαση του ΔΝΤ μέσω της Ελλάδας στην Ευρώπη, καθώς επίσης με την αντίστοιχη της Κίνας), με τις νομισματικές μάχες – στην τεράστια έκταση που διαπιστώνεται σήμερα (επιθετική «χειραγώγηση» των συναλλαγματικών ισοτιμιών διεθνώς, εμπορικός προστατευτισμός κλπ).
Εάν τώρα η «αλυσιδωτή» αυτή πυρηνική αντίδραση δεν σταματήσει εγκαίρως, δεν εμποδιστεί καλύτερα από τις «υγιείς» δυνάμεις του πλανήτη, θα εξελιχθεί στο επόμενο στάδιο – στη διάλυση της ΕΕ, στους εμφυλίους πολέμους και στις κοινωνικές εξεγέρσεις. Περαιτέρω, θα ακολουθήσει προφανώς το 5ο κατά σειρά στάδιο (πολιτικές ανακατατάξεις), με αποτέλεσμα να καταλήξουμε αναπόφευκτα στο έκτο και τελευταίο – στο πιο επώδυνο στάδιο που μπορούμε να φαντασθούμε σήμερα: στο «γεωπολιτικό», όπως ευρύτερα αποκαλείται (ενδεχομένως σαν επακόλουθο του 3ου παγκοσμίου πολέμου, εφόσον βέβαια συνεχίσει να υπάρχει ο πλανήτης).
Εμείς, έχοντας την άποψη ότι, ευρισκόμαστε στο σημείο μηδέν (τόσο διεθνώς, όσο και στην Ελλάδα), σε εκείνη δηλαδή τη χρονική στιγμή που θα ξεκινήσει η τελική, αντίστροφη μέτρηση (είτε με κατεύθυνση την απόλυτη καταστροφή, είτε με την πλήρη εξυγίανση του συστήματος), θεωρούμε σκόπιμη την ανάλυση εκείνων των (εμφανών) κινδύνων, οι οποίοι οφείλουν να καταπολεμηθούν άμεσα. Ο κοινός παρανομαστής τους είναι αναμφίβολα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η παγκόσμια ανισορροπία – ενώ η Ελλάδα συνεχίζει να διαδραματίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, ευρισκόμενη «ποικιλοτρόπως» στο μάτι του κυκλώνα.
Ο ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
«Currency Reform for Fair Trade Act», λέγεται ο νόμος, ο οποίος ψηφίστηκε πρόσφατα (348 βουλευτές υπέρ, 79 κατά) από τις Η.Π.Α. – ένα «ρυθμιστικό εργαλείο», το οποίο επιτρέπει μελλοντικά στο υπουργείο εμπορίου, να επιβάλλει «ποινικούς δασμούς» στα εισαγόμενα προϊόντα συγκεκριμένων χωρών, χωρίς να είναι απαραίτητη η προηγούμενη έγκριση του αμερικανού προέδρου. Στο «στόχαστρο» του νέου νομοθετήματος ευρίσκονται εκείνες οι χώρες, οι οποίες (α) διατηρούν «θεμελιωδώς» υποτιμημένα τα νομίσματα τους, (β) εμφανίζουν πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και (γ) διαθέτουν πολύ υψηλά συναλλαγματικά αποθέματα. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, εξειδικεύει εκείνα τα κράτη (πλεονασματικά), από τα οποία επιθυμούν να «προστατευθούν» εμπορικά οι Η.Π.Α.:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Πλεονασματικές – Ελλειμματικές χώρες σε δις $ – Εκτιμήσεις 2009
Α/Α | Χώρα | Ισοζύγιο | Α/Α | Χώρα | Ισοζύγιο |
1 | Κίνα | 297,10 | 1 | Η.Π.Α. | -419,90 |
2 | Ιαπωνία | 140,60 | 2 | Ισπανία | -74,47 |
3 | Γερμανία | 135,10 | 3 | Ιταλία | -66,57 |
4 | Νορβηγία | 55,32 | 4 | Γαλλία | -56,13 |
5 | Ρωσία | 48,97 | 5 | Καναδάς | -36,13 |
6 | Ολλανδία | 42,72 | 6 | Ελλάδα | -34,30 |
7 | Νότια Κορέα | 42,67 | 7 | Μ. Βρετανία | -32,68 |
8 | Ταϊβάν | 42,57 | 8 | Ινδία | -31,54 |
9 | Ελβετία | 35,91 | 9 | Αυστραλία | -29,89 |
10 | Κουβέιτ | 32,01 | 10 | Βραζιλία | -24,30 |
11 | Μαλαισία | 30,46 | 11 | Πορτογαλία | -23,38 |
12 | Σουηδία | 29,50 | 12 | Ιράκ | -19,90 |
13 | Σαουδική Αραβία | 26,50 | 13 | Τουρκία | -13,96 |
14 | Σιγκαπούρη | 25,35 | 14 | Ν. Αφρική | -11.53 |
15 | Χονγκ Κονγκ | 18,40 | 15 | Μεξικό | -10.12 |
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Από τον Πίνακα Ι φαίνεται, μεταξύ άλλων, η παγκόσμια «ανισορροπία», την οποία έχουμε αναλύσει εν μέρει στο άρθρο μας «Ασύμμετρη Παγκοσμιοποίηση» – αναφερόμενοι τότε στο νομισματικό πόλεμο που μαίνεται παγκοσμίως. Η Ελλάδα, ευρισκόμενη στην 6η χειρότερη θέση κατάταξης, αν και αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με τις «αγγλοσαξονικές» χώρες όπως οι Η.Π.Α., η Ιταλία, η Γαλλία, ο Καναδάς, η Μ. Βρετανία και η Ισπανία, έχει κατά πολύ καλύτερες προϋποθέσεις (μέτριο ιδιωτικό χρέος, χαμηλότατες εξαγωγές, οι οποίες μπορούν να αναπτυχθούν με γεωμετρική πρόοδο, «εξαγωγικό εισόδημα» από τον τουρισμό, τη μεγαλύτερη εμπορική ναυτιλία του κόσμου). Ο επόμενος Πίνακας (ΙΙ), εξειδικεύει καλύτερα το αμερικανικό «αδιέξοδο» – αλλά και το ευρωπαϊκό, σε σχέση με την Κίνα:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Εξωτερικό εμπόριο σε δις $ το 2009
Χώρα | Εισαγωγές από Κίνα | Εξαγωγές προς Κίνα | Ισοζύγιο |
Η.Π.Α. | 296,40 | 69,50 | -226,90 |
Ε.Ε. | 312,80 | 141,30 | -171,50 |
Χώρα | Εισαγωγές από ΕΕ | Εξαγωγές προς ΕΕ | Ισοζύγιο |
Η.Π.Α. | 285,60 | 222,50 | -63,10 |
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙ, η εξάρτηση των Η.Π.Α. από την Κίνα είναι πολλαπλή. Αφενός μεν είναι ελλειμματικό το ισοζύγιο εξωτερικού εμπορίου της, συντελώντας στην διατήρηση/κλιμάκωση της αποβιομηχανοποίησης της (ανάπτυξη εντάσεως ανεργίας – Jobless growth), αφετέρου δε η Κίνα είναι ο κύριος χρηματοδότης της αμερικανικής οικονομίας – αφού επενδύει μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, των ποσών δηλαδή που προέρχονται κυρίως από το εμπορικό της πλεόνασμα, σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου (περί τα 2 τρις $).
Η ΕΕ είναι επίσης σε δυσμενή θέση (έλλειμμα -171,5 δις $), αλλά καλύπτει ένα μέρος του αρνητικού ισοζυγίου της με την Κίνα, από το πλεόνασμα της στις Η.Π.Α. (+63,1 δις $), καθώς επίσης από τις εξαγωγές της σε άλλες χώρες. Ο επόμενος Πίνακας (ΙΙΙ), αναδεικνύει μία ακόμη πτυχή του προβλήματος:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Ονομαστικό και πραγματικό ΑΕΠ (purchasing power parity*), σε δις $ το 2009
Χώρα | Ονομαστικό ΑΕΠ | Πραγματικό ΑΕΠ | Δείκτης |
Η.Π.Α. | 14.256 | 14.256 | 1,00 |
ΕΕ | 16.447 | 14.794 | 0,97 |
Κίνα | 4.984 | 9.104 | 0,55 |
Πηγή: Spiegel
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως διαπιστώνουμε, παρά τις τεράστιες διαφορές των Η.Π.Α. και της ΕΕ με την Κίνα, όσον αφορά το «ονομαστικό» ΑΕΠ, σε σχέση με το πραγματικό, αυτό δηλαδή που διαμορφώνεται από την αγοραστική δύναμη των νομισμάτων, οι διαφορές δεν είναι τόσο μεγάλες. Εκτός αυτού, αν και το γουάν είναι υποτιμημένο κατά περίπου 40% σε σχέση με το δολάριο, μία ευθέως ανάλογη ανατίμηση του (40%), θα προσέφερε μόλις 1% στο ρυθμό ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας.
Η πρόσφατη, «ιδιοφυής» ενέργεια της κεντρικής τράπεζας της Κίνας (ελαφριά αύξηση των επιτοκίων), αποδεικνύει ότι ακολουθεί μία ενδιάμεση, «εξαγωγικά αναπτυξιακή» στρατηγική, σε σύγκριση με αυτήν που ακολούθησε η Ιαπωνία στο παρελθόν (χαμηλά επιτόκια για τη διατήρηση του νομίσματος της σε υποτιμημένα επίπεδα, με στόχο την αύξηση των εξαγωγών και αψηφώντας την εσωτερική «φούσκα» – εσφαλμένα όπως αποδείχθηκε από την καταβαράθρωση του χρηματιστηρίου της), και η Γερμανία (υψηλά επιτόκια, ισχυρό νόμισμα, εσωτερική υποτίμηση αργότερα, για την εκμετάλλευση της Ευρώπης).
Σε σχέση τώρα με τις υπόλοιπες χώρες, ίσως βοηθάει στην κατανόηση των συναλλαγματικών διαφορών, με κριτήριο την αγοραστική αξία (αν και θα έπρεπε να συνυπολογισθεί το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα, εάν επιθυμούσαμε να έχουμε μία αντιπροσωπευτικότερη εικόνα των μεγεθών/διαφορών), ο επόμενος Πίνακας (IV):
ΠΙΝΑΚΑΣ IV: Ονομαστικό και πραγματικό ΑΕΠ (purchasing power parity*), σε δις $ το 2007
Χώρα | Ονομαστικό ΑΕΠ | Πραγματικό ΑΕΠ* | Δείκτης** |
Ελλάδα | 237,90 | 326,40 | 0,72 |
Γερμανία | 3.024,00 | 2.833,00 | 1,11 |
Γαλλία | 2.244,00 | 2.067,00 | 1,08 |
Μ. Βρετανία | 2.472,00 | 2.147,00 | 1,15 |
Ιταλία | 1.862,00 | 1.800,00 | 1,03 |
Ισπανία | 1.153,00 | 1.362,00 | 0,85 |
Πορτογαλία | 184,20 | 232,00 | 0,79 |
Ολλανδία | 644,60 | 638,90 | 1,00 |
Ιαπωνία | 5.103,00 | 4.305,00 | 1,18 |
Ρωσία | 1.251,00 | 2.076,00 | 0,60 |
Τουρκία | 388,60 | 667,70 | 0,58 |
Βραζιλία | 1.269,00 | 1.838,00 | 0,69 |
Αργεντινή | 245,60 | 523,70 | 0,47 |
** Διαίρεση ονομαστικού με πραγματικό – Πόσα δολάρια χρειάζονται ανά χώρα για το ίδιο καλάθι εμπορευμάτων.
Πηγή: IQ
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Από τον παραπάνω Πίνακα (IV) μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες «νομισματικές» διαφορές των χωρών που χρησιμοποιήσαμε για παράδειγμα, με γνώμονα την αγοραστική αξία του εκάστοτε ΑΕΠ, έτσι ώστε να έχουμε μία καλύτερη εικόνα.
Συνεχίζοντας στο θέμα του νομισματικού πολέμου, ο οποίος απειλεί σήμερα τον πλανήτη, θεωρούμε ότι βρισκόμαστε ιστορικά στο 1931 (εννέα έτη πριν από το 2ο παγκόσμιο πόλεμο), όπου τη θέση της τότε παγκόσμιας δύναμης σε «σπειροειδή καθοδική πορεία», της Μ. Βρετανίας δηλαδή, έχουν πάρει τώρα οι Η.Π.Α. – με πολύ μεγαλύτερα μεγέθη, ενώ οι ρυθμοί εξέλιξης σήμερα είναι κατά πολύ υψηλότεροι.
Οφείλουμε ίσως να σημειώσουμε «παρεμβατικά» το ότι, ενώ οι «λοιπές» μεγάλες κεντρικές τράπεζες (Κίνα, Ιαπωνία, Ελβετία κλπ) προσπαθούν να διατηρήσουν ανταγωνιστικά χαμηλές τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους, επεμβαίνοντας άμεσα στις αγορές συναλλάγματος, τόσο η Fed (αντίστοιχα η BoE), όσο και η ΕΚΤ, ακολουθούν διαφορετικές «τακτικές» (Quantitative Easing):
Η μεν πρώτη αγοράζει ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, προσφέροντας έναντι αυτών «φρεσκοτυπωμένα» χρήματα (παίρνει τα χρήματα από τη μία τσέπη και τα πηγαίνει στην άλλη, διπλασιάζοντας τα με «μαγικό» τρόπο), ενώ η ΕΚΤ χρηματοδοτεί τις ελλειμματικές οικονομίες της Ευρωζώνης, μέσω των εμπορικών τοπικών τραπεζών τους, με επιτόκιο της τάξης του 1% – τυπώνοντας ουσιαστικά επίσης «πληθωριστικά» χρήματα (άρθρο μας). Εδώ υπεισέρχεται η «Ελληνική παραδοξότητα» (η αλληλεγγύη του παγκόσμιου καρτέλ των τραπεζών ουσιαστικά) όπου, ενώ οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες έχουν ήδη δανεισθεί περί τα 90 δις € από την ΕΚΤ με επιτόκιο 1% και εγγύηση, μεταξύ άλλων, ομόλογα του δημοσίου, η Ελλάδα αδυνατεί να δανειστεί ανάλογα – «εξαναγκαζόμενη» να καταφύγει στο ΔΝΤ, για δάνειο 110 δις € σε τρία έτη, με επιτόκιο περίπου 6%.
Περαιτέρω στο θέμα του νομισματικού πολέμου, η Μεγάλη Ύφεση εκείνη την εποχή, η οποία ξέσπασε με την κρίση του 1929, οδήγησε πρώτη τη Μεγάλη Βρετανία να εγκαταλείψει, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1931, τον κανόνα του χρυσού – γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την υποτίμηση της λίρας, κατά σχεδόν 35%, σε σχέση με το δολάριο, μέσα σε ελάχιστους μήνες. Η βρετανική οικονομία κατάφερε τότε, με τη βοήθεια της υποτίμησης, να επανακάμψει (στηριζόμενη στο δόγμα «Beggar my neighbor» – στη «ληστεία του γείτονα») – εις βάρος φυσικά των υπολοίπων χωρών.
Ειδικότερα, η τεχνητή υποτίμηση ενός νομίσματος, είναι ένα από τα αρχικά μέτρα που επιλέγονται για τον «προστατευτισμό» μίας Οικονομίας – για την ανάπτυξη καλύτερα του εξαγωγικού της εμπορίου το οποίο, σε συνδυασμό με την εύλογη μείωση των εισαγωγών, έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πλεονασματικών ισοζυγίων. Για παράδειγμα, όταν μία χώρα αποφασίζει να υποτιμήσει το νόμισμα της, τα προϊόντα που παράγει γίνονται ουσιαστικά φθηνότερα, οπότε αυξάνονται οι εξαγωγές της στις χώρες εκείνες, οι οποίες διατηρούν σταθερή την ισοτιμία των νομισμάτων τους. Ταυτόχρονα, τα εισαγόμενα προϊόντα από τις ίδιες ξένες χώρες γίνονται ακριβότερα, οπότε οι καταναλωτές προτιμούν τα εγχώρια – μειώνοντας τις εισαγωγές. Επομένως, η οικονομία της χώρας που υποτιμάει το νόμισμα της ανακάμπτει (το ίδιο συμβαίνει και με την εσωτερική υποτίμηση, όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας – άρθρο μας), ενώ οι γειτονικές της αντιμετωπίζουν προβλήματα ανάπτυξης.
Επανερχόμενοι στο 1931, η ενέργεια της Μ. Βρετανίας, η «επιθετική» δηλαδή υποτίμηση του νομίσματος της, δεν έμεινε για πολύ καιρό «αναπάντητη», αφού δύο χρόνια αργότερα (1933) ακολούθησαν οι Η.Π.Α., «αποδεσμεύοντας» επίσης το δολάριο από τον κανόνα του χρυσού – γεγονός που οδήγησε στην υποτίμηση του, κατά 40%. Το «παράδειγμα» των δύο πρώτων ακλούθησαν αμέσως μετά όλες σχεδόν οι υπόλοιπες χώρες του επονομαζόμενου «μπλοκ του χρυσού» (25 χώρες συνολικά), με αποτέλεσμα να περιορισθεί ο όγκος του παγκοσμίου εμπορίου (στο 1 δις $, από 3 δις $ προηγουμένως), αφού κανένας δεν έχει τη δύναμη να κερδίσει έναν τέτοιου είδους νομισματικό πόλεμο.
Το πρόβλημα επιλύθηκε τελικά το 1944 (αφού προηγήθηκε ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος, ξανά από τη Γερμανία), όπου οι εκπρόσωποι 44 χωρών συμφώνησαν στο Bretton Woods ένα νέο νομισματικό σύστημα, το οποίο όφειλε να στηρίξει ένα «συμμετρικό» παγκόσμιο εμπόριο (σύνδεση του δολαρίου με το χρυσό, στην τιμή των 35 $ ανά ουγκιά, καθώς επίσης σύνδεση όλων των υπολοίπων νομισμάτων με το δολάριο). Δυστυχώς η συμφωνία αυτή διήρκεσε εκ μέρους των Η.Π.Α. μόλις μέχρι το 1971, όπου «αποσυνδέθηκε» το δολάριο από το χρυσό, σαν αποτέλεσμα του πολέμου στο Βιετνάμ, ο οποίος «απαιτούσε» περισσότερα «χάρτινα δολάρια» – δολάρια δηλαδή χωρίς αντίκρισμα σε χρυσό.
Ολοκληρώνοντας, κατά τη άποψη μας τόσο η κρίση, όσο και ο νομισματικός πόλεμος, θα ήταν από πολλά χρόνια τώρα γεγονός (το αργότερο τη δεκαετία του ’80), εάν δεν είχε μεσολαβήσει η άνοδος του νέο-φιλελευθερισμού, καθώς επίσης εάν δεν είχαν εφευρεθεί «ενδιάμεσα» τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα μαζικής καταστροφής (επίσης η Ευρωζώνη), τα οποία μας «επέτρεψαν» δυστυχώς να υπερχρεωθούμε σε βαθμό που θα ήταν αδιανόητος στο παρελθόν.
Η μεγάλη αυτή καθυστέρηση της καπιταλιστικής κρίσης ίσως αποδειχθεί τελικά μοιραία για τη δύση (ειδικά μετά την ατυχή διάσωση αυτών που την προκάλεσαν, των τραπεζών δηλαδή), αφού η ανάπτυξη θα επικεντρωθεί κυρίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες βγήκαν κερδισμένες από την ύφεση (το 2000 το ποσοστό του αμερικανικού ΑΕΠ αντιστοιχούσε στο 31% του παγκοσμίου ΑΕΠ, ενώ το 2009 είχε συρρικνωθεί στο 24%).
Κατ’ επακόλουθο, θα αναπτυχθούν παράλληλα εκείνες μόνο οι «δυτικές» χώρες, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να εξάγουν εκεί (δεν ανήκουν σε αυτές οι «αγγλοσαξονικές» οικονομίες, όπως για παράδειγμα οι Η.Π.Α., η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ισπανία), ενώ θα παρατηρηθεί δυσανάλογη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, καθώς επίσης αυξημένη ροή επενδυτικών κεφαλαίων στις αναπτυσσόμενες οικονομίες – εις βάρος των ανεπτυγμένων (ήδη η Βραζιλία αυξάνει τα συναλλαγματικά της αποθέματα, επειδή εισρέουν περισσότερα κεφάλαια, από αυτά που μπορεί να απορροφήσει η οικονομία της).
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ
Ο επόμενος κίνδυνος για την παγκόσμια ειρήνη είναι αναμφίβολα το ΔΝΤ (Παγκόσμια Τράπεζα), το οποίο έχει πλέον διαφοροποιηθεί από τη μορφή, πόσο μάλλον από το σκοπό, τον οποίο είχε κατά τη σύσταση του – από όργανο του Bretton Woods το 1944, σε «εργαλείο» της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α., μετά το 1971. Σήμερα, ο κεντρικός στόχος του είναι χωρίς καμία αμφιβολία η ανάληψη της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, για λογαριασμό του Καρτέλ (κυρίως του τραπεζικού).
Σε σχέση με κάποια μεγέθη του ΔΝΤ, είναι ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε ότι τα δάνεια, τα οποία είχε εγκρίνει το 2007, ήταν μόλις 2 δις $ – σήμερα, μετά το ξέσπασμα της κρίσης δηλαδή, τα εγκεκριμένα δάνεια είναι ύψους 195 δις $. Πριν από την κρίση, το ταμείο είχε στη διάθεση του μόλις 250 δις $, ενώ σήμερα έχει τη δυνατότητα να προσφέρει μέχρι 900 δις $. Απασχολεί πλέον 2.400 άτομα, με κεντρικά γραφεία στην Ουάσιγκτον και μικρά υποκαταστήματα των 3-4 ατόμων σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Οι μισθοί τους κυμαίνονται τώρα μεταξύ 40.000 $ (αρχικοί) και 400.000 $ (Strauss-Kahn) – ενώ είναι αφορολόγητοι για τους μη αμερικανούς. Παραδόξως δε, αμείβεται πλουσιοπάροχα για τις «υπηρεσίες» που προσφέρει στις χώρες που «εισβάλλει» (στην Ελλάδα θα κοστίσει εκατοντάδες εκ. €), επί πλέον των τόκων/δόσεων που εξασφαλίζει για την Παγκόσμια Τράπεζα και το Καρτέλ – μεταφορικά, είναι σαν να πληρώνουμε τον κλέφτη, για να κλέψει το σπίτι μας.
Περαιτέρω, έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν σε πολλές από τις «εισβολές» του ΔΝΤ – σε αναπτυσσόμενες κυρίως οικονομίες (Η άλωση της Βραζιλίας, Η χρεοκοπία της Αργεντινής κλπ). Εάν λοιπόν θελήσει κανείς να καταλάβει τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί κάθε φορά, αρκεί να διαβάσει τα παραπάνω κείμενα. Εκτός αυτού, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, θα ήταν ίσως σωστό να σημειώσουμε το ότι, σύμφωνα με τη σημερινή πρόεδρο της Αργεντινής, η χώρα της οδηγήθηκε από το ΔΝΤ στη χρεοκοπία το 2002, με δημόσιο χρέος της τάξης του 260% του ΑΕΠ της (πηγή: Spiegel).
Επιθυμώντας τώρα να συμπληρώσουμε την εικόνα, θα αναφερθούμε σε έναν παλαιό «πελάτη» του ταμείου, ο οποίος πρόσφατα επέλεξε την εκδίωξη του: στην Ουγγαρία. Ο σημερινός ηγέτης της χώρας «έκλεισε αποφασιστικά την πόρτα» στο ΔΝΤ, ανακοινώνοντας έναν «πόλεμο οικονομικής απελευθέρωσης» της χώρας του – ενώ δήλωσε ταυτόχρονα «το τέλος της ζητιανιάς». Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ το ότι, ο πρωθυπουργός μας επισκέφθηκε πριν την υπογραφή του αποικιοκρατικού μνημονίου την Ουγγαρία, στα πλαίσια της ενημέρωσης του για τις μεθόδους του ΔΝΤ (!)
Συνεχίζοντας, η Ουγγαρία, μέλος του ΔΝΤ από το 1982 (πηγή: Spiegel), προσπάθησε αρκετά ενωρίς να «αναδιαρθρώσει» την οικονομία της, με τη βοήθεια του ταμείου. Έτσι, στο πρώτο έτος της εισόδου της, δανείσθηκε το ποσόν των 520 εκ. $, συμφωνώντας με το προαπαιτούμενο άνοιγμα των αγορών της. Οι δασμοί μειώθηκαν, οι επιδοτήσεις καταργήθηκαν, το νόμισμα της υποτιμήθηκε, «απελευθερώθηκαν» οι αγορές της, άνοιξαν τα κλειστά επαγγέλματα, καταπολεμήθηκε η (τοπική) διαφθορά κλπ – όλα σύμφωνα με τις επιθυμίες ή, καλύτερα, κάτω από τις διαταγές του ΔΝΤ.
Μέχρι το 1996 (14 χρόνια αργότερα), η χώρα λάμβανε συνεχώς νέα δάνεια – 365 εκ. $ τη μία φορά, 460 εκ. $ την άλλη και 1,6 δις $ το 1991. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών, η Ουγγαρία αναμορφώθηκε εντελώς, στα «πρότυπα» της ελεύθερης αγοράς: το τραπεζικό της σύστημα «αναδομήθηκε» (αλώθηκε από τις ξένες τράπεζες), η «κυβέρνηση» της επέτρεψε την είσοδο ξένων επενδυτών, καταργήθηκαν οι δασμοί και συρρικνώθηκε ο κρατικός μηχανισμός – ενώ τόσο οι τιμές, όσο και οι μισθοί αφέθηκαν ελεύθεροι. Μεταξύ των ετών 1989 και 1996 οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων μειώθηκαν κατά 22% – ενώ ήταν ευτυχισμένος αυτός που μπορούσε να βρει μία θέση εργασίας.
Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και το άνοιγμα των συνόρων, η βιομηχανική παραγωγή της Ουγγαρίας περιορίσθηκε τουλάχιστον κατά 35%, η ανεργία αυξήθηκε και ο πληθωρισμός έφτασε στο 30% - πάντοτε κάτω από τις οδηγίες και την επίβλεψη του ΔΝΤ. Απλούστερα οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, καθώς επίσης το συντριπτικό μέρος του πληθυσμού, εισέπρατταν κάθε χρόνο λιγότερα, έπρεπε να εργαστούν περισσότερα έτη για τη σύνταξη τους, η οποία ήταν χαμηλότερη από την αναμενόμενη, ενώ όταν έμεναν άνεργοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, το κράτος θεωρούσε ότι δεν ήταν «αρμόδιο», πόσο μάλλον υπεύθυνο για την κατάσταση τους.
Η είσοδος της Ουγγαρίας στην ΕΕ το 2004, απαίτησε καινούργιες αλλαγές, συμβιβασμούς και «ανακατατάξεις» από την οικονομία της. Η παγκόσμια κρίση αργότερα (2008), έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας – με αποτέλεσμα να χρηματοδοτηθεί από τους ΔΝΤ-Παγκόσμια Τράπεζα-ΕΕ, με το ποσόν των 25 δις $ (εκ των οποίων το ΔΝΤ συμμετείχε με 15,7 δις $). Το δάνειο αυτό ήταν φυσικά συνδεδεμένο με νέες, αποικιοκρατικές απαιτήσεις των εισβολέων: μείωση των συντάξεων, πάγωμα των μισθών κλπ – όλα ξανά από την αρχή.
Όποιος είχε ταξιδέψει στην αρχή της δεκαετίας του ’90 στην Ουγγαρία, είχε βιώσει μία χώρα σε πλήρη άνθηση – η Βουδαπέστη ήταν μία δραστήρια «παγκόσμια» πόλη, η οποία αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς. Επισκεπτόμενος ξανά τη χώρα 20 περίπου χρόνια αργότερα, αντικρίζει σκουπίδια και ερείπια. Η Βουδαπέστη είναι ξανά κουρασμένη, γκρίζα και απογοητευμένη – μία υπό κατασκευή χώρα, ένα άθλιο εργοτάξιο, στο οποίο η ζωή των περισσοτέρων, πονεμένων, φτωχών και εξαθλιωμένων ανθρώπων, κυρίως των νέων, έχει χάσει εντελώς το νόημα της.
Στην Ουγγαρία, το δήθεν καινούργιο ΔΝΤ του D.Strauss-Kahn (DSK για τους αμερικανούς), δεν φαίνεται να έχει ούτε στο ελάχιστο διαφοροποιηθεί από το παλαιό – αυτό που κατέστρεψε αρκετές χώρες στο παρελθόν. Παραμένει ψυχρό, υπολογιστικό, ανελαστικό, σχηματικό και απαθές. Ο νέος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας πήρε μία θαρραλέα απόφαση, διώχνοντας στην κυριολεξία τους εισβολείς από τη χώρα του. Προφανώς είχε τους λόγους του ενώ έκτοτε, όλως παραδόξως, το νόμισμα της Ουγγαρίας ισχυροποιείται διαρκώς.
Συνεχίζοντας, το ΔΝΤ, στην προσπάθεια του να καταλάβει γρήγορα την παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, εισέβαλλε επιθετικά, με τη βοήθεια της Γερμανίας, στην Ελλάδα (το σενάριο συνεργασίας Η.Π.Α.–Γερμανίας για την κατάκτηση της δυτικής ηγεμονίας υπό το Καρτέλ, με κυριότερο το τραπεζικό, δεν είναι εκτός πραγματικότητας) – για πρώτη φορά δηλαδή σε μία ανεπτυγμένη οικονομία, μέλος μάλιστα μίας εκ των τριών ισχυρότερων δυνάμεων του πλανήτη: της Ευρωζώνης.
Η ανάμιξη του αυτή στην Ελλάδα, εν μέσω μάλιστα ενός πρωτόγνωρου νομισματικού πολέμου, σε συνδυασμό με την άνευ προηγουμένου επέλαση της Κίνας, η οποία φαίνεται να έχει «αποσυνδεθεί» από την εξυπηρέτηση των σχεδίων του Καρτέλ, το υποχρεώνει να επιτύχει το πρόγραμμα του στη χώρα μας. Ειδικά βέβαια όταν εδώ κάνει το «ντεμπούτο» του, δοκιμάζοντας ταυτόχρονα, για πρώτη φορά. την «αποκρατικοποίηση της εξουσίας» – έτσι ώστε να αποφύγει την οδυνηρή εκδίωξη του από την Πολιτική, κατά το «δεδικασμένο» της Ουγγαρίας.
Επομένως, εάν δεν θέλει να χάσει τη «μάχη της Ευρώπης» και να επιστρέψει «ηττημένο» στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, στις οποίες όμως δεν έχει πλέον καμία πιθανότητα επιτυχίας θα πρέπει, πάση θυσία, αφενός μεν να αναγκάσει την Ελλάδα να υποταχθεί πλήρως στις οδηγίες του, αφετέρου δε να επιτύχει το πρόγραμμα εξυγίανσης της Ελληνικής Οικονομίας – εις βάρος φυσικά των Ελλήνων, από τους οποίους επιχειρεί να αποσπάσει μεγάλο μέρος της ιδιωτικής περιουσίας τους, μέσω των φόρων, μετατρέποντας παράλληλα τους εργαζομένους σε φθηνά, πειθήνια όργανα των μεγάλων πολυεθνικών (οι οποίες προσπαθούν ταυτόχρονα να πάρουν ότι μπορούν – λεηλατώντας τη δύση και επενδύοντας στην ανατολή).
Πως είναι δυνατόν όμως να τα καταφέρει το ΔΝΤ, όταν το κόστος της ελληνικής κρίσης υπολογίζεται στο 40% του ΑΕΠ (μέσος όρος, σύμφωνα με τη μελέτη παρελθόντων κρίσεων των Reinhart-Rogoff), δηλαδή περίπου στα 100 δις €; Εάν απλά αποδεχθούμε ότι τα πρώτα 35 δις € του κόστους «πληρώθηκαν» το 2009, απομένουν ακόμη 75 δις €, έναντι δημοσίου χρέους 340 δις €. Επομένως, το δημόσιο χρέος μας θα φτάσει σύντομα στα 415 δις € το ελάχιστο (συν τα χρέη των δημοσίων επιχειρήσεων) – γεγονός που σημαίνει ότι θα πλησιάσει το 200% του ΑΕΠ. Είναι δυνατόν λοιπόν, κάτω από αυτές τις συνθήκες και με τα εντελώς εσφαλμένα, «υφεσιακά μέτρα» που εφαρμόζει το ΔΝΤ, να αποφύγουμε τη στάση πληρωμών; Είναι επίσης δυνατόν να μην το γνωρίζει το ΔΝΤ και η ΕΕ;
Σύμφωνα με τον Πίνακα V που ακολουθεί προφανώς όχι, εάν δεν μεσολαβήσει μία σημαντική διαγραφή δημοσίων χρεών, σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση των υπολοίπων (επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, με χαμηλά επιτόκια). Εάν όμως πράγματι συμβεί κάτι τέτοιο, προς τι οι θυσίες που απαιτούνται από εκείνους τους Πολίτες, οι οποίοι δεν συμμετείχαν καθόλου στη «σπατάλη» της δημόσιας περιουσίας;
ΠΙΝΑΚΑΣ V: ΑΕΠ, ύφεση, έλλειμμα και δημόσιο χρέος σε εκ. €
Μεγέθη/έτη | 2009 | 2010 | 2011 | 2012 | 2013 | 2014 |
ΑΕΠ** | 237.494 | 227.994 | 222.066 | 224.508 | 229.223 | 234.037 |
Ύφεση %* | -4,0% | -2,6% | 1,1% | 2,1% | 2,1% | |
‘Έλλειμμα %** | -13,6% | -8,1% | -7,6% | -6,5% | -4,9% | -2,6% |
‘Έλλειμμα | 32.299 | 18.467 | 16.877 | 14.593 | 11.231 | 6.084 |
Δημ. Χρέος*** | 298.524 | 340.680 | 360.080 | 374.593 | 385.824 | 391.908 |
Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών – Προσχέδιο προϋπολογισμού 2011
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
* Πρόβλεψη υπουργείου οικονομικών
** Έλλειμμα με την εφαρμογή του προγράμματος, σύμφωνα με το υπουργείο – ΑΕΠ όχι από τους πίνακες, αλλά από την αφαίρεση της προβλεπόμενης από το υπουργείο ύφεσης
*** 2009, 2010 και 2011 σύμφωνα με το υπουργείο – 2012, 2013 και 2014 με πρόσθεση ελλειμμάτων
Σημείωση: Δεν υπολογίζουμε την επί πλέον επιδείνωση του ελλείμματος από τα δημόσια ιδρύματα, όπως ανακοινώθηκε.
Τα συνολικά ελλείμματα της Ελλάδας για την περίοδο 2010-2014 (Πίνακας V), θα διαμορφωθούν (αισιόδοξα) στα 67,252 δις €, τα οποία πρέπει επίσης να χρηματοδοτηθούν. Όμως, ακόμη και αν δεχθούμε ότι θα βρεθούν πρόθυμοι δανειστές, κάτι για το οποίο αμφιβάλλουμε, η εξόφληση των 110 δις € το 2014 είναι εκτός κάθε πραγματικότητας. Απλούστερα, το 2014 η Ελλάδα θα χρειαζόταν 110 δις € (ΔΝΤ-ΕΕ δάνειο), συν 31,6 δις € (ληξιπρόθεσμα ομόλογα δημοσίου), συν 67,25 δις € (ελλείμματα): συνολικά λοιπόν 208,85 δις € ή το 89% του ετησίου ΑΕΠ της – κάτι που προφανώς ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια της φαντασίας.
Ολοκληρώνοντας, για όλους τους παραπάνω λόγους είναι αδύνατον να επιτύχει η Ελλάδα, χωρίς να χρησιμοποιήσει άλλους «βοηθητικούς τρόπους» – όπως αυτοί που έχουμε αναφέρει εδώ, αλλά και στο άρθρο μας «Η έξοδος από την κρίση». Κατ’ επέκταση, δεν θα έχει αποτέλεσμα το πρόγραμμα του ΔΝΤ, χωρίς τη χρήση κρυφών «βοηθημάτων» (κρυφά για να μη γίνουν αντιληπτά/απαιτητά από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, στις οποίες σχεδιάζει να «εισβάλλει» – Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία κλπ) – ενδεχομένως με αντάλλαγμα την περιουσία του Ελληνικού δημοσίου, έναντι εξευτελιστικών τιμών.
Επομένως το ΔΝΤ, μη έχοντας την επιλογή να αποτύχει, θα βοηθήσει όπως μπορεί την Ελλάδα – ένα μοναδικό διαπραγματευτικό «χαρτί» για τη χώρα μας το οποίο, με τη βοήθεια των Πολιτών της, μπορεί να αποδειχθεί ασυναγώνιστο στα χέρια ακόμη και της πλέον ανεπαρκούς κυβέρνησης (αρκεί βέβαια να μην υποταχθεί στις εντολές του Καρτέλ, επιβαρύνοντας προδοτικά τη χώρα της).
Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ, Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Ένας επόμενος κίνδυνος για την παγκόσμια ειρήνη είναι αναμφίβολα η Γερμανία - εάν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα και σωστά τόσο η Ελληνική κρίση, όσο και η κρίση της Ευρωζώνης. Ξεκινώντας την ανάλυση μας από την Ελλάδα, η οποία έχει τοποθετηθεί από αρκετό χρονικό διάστημα τώρα στο στόχαστρο της Γερμανίας (άρθρο μας), υπάρχουν αρκετοί οι οποίοι υποστηρίζουν το ότι, απαιτείται η έξοδος μας από την Ευρωζώνη – έτσι ώστε να αναπτυχθεί επιτέλους η οικονομία μας, με την ταυτόχρονη αύξηση της ανταγωνιστικότητας μας (υποτίμηση του νομίσματος κλπ).
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, αφού έχουμε αναφερθεί στα γενικότερα προβλήματα της εξόδου μίας χώρας από την Ευρωζώνη (άρθρο μας), έχουμε την άποψη ότι, θα ήταν σίγουρα σωστό να μην είχαμε εισέλθει στο χώρο του Ευρώ, αφού ήταν (και είναι) εκ των πραγμάτων αδύνατον να ανταγωνιστούν οι δικές μας επιχειρήσεις, αυτές των ανεπτυγμένων χωρών του ευρωπαϊκού Βορά – πόσο μάλλον όταν, ενώ εμείς «χρησιμοποιούσαμε» τη συμμετοχή μας ανόητα για την αύξηση του δανεισμού μας, η Γερμανία λειτουργούσε ύπουλα και επιθετικά, υποτιμώντας εσωτερικά το κοινό νόμισμα. Εν τούτοις, είναι πλέον αδύνατον να εξέλθουμε, τουλάχιστον για τους εξής λόγους:
(α) Το δημόσιο χρέος μας είναι (και θα παρέμενε βέβαια) σε Ευρώ. Επομένως, μία επαναφορά του εθνικού μας νομίσματος (δραχμή), το οποίο θα έπρεπε να υποτιμηθεί τουλάχιστον κατά 20% (η διαφορά μας με το γερμανικό ευρώ είναι της τάξης του 35%), θα είχε σαν αποτέλεσμα μία ανάλογη αύξηση του χρέους μας. Το δημόσιο χρέος μας τώρα, ύψους 340 δις € (2010), θα εκτοξευόταν «αυτόματα» στα 408 δις € (20%), ενώ θα επιβαρυνόταν επί πλέον από το κόστος της κρίσης (40%), έτσι όπως το αναλύσαμε παραπάνω (θα ξεπερνούσε τα 500 δις €).
(β) Το επιτόκιο του χρέους μας θα αυξανόταν πολύ περισσότερο από το ύψος των σημερινών spreads – αν και θα ήταν μάλλον απίθανη η συνέχιση του δανεισμού μας από τις «αγορές», ανεξαρτήτως επιτοκίων, αφού το δημόσιο χρέος μας θα υπερέβαινε κατά πολύ το 200% του ΑΕΠ μας.
(γ) Τα αποτελέσματα της τραπεζικής κρίσης, καθώς επίσης του υπερπληθωρισμού που θα ακολουθούσαν την επαναφορά της δραχμής (οι τράπεζες οφείλουν επίσης σε ευρώ), θα ήταν κατά πολύ χειρότερα από αυτά της Αργεντινής – οπότε θα ήταν αδύνατον να ανταπεξέλθει η Οικονομία μας.
(δ) Για να είναι βιώσιμη η Ελλάδα εκτός της ζώνης του ευρώ, θα έπρεπε το δημόσιο χρέος της να μην υπερβαίνει το 50% του ΑΕΠ της – άρα τα 120 δις €. Επομένως, μαζί με την επαναφορά της δραχμής, θα έπρεπε να βρεθεί τρόπος διαγραφής χρεών, ύψους τουλάχιστον 300 δις € – όλων όσων οφείλουμε δηλαδή σήμερα στο εξωτερικό. Τουλάχιστον όμως με τα σημερινά δεδομένα και με την παρούσα κυβέρνηση, δεν φαίνεται να «προγραμματίζεται» κάτι τέτοιο.
Περαιτέρω, το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρωζώνης σήμερα δεν είναι η Ελλάδα – αφού πολλές άλλες χώρες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν με τις σημερινές συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν εντός της, καθώς επίσης με το ισχυρό Ευρώ. Εκτός από τις Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία κλπ, ακόμη και η Ιταλία ή η Γαλλία δεν θα μπορέσουν μεσοπρόθεσμα να ανταπεξέλθουν – αφού εκλείπουν παντελώς οι αναπτυξιακές προϋποθέσεις στις οικονομίες τους, δεν εξάγουν στις αναπτυσσόμενες αγορές, ενώ είναι αδύνατον να ανταγωνιστούν τη Γερμανία.
Το σημαντικότερο μειονέκτημα, ο «θανατηφόρος ιός» καλύτερα στα «σπλάχνα» της Ευρωζώνης, είναι ασφαλώς η Γερμανία, η οποία αναπτύχθηκε εις βάρος όλων των υπολοίπων «εταίρων» της – αφού στήριξε την ανάπτυξη της στην «ύπουλη» υποτίμηση του νομίσματος της (εσωτερική). Η ενδεχόμενη έξοδος λοιπόν της Γερμανίας από την Ευρωζώνη θα ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί, για όλες σχεδόν τις υπόλοιπες χώρες – εφόσον έτσι θα μπορούσαν να συμβιώσουν ανεμπόδιστα, διατηρώντας ανταγωνιστικά χαμηλό το Ευρώ και «πληθωρίζοντας» προσεκτικά τις οικονομίες τους (άρθρο μας), με στόχο να μειωθούν «τεχνητά» τα δημόσια/ιδιωτικά χρέη τους. Είναι όμως αλήθεια «βιώσιμο» κάτι τέτοιο για τη μεγάλη αυτή χώρα;
Η απάντηση είναι αρνητική, παρά το ότι η Γερμανία θα μπορούσε εύκολα να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, ο οποίος θα ακολουθούσε την έξοδο της. Οι εξαγωγείς της χώρας, σε πλήρη αντίθεση με την Ελλάδα, θα ερχόταν αντιμέτωποι με αυξήσεις των τιμών των προϊόντων τους (ανατίμηση του Μάρκου απέναντι στο Ευρώ) της τάξης των 30-50% (ανάλογες με την εσωτερική υποτίμηση του γερμανικού ευρώ), οπότε πολύ γρήγορα θα περιοριζόταν οι πωλήσεις τους – οδηγώντας τη Γερμανία σε μία τεράστια ύφεση, με την οποία δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει η Οικονομία της. Ας μην ξεχνάμε ότι, η εσωτερική κατανάλωση της χώρας είναι δυσανάλογη, σε σχέση με τις εξαγωγές της – επομένως, είναι αδύνατον να στηρίξει την οικονομία της.
Συμπερασματικά λοιπόν, η Γερμανία έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από την παραμονή της στο χώρο του Ευρώ, σε σχέση με την Ελλάδα. Αφού είναι όμως «ουτοπική» τόσο η έξοδος της Ελλάδας, όσο και αυτή της Γερμανίας, τι άλλο απομένει για να μην καταστραφεί «άτακτα» το σύνολο των κρατών της Ευρωζώνης; Προφανώς η δημοσιονομική της ένωση, έτσι όπως την έχουμε αναλύσει στο παρελθόν (άρθρο μας). Εκτός αυτού, απαιτείται προκαταβολικά η διαγραφή μέρους των δημοσίων χρεών εκείνων των κρατών (των ιδιωτών επίσης), τα οποία είναι αδύνατον να ανταπεξέλθουν διαφορετικά.
Αυτό που συμβαίνει όμως σήμερα, οι «ανόητες» ευρώ-συζητήσεις δηλαδή για επιβολή «προστίμων» ύψους 0,5% επί του ΑΕΠ εκείνων των χωρών, οι οποίες δεν επιτυγχάνουν τους στόχους τους, είναι τουλάχιστον ακατανόητο – αφού έτσι πιέζονται ακόμη περισσότερο οι ελλειμματικές Οικονομίες, οδηγούμενες ακόμη πιο γρήγορα στην χρεοκοπία.
Τέλος, ένα νόμισμα χωρίς δημοσιονομική ένωση είναι αδύνατον να διατηρηθεί – κάτι που ανέδειξε «πανηγυρικά» η Ελληνική κρίση. Η Ελβετία λειτουργεί πολύ σωστά, παρά την «ετερογενή» δομή της (καντόνια) – επίσης οι Η.Π.Α., όπου συμβιώνουν Πολιτείες όπως το Μισισιπή (με χαρακτηριστικά μίας χώρας του τρίτου κόσμου), με άλλες όπως η Μασαχουσέτη – μία από τις πλουσιότερες περιοχές του πλανήτη. Απλούστατα, δεν «εκδιώκεται» και δεν «τιμωρείται» το Μισισιπή, αλλά μεταφέρονται πόροι από τη Μασαχουσέτη στο Μισισιπή – κάτι που θα έπρεπε να συμβαίνει και στην Ευρώπη.
Χωρίς κοινή ευρωπαϊκή «πολιτική» λοιπόν (δημοσιονομική, θεσμική, ασφαλιστική κλπ), είναι αδύνατον να επιβιώσει η Ευρωζώνη. Πόσο μάλλον όταν στη Γερμανία η συντάξιμη ηλικία αποφασίστηκε στα 67, όταν στη Γαλλία απεργούν για την καθιέρωση της σύνταξης στα 62 – ενώ στην Ελλάδα συμβαίνει πολύ συχνά να συνταξιοδοτείται κάποιος στα 55.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη ευκαιρία που της παρουσιάστηκε ποτέ, για τη ριζική επίλυση όλων των (χρόνιων) προβλημάτων της – πόσο μάλλον όταν απαιτείται μία ελάχιστα επαρκής κυβέρνηση, μία απλά «πατριωτική», θαρραλέα και αποφασιστική ηγεσία δηλαδή, χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες, για να την εκμεταλλευθεί στο έπακρο.
Έχει ισχυρότατους εχθρούς (Γερμανία, ΔΝΤ-Καρτέλ), οι οποίοι όμως την έχουν απόλυτη ανάγκη για τις δικές τους σκοπιμότητες. Έχει ταυτόχρονα πάρα πολλούς «φίλους» στο εσωτερικό της Ευρώπης, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα επιβίωσης από την ίδια (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία κλπ) – κυρίως λόγω των τεραστίων χρεών του ιδιωτικού τομέα τους, καθώς επίσης ένεκα της σοβαρότατης γερμανικής απειλής. Παράλληλα, διαθέτει εξαιρετικά ανερχόμενους «συμμάχους» (Κίνα, Ρωσία), οι οποίοι την έχουν επίσης μεγάλη ανάγκη, εάν δεν θέλουν να χάσουν τη μάχη της Ευρώπης.
Η χώρα μας δεν έχει ανάγκη από χρήματα – αντίθετα, πρέπει να πάψει αμέσως να δανείζεται από τους εχθρούς της (Γερμανία, ΔΝΤ), ζητώντας ταυτόχρονα από τους «φίλους» και συμμάχους της να ανοίξουν τις αγορές τους στα κύρια προϊόντα της (τουρισμός, πολιτισμός, γεωργία και ναυτιλία). Παράλληλα, οφείλει να απαιτήσει πλέον μία «γενναία» (40-50%) διαγραφή των δημοσίων χρεών της (default), αφού το μεγαλύτερο μέρος τους έχει ήδη αποσβεσθεί από τους οφειλέτες της (υπάρχουν φυσικά και άλλες επιλογές, τις οποίες έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα κείμενα μας).
Ας μην ξεχνάμε πως οι σημερινοί ιδιοκτήτες των ελληνικών ομολόγων τα έχουν αποκτήσει με έκπτωση/discount έως και 30% – οπότε έχουν ήδη χάσει οι προηγούμενοι διαχρονικά ανάλογα ποσά, ενώ οι καινούργιοι απλά κερδοσκοπούν, αναλαμβάνοντας (και ασφαλίζοντας) το ρίσκο της «διαγραφής». Συμπληρωματικά οφείλουμε να τονίσουμε εδώ το ότι, οι αγοραστές ομολόγων, όπως επίσης αυτοί των λοιπών χρηματοπιστωτικών προϊόντων (μετοχές κλπ), επενδύουν με στόχο το κέρδος - αποδεχόμενοι φυσικά το ρίσκο. Θα ήταν λοιπόν εντελώς άδικο να εξαθλιωθεί ένας ολόκληρος λαός και να καταστραφεί η ΕΕ, για χάρη κάποιων ελάχιστων κερδοσκόπων.
Στη συνέχεια, η Ελλάδα οφείλει να επαναδιαπραγματευθεί τη χρονική διάρκεια σταθερής αποπληρωμής των υπολοίπων χρεών της (τοκοχρεολύσια για 30-40 έτη), με επιτόκιο που δεν θα υπερβαίνει το 1% – ενδεχομένως με κυμαινόμενο, το οποίο θα είναι ανάλογο του ρυθμού ανάπτυξης της. Στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν επιτύχει μία τέτοια εύλογη συμφωνία, οφείλει να εθνικοποιήσει το εναπομένων χρέος, με την έκδοση εθνικών ομολόγων (είτε υποχρεωτικών, δια μέσου ακόμη και της δέσμευσης καταθέσεων, είτε προαιρετικών).
Παράλληλα, οφείλει να δημιουργήσει ένα σταθερό, απλό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων της (άνοιγμα και ιδίως κλείσιμο), έτσι ώστε να προέλθει η ανάπτυξη από τις μικρομεσαίες εταιρίες της, να μειώσει άμεσα τους υπέρογκους φόρους, να προσφέρει αναπτυξιακά κίνητρα στους Έλληνες (και όχι στους ξένους), να σταματήσει να υποτάσσεται στις διαταγές του Καρτέλ (διατήρηση των ζημιογόνων τραπεζών, άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, «άτακτη» απελευθέρωση των αγορών κλπ) και να εξορθολογήσει τη λειτουργία των κοινωφελών επιχειρήσεων της (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ).
Επίσης, να αυξήσει την παραγωγικότητα των εργαζομένων της, με κεντρικό στόχο την αύξηση των εξαγωγών (αντί να μειώνει «υφεσιακά» τους μισθούς, θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αυξήσει τις ώρες εργασίας), και να «αναδιαρθρώσει» αποτελεσματικά το δημόσιο τομέα της, κυρίως μέσω της σωστής στελέχωσης του με «επαρκείς» εργαζομένους – αλλά και της καθιέρωσης του διαφανούς (διαδίκτυο) διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, παράλληλα με τους ετήσιους Ισολογισμούς, τόσο του ίδιου του Κράτους, όσο και των δημοσίων/δημοτικών «αρχών».
Ολοκληρώνοντας, η μη εκμετάλλευση των τεράστιων πλεονεκτημάτων που μας προσέφερε γενναιόδωρα η σημερινή κρίση, θα ήταν ένα πραγματικό έγκλημα – αν όχι «ηχηρή» προδοσία, εις βάρος της πατρίδας μας. Σε κάθε περίπτωση, τα συμφέροντα μας (Ελλάδα), είναι εντελώς αντίθετα από τα συμφέροντα των «εχθρών» μας (Γερμανία, ΔΝΤ, Καρτέλ).
Εμάς μας ενδιαφέρει το δημόσιο χρέος, αφού μόνο εάν περιορισθεί δραστικά, με παράλληλη ελαχιστοποίηση των επιτοκίων, θα διατηρήσουμε την περιουσία μας, το βιοτικό μας επίπεδο, τις θέσεις εργασίας μας, τις επιχειρήσεις μας, την ποιότητα της ζωής μας και όλα τα παιδιά μας υγιή στην πατρίδα τους – αφού τότε μόνο θα αναπτυχθεί η οικονομία μας (όλα τα υπόλοιπα είναι «εκ του πονηρού»). Απλά και μόνο η ριζική μείωση των υπέρογκων τόκων (16 δις € προσεχώς), σε συνδυασμό με την ανάπτυξη, θα «εξαφανίσει» τα ελλείμματα.
Οι εχθροί μας ενδιαφέρονται για το έλλειμμα, αφού μόνο εάν περιορισθεί, θα εισπράττουν με ασφάλεια συνεχώς αυξανόμενους τόκους διατηρώντας μας στον «ορό», θα πουλούν πανάκριβα τα όπλα τους, θα εξάγουν με κέρδος τα προϊόντα τους και θα κατασκευάζουν υπερτιμημένα έργα στη χώρα μας, διαφθείροντας ως συνήθως τους πολιτικούς μας.
Φυσικά μας ενδιαφέρουν και εμάς τα ελλείμματα – πόσο μάλλον όταν οφείλονται στο «κομματικό» κράτος και όχι στο «κοινωνικό», το οποίο δυστυχώς καλείται να τα μηδενίσει (τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς). Υπάρχουν όμως αρκετές «ορθολογικές» λύσεις για την καταπολέμηση τους, επί πλέον της μείωσης των τόκων και της ανάπτυξης, όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν (άρθρο μας).
Εν τούτοις, εάν προηγουμένως δεν επιλυθεί ριζικά το πρόβλημα του χρέους (μηδενισμός), δεν πρόκειται να υπάρξει «ελεύθερο» μέλλον για τη χώρα μας. Μεταφορικά, είναι σαν να προσθέτει κανείς νερό σε έναν σκοτεινό «λάκκο» χωρίς πυθμένα, ή σαν να προσπαθεί να κάνει οικονομία στο ηλεκτρικό ρεύμα, όταν η τράπεζα απειλεί με πλειστηριασμό το υπερχρεωμένο σπίτι του. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους «εχθρούς» μας, τους οποίους δυστυχώς εμείς (το κομματικό κράτος) προκαλέσαμε/προσκαλέσαμε, θεωρώντας ότι οι αγνοί «λύκοι» θα λύσουν τα προβλήματα του διεφθαρμένου «κοπαδιού προβάτων».
Επομένως, μόνο εκείνη η κυβέρνηση, η οποία θα μπορέσει να μας υποσχεθεί ότι θα αγωνισθεί για το μηδενισμό του δημοσίου χρέους, καθώς επίσης για το άνοιγμα νέων αγορών για τα προϊόντα μας (Κίνα, Ρωσία κλπ), αξίζει την ψήφο μας – σε καμία περίπτωση αυτή που θα μας μιλάει για περιορισμό των ελλειμμάτων, με φόρους και θυσίες προς όφελος των δανειστών μας.
Βασίλης Βιλιάρδος
antidogma
Φιλε μου ο σημερινός εχθρός σου είναι η παραπληροφόρηση των μεγάλων καναλιών. Αν είδες κάτι που σε άγγιξε , κάτι που το θεωρείς σωστό, ΜΟΙΡΆΣΟΥ ΤΟ ΤΩΡΑ με ανθρώπους που πιστεύεις οτι θα το αξιολογήσουν και θα επωφεληθούν απο αυτό! Μην μένεις απαθής. Πρώτα θα νικήσουμε την ύπνωση και μετά ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ τα υπόλοιπα.
Social Plugin