Το αρχηγείο του Ασαχάρα φτιάχτηκε στο χωριό Καμικουϊσίκι, στο πασίγνωστο γιαπωνέζικο βουνό Φουτζιγιάμα. Το συγκεκριμένο χωριό απέχει μόλις 70 μίλια από το Τόκιο, όμως είναι απομακρυσμένο από κάθε κεντρική οδική αρτηρία. Τι σημαίνει αυτό; Πώς από τα παρατηρητήρια της αίρεσης στο βουνό υπήρχε τέτοια θέα που έπαιρναν χαμπάρι όποιον ανέβαινε από το έναν και μοναδικό δρόμο μέχρι και δυο ώρες πριν ο επισκέπτης φτάσει στο χωριό.
Εδώ και δεκαετίες, λοιπόν, η μια πλευρό του βουνού, δηλαδή αυτή που εγκατέστησε το αρχηγείο του ο Ασαχάρα ήταν υποβαθμισμένη και η άλλη πλευρά αρχικά ήταν πεδίο βολής του γιαπωνέζικου στρατού και κατόπιν βάση του αμερικανικού στρατού (να η πρώτη έκπληξη). Η γη στην πλευρά του Φουτζιγιάμα που πήρε ο Ασαχάρα ήταν εξαιρετικά φθηνή και στη μέση υπήρχε το χωριό Καμικουϊσίκι. Ο Ασαχάρα με την μεγάλη οικονομική δυνατότητα από τα ευκατάστατα μέλη της αίρεσης Αούμ, αλλά και τις επιχειρήσεις που άνοιξε στην πορεία, άρχισε να αγοράζει από ντόπιους αγρότες ασύνδετα κομμάτια γης έτσι ώστε να μην κινήσει τις υποψίες. Οι αγρότες δεν έπρεπε να μάθουν σε καμία περίπτωση τι είχε ο γκουρού στο μυαλό του. Ο Ασαχάρα και οι άνθρωποί του αγόρασαν τις εκτάσεις σε υψηλότερες από την πραγματική τους αξία τιμές και σταδιακό συμπλήρωνε το παζλ μέχρι που ο αρχηγός να φτάσει να έχει σχεδόν δική του όλη τη μια πλευρό του βουνού. Μόνο τότε φανέρωσε την ύπαρξη της θρησκευτικής αιρέσεώς του.
Το τριώροφο κτίριο είχε μεν παράθυρα, όμως ψεύτικα, διότι η ανυπαρξία παραθύρων ίσως έδινε στόχο στους περίεργους. Δεν φαινόταν, όμως, ότι δεν επρόκειτο για αληθινά παράθυρα αν κάποιος τα έβλεπε από απόσταση. Ουσιαστικά, δηλαδή, δεν υπήρχε κανένα παράθυρο αληθινό και δεν έμπαινε φως παρά μόνο από την μια και μοναδική κύρια είσοδο.
Έξω από το κτίριο υπήρχε ένα άγαλμα του Σίβα, της τεραστίας ινδουιστικής θεότητας και μέσα περιελάμβανε ένα στρατιωτικό υπνωτήριο, θαλάμους διαμονής μελών, διάφορα υπόγεια, εκ των οποίων το ένα ήταν χημικό εργαστήριο με τεράστιες δυνατότητες ανάλυσης οποιασδήποτε ουσίας, οποιασδήποτε περιεκτικότητας και σε οποιοδήποτε αέριο.
Σε άλλα υπόγεια υπήρχαν πολεμικά συστήματα, χώροι για συναρμολόγηση εργαλείων και αυτόματων όπλων και, τέλος, ένας μεγάλος θάλαμος μικροκυμάτων. Εκεί αργότερα βρέθηκαν και οι στάχτες από θύματα της αίρεσης. Στον θάλαμο μικροκυμάτων, που το δάπεδό του έμοιαζε με ένα τεράστιο σταχτοδοχείο, βρέθηκαν οι στάχτες περισσοτέρων από 30 ατόμων, που σύμφωνα με το κατηγορητήριο δολοφονήθηκαν.
Στην πολιτεία του Ασαχάρα βρέθηκε ακόμα ένα ελικοδρόμιο κρυμμένο τρία μίλια μακριά από το κύριο κτίριο. Μέσα εκεί ανακαλύφθηκε από τις αρχές αργότερα ένα σοβιετικό ελικόπτερο ΜI-17, τελευταίο μοντέλο. Όλα αυτό τα στοιχεία (κι άλλα πολλά που θα δούμε στη συνέχεια) περιλαμβάνονται στο πολυσέλιδο κατηγορητήριο της οκταετούς δίκης για την αίρεση Αούμ του Ασαχάρα.
Ομιλούμε για έναν πραγματικό εφιάλτη. Έναν, γνωστό στο ανθρώπινο είδος, εφιάλτη για το τι μπορεί να τραβήξει μια ολόκληρη χώρα, κι όχι μόνο, από την δράση ενός και μόνο ατόμου. Κι αυτός ο εφιάλτης μπορεί να περάσει όταν ξημερώσει, αλλά σίγουρα θα σου ξαναέρθει όταν φτάσει και πάλι η νύχτα.
Τι γίνεται, όμως, σήμερα το χωριό του Ασαχάρα με τον ηγέτη της αίρεσης να είναι στην φυλακή; Οι χωρικοί δεν ήθελαν όταν ξέσπασε το σκάνδαλο ούτε να ακούν για την αίρεση. Στη συνέχεια, όμως, άρχισαν να καταφθάνουν τουρίστες. Περίπου 250 την μέρα. Σήμερα έχουν αυξηθεί, με συνέπεια να έχει φτιαχτεί τουριστική υποδομή με διάφορες δραστηριότητες (ιππασία κλπ.), έτσι ώστε οι επισκέπτες εκτός από του να βλέπουν την πολιτεία του Ασαχάρα να περνούν κι άλλες ώρες στο βουνό Φουτζιγιάμα.
Την εποχή που γιγαντώθηκε η αίρεση Αούμ, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με αρχές 1990, η Ιαπωνία ως κοινωνία συγκλονιζόταν από τον πόλεμο των γενεών. Η γενιά των 45άρηδων είχε λύσει τα βασικά οικονομικά προβλήματα και φερόταν συντηρητικά, με τα παιδιά να προσπαθούν να ταράξουν τα λιμνάζοντα νερά, ψάχνοντας για το κάτι άλλο που θα τα βγάλει από τη μονοτονία αυτής ακριβώς της αστικής «σιγουριάς».
Το να ανοίξεις ως παιδί πόλεμο με τον πατέρα σου ήταν επιβεβλημένο. Κι όσο πιο πλούσιος ήταν ο πατέρας, τόσο πιο πολύ εξαγριωνόταν το παιδί. Η περίοδος τέλη της δεκαετίας του 1980 με αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν στο επίκεντρο αυτού του πολέμου, που δεν έχει τελειώσει ακόμα στην Ιαπωνία. Ομιλούμε για την πιο ακραία νεολαία. Κι έχουμε φτάσει πλέον σε ένα απίστευτο κύμα αυτοκτονιών τα τελευταία χρόνια, όπου οι νέοι βάζουν τέρμα στην ζωή τους με κάθε τρόπο. Μέσω internet, αιρέσεων, φιλικών παρεών κλπ. Η Ιαπωνία έχει γίνει η πρώτη χώρα σε αυτοκτονίες.
Για να το καταλάβουμε καλύτερα, αν μπορούμε να το καταλάβουμε διότι έχουμε να κάνουμε με εντελώς άλλη νοοτροπία, η γιαπωνέζικη νεολαία είναι ένα καζάνι που βράζει. Και σήμερα είναι χωρισμένη από τη μια στους καλοζωισμένους σκληρούς χρήστες κομπιούτερ (όπως λέμε χρήστες ναρκωτικών) χωρίς ηθικούς κώδικες που ζουν κλεισμένοι στον ψεύτικο κόσμο του διαδικτύου και από την άλλη στους επίσης μεγαλωμένους στα πούπουλα χωρίς οικονομικά προβλήματα που την έχουν δει κάτι σαν τους χίπις της δεκαετίας του 1960 με σεξ ναρκωτικά και μουσική, όντας άχρηστοι κι αυτοί ουσιαστικά για την κοινωνία.
Ακριβώς εκεί κτύπησε ο Ασαχάρα και τράβηξε την πελατεία του. Στην ανάγκη της νεολαίας να αντιδράσει. Να κοντραριστεί με το εφησυχασμένο κατεστημένο. Έπιασε τα μηνύματα των καιρών κι έδωσε στον κόσμο αυτό που ζητούσε. Κοινόβια με θρησκευτικό μανδύα, αλλά ουσιαστικά σεξ και ναρκωτικά. Ο Σόκο δελέασε τους νέους μ’ αυτό που τον κατηγόρησε κάποιος στην δίκη: «Ο Ασαχάρα ήταν του δόγματος μάσα και σεξ». Έφτιαξε, δηλαδή, στα δεκάδες κοινόβιά του μια ασιατική έκδοση του Woodstock. Με μουσική, χορό, LSD (κυρίως LSD) και άλλες παραισθησιογόνες ουσίες, όργια σεξ.
Πολλά από τα παραισθησιογόνα και τα διεγερτικά τα παρασκεύαζε η ίδια η αίρεση στα υπερσύγχρονα εργαστήριά της στο βουνό Φουτζιγιάμα. Και ήταν στην διάθεση των μελών όταν νύχτωνε. Και πέρα από τα αδιάκριτα μάτια γίνονταν οι ολονυχτίες με θεωρήσεις για το νόημα της ζωής, με πήξιμο του μυαλού από παραισθησιογόνα, μαστούρα και πήδημα. Με όλ’ αυτά ήταν απλό να τους κάνει όργανά του και να τους μετατρέψει σε όχλο-όπλο κατά του ίδιου του κράτους. Η υπακοή στις διαταγές του Ασαχάρα ήταν το μόνο δίκαιο που αναγνώριζε η αίρεση. Δεν είχε σημασία αν ο Ασαχάρα γινόταν βίαιος για όποιον δεν εκτελούσε τις εντολές. Τόσο βίαιος που ο ανυπάκουος κινδύνευε να θανατωθεί.
Στα δικά μας μάτια φαίνεται ότι αυτό το φριχτό τοπίο θα αποθάρρυνε νέους ανθρώπους να ενταχθούν στην θρησκευτική αίρεση του Ασαχάρα. Εδώ, όμως, ομίλησε η μόδα. Και το Αούμ έγινε μόδα με σωστή επικοινωνιακή πολιτική και βομβαρδισμό διαφημίσεων στα ΜΜΕ. Κι έτσι χαρωπά νέα παιδιά με άσπρες κελεμπίες σκοτώνονταν για προτεραιότητα εγγραφής σα να πουλούσε το Αούμ φρέσκα ζεστά κουλούρια.
Ο προσηλυτισμός γινόταν αρχικά με προσκλήσεις για τζάμπα μαθήματα γιόγκα. Στη συνέχεια αυτοί που προσέρχονταν έπαιρναν άλλη πρόσκληση για διαλογισμό - ύπνωση. Κι εκεί δέχονταν την πρώτη δόση παραισθησιογόνων μέσω αεραγωγών, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Οι πιστοί του ποτέ δεν έβλεπαν ή άκουγαν τον Ασαχάρα ζωντανά, παρά μόνο μέσω μαγνητοσκοπημένων βίντεο στην διάρκεια της εκπαίδευσης όταν έπεφτε το κήρυγμα - μαγνήτης. Ο γκουρού, μάλιστα, στα βίντεο εμφανιζόταν να ίπταται πάνω από το Τόκιο, να περνά μέσα από τοίχους κλπ. Σε άλλα βίντεο γυμνές κοπέλες προσπαθούσαν να προκαλέσουν με τα κάλλη τους τον γκουρού όμως αυτός μονίμως τις απομάκρυνε και δεν ενέδιδε. Ούτε μια απ’ όλες τις νεαρές γυναίκες καταφέρνει να φιλήσει έστω το δάκτυλο του ενός ποδιού του.
Τα πράγματα, βέβαια, στο Αούμ γίνονται όλο και πιο σκληρά. Ένας βασικός μάρτυρας στην πολυετή δίκη, κάποιος Ποσιχίρο, μέλος της αίρεσης που πήρε μέρος στην αποστολή με τα αέρια στο μετρό του Τόκιο το 1995, κινδύνεψε να δολοφονηθεί επειδή δεν εκτέλεσε μια διαταγή ρουτίνας της αίρεσης. Πήγε στο Αούμ ως μαθητής γυμνασίου και μέχρι τα 25 του χρόνια ουδέποτε είδε το φως της ημέρας. Δεν βγήκε, δηλαδή, ποτέ έξω από τα κοινόβια της αίρεσης, διότι δεν του το επέτρεψαν.
Ένας άλλος μάρτυρας, ο Σινοσούκι Σακαμότο, με μάστερ ανθρωπολογίας παρακαλώ, που αποσκίρτησε από την οργάνωση, ακόμα και στα πλαίσια της δίκης δεν μπόρεσε να κρύψει τον θαυμασμό του κι ας πέρασε τα πάνδεινα, είπε στο δικαστήριο: «Ο Ασαχάρα μας έλεγε πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορούσε να μας εξηγήσει. Ήταν θεός για εμάς. Με το που μπήκα στην αίρεση το πρώτο στάδιο μύησης ήταν 10 ημέρες σε ένα μικρό σκοτεινό κελί από τα 100άδες που υπήρχαν. Έπρεπε να επιβιώσω κάτω από παντελώς αντίξοες συνθήκες. Μετά τις 12 πρώτες ώρες στο κελί είδα το πρώτο μου όραμα». Τι του έδιναν άραγε;
Η ακαδημαϊκή μόρφωση του Σακαμότο τον έκανε να καταλάβει πως κάτι τεχνητό ταυ προκαλούσε έναν απίστευτο πνευματικό πόνο, αλλά και μια εγρήγορση, μια διέγερση. Μόνο μετά από πολύ καιρό αντιλήφθηκε ότι σε διπλανούς θαλάμους γινόταν καθημερινά μαζική παρασκευή φαρμάκων που χορηγούνταν διαρκώς στα χιλιάδες μέλη. Όταν ως ανθρωπολόγος έθεσε το θέμα, τότε έλαβε την απάντηση: «Τι πρόβλημα έχεις να βιώσεις ωραίες εμπειρίες με την βοήθεια κάποιων φαρμάκων;».
Κάποια στιγμή ο Σακαμότο είδε σε άλλα κελιά πτώματα απ’ όσους εκτελούσε η αίρεση και πριν τους οδηγήσει στα μικροκύματα. Ήταν, είτε κάποιοι που ήθελαν να φύγουν από την αίρεση, είτε κάποιοι που δεν υπάκουαν, είτε εξωτερικοί εχθροί. Ήταν, όμως, τέτοια η επιρροή του Ασαχάρα πάνω του που στο δικαστήριο δήλωσε ότι: «θα μπορούσα ακόμα και σήμερα να πιστεύω σ’ αυτόν». Ο Σακαμότο, πάντως, δεν ήταν στον στενό κύκλο του Ασαχάρα και δεν ήξερε πολλά από τα άλλα εγκλήματα που έγιναν. Ό,τι καταλάβαινε κι έβλεπε από μόνος του, δηλαδή.
Τώρα θα μπορούσε κάποιος να πει: «Δεν γίνονται αυτά. Παραμύθια είναι όλα. Δεν γίνεται να μην έχουμε πάρει είδηση τόσα χρόνια από αυτό το απίστευτο, ανατριχιαστικό, πολυετές και με τρομακτικό σασπένς κι ανατροπές έργο του τυφλού γκουρού». Πώς, δεν γίνεται; Γίνεται και παραγίνεται. Στην Ελλάδα ζούμε. Την χώρα του δημοκρατικού χαβαλέ. Ό,τι, δηλαδή, θέλουν ή μπορούν μας λένε κι ό,τι δεν θέλουν ή, δεν μπορούν δεν μας το λένε.
Έχουν γίνει. Όλα έχουν γίνει. Ό,τι μπορείτε να σκεφτείτε κι ό,τι δεν βάζει ο νους σας. Ποιος έλεγχος καιρού, που λέγαμε; Αυτά είναι του δημοτικού. Εμείς μ’ αυτά που λέμε τώρα έχουμε φτάσει στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου. Ίσως κακώς, βέβαια, διότι δεν είναι τυχαίο που η ειδησεογραφία μας κρατά σε επίπεδο νηπιακού σταθμού. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Σίγουρα είναι δύσκολο να δεχτεί κάποιος ότι έχουν γίνει τόσα φριχτά πράγματα γύρω του επί τόσα χρόνια. Ότι στοιχειοθετημένες κατηγορίες έχουν φτάσει σε δίκη για όλα αυτά πριν δυο και πέντε έτη και καταδικάστηκαν 12 άτομα εις θάνατον, όμως αυτός να μην έχει πάρει μυρωδιά. Και δεν έχουμε φτάσει ακόμα ούτε στα αέρια στο μετρό του Τόκιο, ούτε στον σεισμό.
Και ό,τι λέμε είναι με γεγονότα και ντοκουμέντα. Έχουν καταγραφεί σε δικαστήριο, όχι σε κάποια εκπομπή Life Style της τηλεόρασης. Ούτε έχουμε να κάνουμε με εικασίες ή πληροφορίες του πρωκτού. Κι έτσι και δούμε κάποτε όλα τα κιτάπια τότε θα χάσουμε το φως μας. Θα πάρουμε τα βουνά. Γι’ αυτό δεν πρέπει να λέγονται όλα. Διότι ο κόσμος δεν αντέχει. Θέλει το εύκολο, το απλό, το συνηθισμένο, το «δικό» του. Η μήπως ήξερε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο κόσμος τι γινόταν στα Άουσβιτς; Πέρασαν χρόνια για να τα μάθει ο μέσος άνθρωπος.
Και δεν είναι μόνο ότι θα πάρουμε τα βουνά αν κάτσουμε και σκεφτούμε τι έχει κάνει πραγματικά ο Ασαχάρα και πως με θρησκευτικό μανδύα διέλυσε όλη την Ιαπωνία παραμονές του 21ου αιώνα. Είναι ότι εδώ λέμε ουσιαστικά μια περίληψη της όλης ιστορίας. Μια μικρή ανασκόπηση. Χοντρικά το 5% της ιστορίας. Διότι έτσι και τα αναφέρουμε όλα και παράλληλα λέμε και τα δικά μας σχόλια, τότε δεν τελειώνουμε ούτε το 2012.
Πού είχαμε μείνει; Α, ναι. Τυφλός ο γκουρού Ασαχάρα, όμως οι επιχειρήσεις της αίρεσης συνέχεια δυνάμωναν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κτυπώντας στα ίσια τα έσοδα των πολυεθνικών. Το εμπόριο επεκτείνεται σε τηλεκάρτες, αλυσίδες καταστημάτων ένδυσης και κατασκευής σφραγίδων. Το τελευταίο είναι κάτι πολύ σημαντικό στην Ιαπωνία, μια τρομερή επιχείρηση, διότι λόγο περίπλοκης γραφής δεν υπάρχουν υπογραφές έτσι όπως τις ξέρουμε εδώ, αλλά μια σφραγίδα που αντιστοιχεί στην υπογραφή του κάθε πολίτη. Πρέπει, μάλιστα, αν έχεις τέτοια επιχείρηση να πάρεις ειδική έγκριση από το κράτος.
Το 1989 η αίρεση Αούμ με χιλιάδες μέλη πια και τρομερή οικονομική δύναμη κατάφερε να αναγνωριστεί επίσημα σαν θρησκευτικό σύστημα κι όχι απλά σαν ένα κέντρο διαφωτισμού όπως ξεκίνησε το 1984. Για να καταλάβουμε για τι μεγέθη ομιλούμε, έξι χρόνια αργότερα, στην διάρκεια της δίκης το 1995, φτάνει ένα χαρτί από την γερουσία των ΗΠΑ που λέει ότι: «Έπειτα από παγκόσμια έρευνα εντοπίστηκε ότι 50.000 μέλη του Αούμ εκτός Ιαπωνίας έχουν καταθέσει συνολικά 1 δις δολάρια (!!!) στους τραπεζικούς λογαριασμούς της αίρεσης. Μετρητά ή μετοχές. Αυτό το ποσό δεν περιλαμβάνει τα σπίτια και τα οικόπεδα που έχουν παραχωρηθεί στην αίρεση».
Εκείνη την χρονιά, το 1989, το μεγαλύτερο περιοδικό της Ιαπωνίας Sunday Mainitsi κάνει την πρώτη επίθεση στο Αούμ. Βγαίνει με τίτλο «Δώστε πίσω το παιδί μου…», με καταγγελίες για την αίρεση από έξι οικογένειες. Είναι η πρώτη φορά που ερεθίζεται το μάτι της δικαιοσύνης για το Αούμ. Οι γονείς και ο διευθυντής του περιοδικού αρχίζουν να βγαίνουν σε δημοφιλής εκπομπές στην τηλεόραση και να εκθέτουν το πρόβλημα. Ουσιαστικά ομιλούν για αιχμαλώτιση και «απαγωγή» των παιδιών από την αίρεση και παρουσιάζουν ό,τι στοιχεία διαθέτουν. Οι επικεφαλής της αίρεσης τους αντιμετωπίζουν με θάρρος βγαίνοντας ζωντανά στην τηλεόραση για κόντρα στον αέρα.
Οι εκπρόσωποι της αίρεσης που βγαίνουν στα γιαπωνέζικα κανάλια είναι νεαροί μορφωμένοι, δυο από αυτούς είναι ήδη δικηγόροι και τελικά τα τσακάλια του Ασαχάρα πείθουν το τεράστιο τηλεοπτικό κοινό ότι είναι θύματα του πολέμου των γενεών και ότι οι γονείς αντιδρούν επειδή βλέπουν τα παιδιά να αντιστέκονται στον μικροαστισμό τους και το βόλεμά τους. Με όλη αυτή την επικοινωνιακή επίθεση από τα πρωτοπαλίκαρα του γκουρού ένα νέο κύμα πελατών εισρέει στο Αούμ. Κατάφεραν, δηλαδή, από κατηγορούμενοι να κερδίσουν τζάμπα τηλεοπτικό χρόνο για διαφήμιση και προσηλυτισμό!!!
Λίγες ημέρες μετά ο διευθυντής του περιοδικού που ξεκίνησε την καμπάνια εναντίον της αίρεσης, ο Τάρο Μάιν, βρίσκεται δολοφονημένος. Ταυτόχρονα, εντοπίζεται τυχαία ένα σχέδιο (που τότε δεν είχαν αποδείξεις οι αρχές ποιανού είναι) για ανατίναξη του κτιρίου που στεγαζόταν το Περιοδικό.
Μικρή παρένθεση. Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να πούμε ότι στην Ιαπωνία υπάρχει ο νόμος της ανεξιθρησκίας. Υπάρχουν καταγεγραμμένες αμέτρητες διαφορετικές και αναγνωρισμένες θρησκείες. Ο νόμος παρέχει ουσιαστικά ασυλία ως προς τα οικονομικά και τις δραστηριότητες των αιρέσεων και δεν έχει το δικαίωμα να ελέγχει π.χ. τι περιουσίες δίνει κάποιο μέλος, ούτε να παρεμβαίνει πουθενά. Κλείνει η παρένθεση.
Οι έξι γονείς, λοιπόν, δεν το έβαλαν κάτω. Είχαν την οικονομική ευχέρεια να προσλάβουν εξαιρετικούς δικηγόρους κι έφτιαξαν (για να υπερκεράσουν την ανεκτική με τις αιρέσεις νομοθεσία) τον Οργανισμό «Ενδιαφερόμενοι Γονείς Παιδιών του Αούμ». Πείθουν, μάλιστα, με τα πολλά έναν νεαρό εισαγγελέα της Γιοκοχάμα να ασκήσει δίωξη. Είναι η πρώτη δίωξη κατά του Αούμ. Την ίδια μέρα, λίγες μόλις ώρες μετά, ένας σταθμός του Τόκιο μεταδίδει μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη όπου μέλη της επιτροπής Αούμ έχουν πάρει ήδη δικαστική απόφαση σύμφωνα με την οποία απαιτείται από τον εισαγγελέα να ζητήσει συγγνώμη για προσβολή του νόμου περί ανεξιθρησκίας. Ο εισαγγελέας αρνείται να κάνει κάτι τέτοιο.
Στις 4 Νοεμβρίου του 1989 ο εισαγγελέας, η σύζυγός του και το τρίχρονο παιδί τους εξαφανίστηκαν για πάντα. Η αστυνομία βρήκε το σπίτι τους σε άθλια κατάσταση κι εντόπισε στην αυλή μια κονκάρδα του Αούμ. Παρά ταύτα δεν έκανε τίποτα περισσότερο, αφού η κονκάρδα δεν αποτελούσε απόδειξη εγκλήματος. Η υπόθεση άνοιξε μόνο όταν άρχισε η δίκη στο Τόκιο και μετά από την απολογία μελών της αίρεσης στην ανάκριση. Η οικογένεια του εισαγγελέα βρέθηκε, κατόπιν υποδείξεως μελών του Αούμ, το 1995 σε αυτοσχέδιο τάφο στις παρυφές ενός ηφαιστείου αρκετά μακριά από τη Γιοκοχάμα όπου διέμενε ο εισαγγελέας.
Έξι μέλη του Αούμ παραδέχθηκαν πως σκότωσαν και τα τρία μέλη της οικογένειας του εισαγγελέα Τσοτσούμι, τους τύλιξαν με σεντόνια και τους μετέφεραν μέσα στο σκοτάδι κοντά στο ηφαίστειο. Ένας από τους καταδικασθέντες ομολόγησε ότι συμμετείχε στον φόνο και ότι και οι τρεις στραγγαλίστηκαν. «Είχαμε προσωπική διαταγή από τον Ασαχάρα», ήταν ένα από τα ενδιαφέροντα που είπε. «Μας είχε προειδοποιήσει ότι θα μας σκότωνε αν κάποιος ανακάλυπτε τα πτώματα».
Η αστυνομία ήταν με δεμένα τα χέρια για χρόνια. Ο λόγος γι’ αυτή τη διστακτικότητα έγκειται στην αντίδραση που υπάρχει στην Ιαπωνία σε κάθε ανάμειξη του κράτους εις βάρος της θρησκείας. Το άρθρο 20 του γιαπωνέζικου συντάγματος ομιλεί για την απόλυτη ελευθερία των θρησκειών και ότι η αστυνομία δεν μπορεί να δράσει αν δεν υπάρχουν στέρεες αποδείξεις (κι όχι ενδείξεις, βέβαια) για παράνομη πράξη, ενώ της απαγορεύεται καν να προσεγγίσει θρησκευτικούς χώρους. Άρα, ήταν άβατο το στρατηγείο του Ασαχάρα πάνω στο βουνό. Ουδείς μπορούσε να τον ελέγξει πριν αποδειχτεί ότι έκανε κάτι παράνομο.
Το άβατο στις θρησκείες έχει ιστορία αιώνων στην Ιαπωνία και μην πούμε περισσότερα τώρα γι’ αυτό. Απλά αυτό το άβατο έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς να ιδρύσουν μια θρησκεία για να έχουν κάλυψη παράνομων δραστηριοτήτων. Ειδικά μετά την επιτυχία του Αούμ, όλοι οι ανοιχτομάτηδες… σχιστομάτηδες έφτιαχναν μια αίρεση διότι μύρισαν το χρήμα όλα τα λαγωνικά της πιάτσας από την οργάνωση του Ασαχάρα. Δεν κρυβόταν πια η οικονομική δύναμη του Αούμ κι όλοι ήθελαν να φτιάξουν κάτι παρόμοιο. Το 1993 βρέθηκε να υπάρχουν στην Ιαπωνία 231.019 αιρέσεις. Απίστευτος αριθμός. Το ακόμα πιο κουφό είναι πως τα μέλη των αιρέσεων έφταναν τα 200 εκατομμύρια, όταν ο πληθυσμός της χώρας είναι 130 εκατομμύρια. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι ήταν διπλοεγγεγραμμένοι ακριβώς για να έχουν κάλυψη στις κομπίνες τους.
Αυτός, όμως, ο νόμος περί αιρέσεων στην Ιαπωνία ήταν και ο λόγος που μπλόκαρε τις αρχές για τον Ασαχάρα. Όλοι, βέβαια, έφτιαχναν μια αίρεση για να οικονομήσουν ή ήθελαν να μπουν σε αιρέσεις για να μπορέσουν να πάνε σ’ ένα πανεπιστήμιο ή ακόμα και να βρουν γαμπρούς και νύφες, όμως καμιά αίρεση δεν είχε την αγριότητα, αλλά και την αποδοχή του κόσμου όσο αυτή του Ασαχάρα.
Οι Αμερικάνοι γερουσιαστές παραδέχθηκαν με έγγραφό τους στην δίκη ότι: «Η αίρεση του Αούμ δεν ήταν στα ραντάρ μας για μεγάλο χρονικό διάστημα κι ας ασκούσε τρομοκρατία. Ανακαλύψαμε το Αούμ μόνο όταν διαπιστώσαμε ότι το αρχηγείο του ήταν δίπλα στην αμερικάνικη βάση στο βουνό Φουτζιγιάμα. Δεν μπορούσαμε να ξέρουμε τίποτα, ούτε μας κίνησε κάτι την υποψία νωρίτερα». Πώς, όμως, την πάτησαν έτσι οι Αμερικάνοι που όλα τα παρακολουθούν με…δορυφόρους; Η μήπως εξέτρεφαν εμμέσως πλην σαφώς με την ανοχή τους (;) έναν ακόμα Οσάμα Μπιν Λάντεν;
Όταν οι Αμερικάνοι αποφάσισαν να αναλάβουν δράση έφτιαξαν την επιτροπή Τρούθ, που σημαίνει Αλήθεια στα αγγλικά. Την ίδια εποχή, το 1990, ο Ασαχάρα κατεβάζει το κόμμα «Αλήθεια» στις εκλογές τη Ιαπωνίας. Σύμπτωση κι αυτό; Δεκτόν. Το αποτέλεσμα των εκλογών, πάντως, αποδείχθηκε καθοριστικό για την μετέπειτα τρομοκρατική δράση του Ασαχάρα και της αιρέσεώς του. Ποιος Χίτσκοκ και ποιος Σπίλμπεργκ και ποια Αγκάθα Κρίστι. Ρόμπα τους κάνει πάντα η ίδια η ζωή όλους τους σεναριογράφους και τους σκηνοθέτες. Ακόμα και τους πιο ευφάνταστους και ταλαντούχους. Κανένα μυαλό δεν θα μπορούσε να φτιάξει ένα ψέμα με τα αληθινά γεγονότα ενός και μόνο τυφλού κι αμόρφωτου φτωχόπαιδου ονόματι Ασαχάρα. Συνεχίζουμε, όμως ακόμα δεν έχετε δει τα χειρότερα…
Είχαμε μείνει στις εκλογές του 1990, όπου και κατέβηκε υποψήφιος ο Ασαχάρα. Παίρνει, όμως, μόνο 4.000 ψήφους, παρά τη δημοτικότητά του, κάτι που προκαλεί ερωτηματικά ακόμα και σήμερα στους πολιτικούς αναλυτές. Υπάρχουν κάποιες εξηγήσεις, αλλά ας μη χάνουμε χώρο και χρόνο. Το Αούμ, πάντως, τα πήγε εξαιρετικά. Ο ήρωας των εκλογών ήταν ο δημοφιλέστατος γιάπης, ο εκπρόσωπος τύπου του Αούμ, ο Τζόγιου ο οποίος πήρε 250.000 ψήφους. Ο Τζόγιου κυκλοφορούσε πάντα με καλοραμμένα κουστούμια, ήξερε άπταιστα αγγλικό, είχε μάστερ στην τεχνητή νοημοσύνη και την ηλεκτρονική επικοινωνία, και μιλούσε στην καρδιά των ανθρώπων της γενιάς του MTV. Ίσως εκεί να οφείλεται το ότι έβαλε από κάτω τον αρχηγό στους ψήφους.
Ακόμα και μετά την επίθεση του 1995 ο Τζόγιου δεχόταν λουλούδια και επιστολές που τα μετέφεραν με σακιά στο κελί του. Σήμερα θεωρείται ήρωας της νεολαίας στην Ιαπωνία. Οι μετοχές του παραμένουν υψηλό παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στην φυλακή. Για τον Ασαχάρα, όμως, οι εκλογές του 1990 ήταν ένα μεγάλο πλήγμα. Πολλά από τα μέλη του δεν είχαν καν δικαίωμα ψήφου λόγω ηλικίας, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι ήταν αλλοδαποί. Συν τοις άλλοις το επικοινωνιακό παιχνίδι το έπαιζε ο Τζόγιου, ο οποίος πήρε ψήφους κι εκτός αίρεσης, όντας από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα της Ιαπωνίας.
Η αποτυχία όπλισε τον Ασαχάρα με ένα ακόμα άλλοθι για να εκδικηθεί την κοινωνία. Η οικογένειά του τον παράτησε στο ίδρυμα τυφλών έξι ετών. Το πανεπιστήμιο δεν τον δέχθηκε. Το μαγαζί με τα μαντζούνια του το έκλεισε το κράτος. Τώρα δεν τον ψηφίζουν. Έπρεπε κάτι να κάνει. Έτσι το έβλεπε το σαλεμένο αλλά απίστευτα πανούργο μυαλό του. Κι άρχισε να ετοιμάζεται για την τελική επίθεση.
Τα μέλη που ζούσαν στα κοινόβια ουσιαστικά επιβίωναν μόνο με ναρκωτικά. Τρεφόντουσαν, βέβαια, και με ένα ζωμό από φτηνά ζαρζαβατικά, όμως όταν πήγαν οι αστυνομικοί στο κοινόβιο, στην επιχείρηση σύλληψης των μελών της αίρεσης το 1995, έβγαλαν πάνω από 50 μέλη με φορεία επειδή από την ασιτία δεν ήταν σε θέση να περπατήσουν. Ο Ασαχάρα, βέβαια, έτρωγε τις μπριζόλες του και ζούσε άνετα με τη γυναίκα και τα έξι παιδιά του, που τώρα πια έχει δοθεί η κηδεμονία τους σε συγγενείς της συζύγου του.
πηγη
Φιλε μου ο σημερινός εχθρός σου είναι η παραπληροφόρηση των μεγάλων καναλιών. Αν είδες κάτι που σε άγγιξε , κάτι που το θεωρείς σωστό, ΜΟΙΡΆΣΟΥ ΤΟ ΤΩΡΑ με ανθρώπους που πιστεύεις οτι θα το αξιολογήσουν και θα επωφεληθούν απο αυτό! Μην μένεις απαθής. Πρώτα θα νικήσουμε την ύπνωση και μετά ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ τα υπόλοιπα.
Social Plugin