Ad Code

Responsive Advertisement

Η Γενεαλογία της Ηθικής F.W.N


Άπό μια αμφιβολία πού είναι δική μου καί πού δεν μ’ ἀρέσει νά την ομολογώ—γιατί εχει σχέση μέ την ήθική καί με κάθε τί πού υμνήθηκε πάνω στη γης με τό όνομα της ηθι­κής,— μιαν αμφιβολία πού γεννήθηκε τόσο νωρίς καί μέ τόσο αναπάντεχο τρόπο στη ζωή μου, μέ ακατανίκητη δύναμη και με τόση αντίφαση μέ τό περιβάλλον, την ήλικία, τά παραδείγματα καί την καταγωγή μου, ώστε θά είχα σχεδόν τό δικαίωμα νά την όνομάσω τό a priori μου,—τόσο ή περιέργεια μου όσο καί οί υποψίες μου, θά σταμάτησαν κάποτε στο ερώτημα του άπό ποΰ προέρχονται οι Ιδέες μας για τό καλό καί τό κακό.

Πραγ­ματικά, ήμουν δεν ήμουν ακόμα δεκατριών χρονών παιδί όταν άρχισε κιόλας νά μέ βασανίζει τό πρόβλημα της προέλευσης τοΰ κακοΰ: σ’ αυτό τό πρόβλημα, σε μιαν ήλικία πού ὁ άνθρωπος έχει «τή μισή καρδιά του στο Θεό καί τή μισή στά παιχνίδια», αφιέρωσα τά πρώτα μου φιλολογικά παιχνίδια, τά πρώτα μου φιλοσοφικά ορνιθοσκαλίσματα.

Καί, ὁσο γιά τή «λύση» τοϋ προ­βλήματος πού έθετα τότες, είναι αυτονόητο πώς δέν ήταν καθό­λου τιμητική γιά τό Θεό, καί πώς τον ὀνομαζα π α τ έ ρ α τοϋ κακοΰ. Νά ‘τανε τάχα τό a priori μου πού αποκτούσε αυτό τό συμπέρασμα; Αυτό τό ανήθικο ή τουλάχιστον άνηθικιστικό «a priori» καί ή έκφρασή του, αυτή ή τόσο άντικαντιανή καί τόσο αινιγματική, αλλοίμονο! «κατηγορική προστακτική» όπου, στο μεταξύ, έστηνα ολοένα καί περισσότερο τ’ αυτί μου, καί οχι μο­νάχα τ’ αυτί μου;

… Ευτυχώς, γρήγορα ἐμαθα νά ξεχωρίζω τήν θεολογική προκατάληψη άπό τήν ηθική προκατάληψη, κι ἐπαψα πιά νά γυρεύω πέρα άπό τον κόσμο τήν αρχή τοΰ κακοΰ, κι ακόμα, κάποια ιστορική καί φιλολογική παιδεία, μαζί μέ κά­ποιαν έμφυτη καί κουταίσθητη ευαισθησία γιά τά ψυχολογικά ζητήματα γενικά, μεταμόρφωσαν γρήγορα τό πρόβλημά μου σ’ ενα άλλο:

Μέσα σέ ποιες συνθήκες επινόησε ό άνθρωπος τις αξιολογικές κρίσεις τοϋ καλοΰ καί τοΰ κακοΰ; καί, τί άξία έχουν αυτές καθ’ αυτές; Νά εμπόδισαν ως τά τώρα, ή νά βοήθησαν τήν εξέλιξη τής Ανθρωπότητας;

Να ναι τάχα σύμπτωμα απόγνωσης, ζωτικής ευτυχίας, εκφυλισμού; Η μήπως, αντίθετα, φανερώνουν την πληρότητα τής δύναμης, τη βούληση γιά ζωή, τό θάρρος καί την εμπιστοσύνη στο μέλλον τής ζωής

Σ’ αυτό τό ερώτημα βρήκα μέσα μου καί διακινδύνευσα χί­λιες δυο απαντήσεις, ξεχώρισα τις εποχές, τούς λαούς, τις σειρές των ατόμων – εξειδίκευσα τό πρόβλημά μου κι οι άπαντήσεις έγιναν καινούργιες ερωτήσεις, ερευνες, εικασίες, πιθανότητες, ώσπου επιτέλους κατάκτησα μια χώρα, ένα εντελώς δικό μου έδαφος, έναν ολόκληρο άγνωστο κόσμο, ανθηρό καί σε πλήρη ανάπτυξη, σαν ενα κρυφό κήπο πού κανένας δεν έπρεπε νά υπο­ψιάζεται την ύπαρξη του… «Αχ! πόσο ευτυχισμένοι είμαστε μεϊς πού γυρεύουμε τή γνώση, φτάνει νά ξέρουμε νά σιωπούμε γι’ άρκετό καιρό …

* Την πρώτη ώθηση γιά νά κάνω γνωστές μερικές από τις υποθέσεις μου γιά την καταγωγή τής ηθικής, μου την εδωσε ενα σαφές, καλογραμμένο καί συνετό, καί μάλιστα γεροντίστικα συνετό βιβλιαράκι, πού γιά πρώτη φορά μοϋ παρουσίασε καθα­ρά ενα είδος από άντεστραμμένες καί σάν διεστραμμένες γενεολογικές υποθέσεις, πραγματικά ά γ γ λ ι κ ο υ είδους. Τό βι­βλιαράκι αυτό μ’ τράβηξε σ’ εκείνη τήν ελκτική δύναμη πού εχει κάθε τί πού μάς είναι αντίθετο, κάθε τί πού βρίσκεται στούς άντίποδές μας. Τό βιβλίο αυτό είχε γιά τίτλο “Ή καταγωγή των ήθικών συναισθημάτων” συγγραφέας του ήταν ο δρ Πώλ Ρέε και είχε εκδοθεί στα 1877. Ίσως, δεν εχω διαβάσει ποτέ μου άλλο βιβλίο πού νά ξύπνησε τόσο δυνατά μέ­σα μου τήν άντίφαση, φράση προς φράση, συμπέρασμα προς συμπέρασμα: πάντως, αυτό έγινε χωρίς καμμιά πικρία, χωρίς τον παραμικρό εκνευρισμό.

Κατά βάθος, εκείνο πού είχα τότε μέσα μου ήταν κάτι πολύ πιο σπουδαίο από μιά σειρά δικές μου ή ξένες υπο­θέσεις γιά τήν καταγωγή τής ηθικής (ή, καλύτερα: ήταν μόνο ένας από τούς πολλούς δρόμους πού είχα πάρει γιά νά φτάσω στο σκοπό μου). Το ζήτημα, γιά μένα,, ήταν ή αξία τής ηθι­κής—καί σ’ αυτό τό σημείο είχα νά δώσω εξηγήσεις μόνο στον φημισμένο δάσκαλό μου Σοπενχάουερ, πού σ’ αυτόν αποτεινόταν αυτό τό βιβλίο, σαν σέ σύγχρονο άνθρωπο, μέ ολο του το πάθος καί την κρυφή του αντίθεση (γιατί κι αυτό ήταν «βιβλίο πο­λεμικής»)

Αναφερόταν, ιδιαίτερα, στην αξία του «μή εγωισμού» των ενστίκτων του οίκτου, τής αυταπάρνησης, της αυτοθυσίας πού τόσο καί τόσο καιρό μάς τα εξωράιζε ακριβώς ο Σοπενχάουερ καί τά θεοποιούσε καί τά ανέβαζε στις περιοχές του υπερ­πέραν, σέ σημείο, πού παραμείνανε γι’ αυτόν «άξιες καθ’ αυτές» καί πού σ’ αυτές βασίστηκε ή άρνησή του για τή ζωή και τον εαυτό του.

Αλλά ακριβώς εναντίον αυτών των ενστίκτων ορθώ­νονταν μέσα μου μια ολοένα και πιο βασική δυσπιστία, ένας ολο­ένα βαθύτερος σκεπτικισμός! Τα θεωρούσα ακριβώς σαν τό μ ε γ ά λ ο σκόπελο τής ανθρωπότητας, σαν τον πειρασμό και την υπέρτατη αποπλάνηση πού θα την οδηγούσε… που λοιπόν;… Στο μηδέν;

Τά έβλεπα σαν την αρχή τοϋ τέλους, σαν τό σταμάτημα τής πορείας, τήν κόπωση πού κοιτάζει προς τά πίσω, τή βούληση πού στρέφεται έναντια στη ζωή, τήν τελευταία αρρώστεια πού προμηνύεται μέ συμπτώματα τρυφερότητας καί μελαγχολίας: καταλάβαινα, πώς αυτή ή ηθική τοϋ οίκτου πού ολοένα έπεκτεινόταν, πού εφτανε ακόμα καί στους φιλόσοφους καί τούς άρρώσταινε, ήταν τό πιο ανησυχαστικό σύμπτωμα του ευρωπαϊκού μας πολιτισμού, πού κι’ αυτός ήταν καθ’ αυτός ανη­συχαστικός, ή στροφή του προς ένα καινούργιο βουδδισμό! προς εναν ευρωπαϊκό βουδδισμό! προς τον μηδενισμό! …

Πραγματικά, στούς φιλόσοφους είναι κάτι τό εντελώς καινούρ­γιο αυτή ή προτίμηση, αύτή ή υπερβολική καί εντελώς σύγχρονη εκτίμηση του οίκτου ως τα τώρα, οι φιλόσοφοι συμφωνοϋσαν ὠς προς τήν αρνητική αξία τοΰ οίκτου. Φτάνει νά άναφέρω τον Πλάτωνα, τόν Σπινόζα, τον Λαροσφουκώ καί τον Κάντ, αυτά τά τέσσερα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους πνεύματα, πού όμως συμφωνοϋσαν σ’ ένα σημείο : στήν περιφρόνηση τοΰ οί­κτου.

Αύτό τό πρόβλημα γιά τήν αξία τοϋ οίκτου καί τής άλτρουιστικής ήθικής (είμαι αντίπαλος τοΰ αξιοθρήνητου καί γυναικωτοϋ σύγχρονου συναισθηματισμού) φαίνεται αρχικά σαν μιά μεμονωμένη ιδέα, σάν ένα μοναδικό καί ξέχωρο έρωτηματικό αλλά, οποίος σταθεί εστω καί μια φορά σ’ αυτό, οποίος μάθει να ρωτάει, θά πάθει αυτό πού επαθα εγώ:

-θ’ άνοιξη μπροστά του μια καινούργια, απέραντη προοπτική, θά ζαλιστεί από τό δράμα μιας δυνατότητας, θά του φανερωθούν κάθε λογης δυσπι­στίες, υποψίες, φόβοι, θά κλονιστεί μέσα του κάθε πίστη για την ηθική, για κάθε λογής ηθική,—καί τέλος ή φωνή του θά κραυγάσει ενα καινούργιο αίτημα.

Ας πούμε, αυτό τό καινούρ­γιο αίτημα: μάς χρειάζεται μια κριτική των ηθικών άξιων, καί πρέπει νά εξεταστεί πρώτα – πρώτα ή αξία αυ­τών των άξιών καί, για να γίνει αυτό, είναι απόλυτα απαραίτητο νά γνωρίσουμε τις συνθήκες καί τις περιστάσεις όπου γεννήθηκαν, κι όπου Αναπτύχθηκαν καί παραμορφώθηκαν, την ηθική σαν συνέπεια, σύμπτωμα, μάσκα, υποκρισία, άρρώστεια η παρεξήγηση, αλλά καί την ηθική σαν αίτιο, φάρμακο, διεγερ­τικό, εμπόδιο ή δηλητήριο, νά τήν γνωρίσουμε όπως ποτέ δεν τήν γνώρισε κανένας ως τώρα, κι’ όπως ούτε πού θά γΰρευε νά τήν μάθει κανείς.

Τήν αξία αυτών τών «αξιών» τήν θεωρού­σαν δεδομένη, πραγματική, πέρα από κάθε αμφισβήτηση καί, χωρίς τήν παραμικρή αμφιβολία καί τον παραμικρό δισταγμό, δίνανε ώς τά τώρα ανώτερη αξία στον «καλό παρά στον κακό», ανώτερη από τήν άποψη τής προόδου, τής χρησιμότητας, τής γόνιμης επίδρασης γιά ὀ,τι αφορά τήν ανάπτυξη τοϋ ανθρώπου γενικά (χωρίς νά ξεχνούμε καί τό μέλλον τοϋ ανθρώπου).

Πώς; Καί τί θά γινόταν αν ίσχυε τό αντίθετο; Αν υπήρχε στον «κα­λό» κάποιο σύμπτωμα υποχώρησης, κάτι σάν κίνδυνος, σάν απο­πλάνηση, σάν δηλητήριο, σάν ναρκωτικό πού κάνει ίσως νά ζει τό παρόν εις βάρος τοΰ μέλλοντος, μέ πιο ευχάριστο καί πιο άβλαβή, ίσως, τρόπο, αλλά καί μέ πιο μικρόχαρο καί πιο ταπεινό ΰφος;…

Έτσι, ἀν δεν έφτασε ποτέ ό αν­θρώπινος τύπος στον υψηλότερο βαθμό δύναμης καί λαμπρότητας πού μπορούσε νά φτάσει, γι’ αυτό φταίει ακριβώς ή ηθική ! Έτσι, απ’ όλους τούς κινδύνους, νά ναι τάχα ὀ κατ’ εξοχήν κίνδυνος ή ηθική; …

Είναι αρκετό νά προσθέσω πώς καί ’γώ ο ίδιος, άπ τή στιγμή πού ανοίχτηκε μπροστά μου αυτή ή προοπτική, είχα λόγους νά γυρεύω πολυμαθείς, τολμηρούς καί εργατικούς συνεργά­τες (καί σήμερα, ακόμα, εξακολουθώ νά γυρεύω). Πρέπει νά διατρέξουμε, -θέτοντας ένα σωρό καινούργια προβλήματα, καί σαν μέ καινούργια μάτια,-την τεράστια, την μακρυνή και την τόσο μυστηριώδη χώρα τής ήθικής, τής ηθικής πού υπήρξε πραγ­ματικά καί πού πραγμκτικά την έζησαν οι άνθρωποι: άλλα, Έτσι, δεν είναι σαν νά ανακαλύπτουμε αύτή τή χώρα;… Αν, ανάμεσα στους άλλους, σκέφτηκα και τον δρα Ρέε, τό έκα­να γιατι ούτε γιά μιά στιγμή δεν άμφέβαλα πώς ή ίδια ή φύση, τών προβλημάτων πού έθετε, θά τον έσπρωχνε νά βρει τή λύση τους με μιά πιο σωστή μέθοδο.

Νά γελάστηκα, άραγε σ’ αυτό; Πάντως, ή επιθυμία μου ήταν νά δώσω σ’ ενα τόσο διαπεραστικό καί τόσο αμερόληπτο μάτι μιά καλύτερη κατεύθυνση, τήν κατεύ­θυνση προς μιαν αληθινή ‘Ιστορία τής Ηθικής καί νά τό προφυλάξω, όσο ήταν καιρός ακόμα, από έναν ολόκληρο κόσμο από εγγλέζικες υποθέσεις κτισμένες επάνω στον γαλά­ζιο αιθέρα.

Είναι φανερό πώς γιά κείνον πού ασχολείται μέ τήν γενεολογία τής ήθικής υπάρχει ενα χρώμα χίλιες φορές προτιμότερο από τό γαλάζιο: εννοώ τό γκρίζο, κάθε τί, δηλα­δή, πού στηρίζεται σέ αποδείξεις, κάθε τί πού μπορούμε νά τό διαπιστώσουμε πραγματικά, καί πού πραγματικά υπήρξε, μέ λίγα λόγια, ολο τό μεγάλο ιερογλυφικό κείμενο, πού τόσος μόχθος χρειάζεται γιά νά τό διαβάσεις, τοΰ παρελθόντος τής ανθρώπινης ήθικής!—ό δρ Ρέε δέν τό γνώριζε, είχε, όμως, διαβάσει τον Δαρβΐνο καί γι’ αυτό, στις υποθέσεις του, βρίσκουμε μέ τρόπο του­λάχιστον διασκεδαστικό, τό άνθρώπινο κτήνος τοϋ Δαρβίνου ν’ απλώνει ευγενικά τό χέρι του στον ταπεινό ηθικό θηλυπρεπή, στο εντελώς σύγχρονο αυτό δημιούργημα πού «δεν δαγκάνει πιά» άλλά πού απαντάει σ’ αΰτή τήν εΰγενικιά χειρονομία μέ μιά έκ­φραση γεμάτη από ευσυνείδητη καλοπροαίρετη και αβρή νωθρότητα, μαζί μέ κάποια απαισιοδοξία, σάν νά μήν αξίζει τον κόπο νά παίρνει κανένας τόσο στά σοβαρά ολην αυτή τήν υπόθεση— δηλαδή τό πρόβλημα τής ήθικής.

Οσο γιά μένα, μοΰ φαίνεται πώς, άντίθετα, δέν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο πού ν’ αξίζει τόσο πολύ νά τό παίρνουμε στά σοβαρά καί τότε, θά μας αξίζει τό δικαίωμα νά τό πάρουμε μιά μέρα χαρου­μένα. Γιατί, πραγματικά, ή χαρά, ή, γιά νά μιλήσω στή γλώσσα μου, ή χαρούμενη γνώση, είναι μιά άνταμοιβή.

Ανταμοιβή γιά μιαν αδιάκοπη, τολμηρή, επίμονη υποχθό­νια προσπάθεια πού, γιά νά ποϋμε τήν αλήθεια, δεν μπορεί νά τήν κάνει ο καθένας. Τή μέρα όμως, πού θά μπορέσουμε νά φωνάξουμε: «Εμπρός! Τώρα μπαίνει στον τομέα τής κωμω­δίας κι’ ή παλιά μας ηθική», τότε θάχουμε ανακαλύψει και­νούργια πλοκή, μια καινούργια δυνατότητα γιά τό διονυσιακό δραμα τής Μοίρας τ ή ς ψ υ χ ή ς, — καί θά μπορέσουμε νά στοιχηματίσουμε πώς επωφελήθηκε κι όλας άπ’ αυτή τήν ανα­κάλυψη ο μεγάλος, ό πανάρχαιος, ο αιώνιος κωμωδιογράφος τής ύπαρξής μας !…

Αν βρούνε μερικοί ακατανόητο αυτό τό γραπτό, κι αν τούς κτυπάει άσχημα στ’ αυτί, μου φαίνεται πώς δεν είναι δικό μου αναγκαστικά τό σφάλμα. Αυτά πού λέω είναι αρκετά καθα­ρά, μέ τήν προϋπόθεση—καί τό προϋποθέτω αυτό—πώς ο ανα­γνώστης θά εχει κάνει τον κόπο νά διαβάσει τά προηγούμενα «έργα μου: γιατί, πραγματικά, αυτά δεν είναι καί τόσο ευκολο­νόητα.

Τον Ζαρατοϋστρα μου, παραδείγματος χάρη, δεν μπορεί νά καυχηθεΐ κανένας πώς τον ξέρει αν δεν εχει πλη­γωθεί κάποτε βαθειά κι αν δεν γοητεύτηκε υστέρα κρυφά άπό τήν κάθε του λέξη, γιατί, τότε μονάχα θαχει τό προνόμιο νά πάρει μέρος στο άλκυόνιο στοιχείο πού γέννησε αυτό τό εργο, θά λατρέψει τήν λαμπρή του καθαρότητα, τό πλάτος του, τήν μεγάλη του προοπτική, τή σιγουριά του.

Σ’ άλλες, πάλι, περι­πτώσεις, τό αφοριστικό ύφος των γραπτών μου παρουσιάζει κά­ποια δυσκολία- αλλά τούτο γίνεται γιατί σήμερα δεν παίρνουν οι Άνθρωποι άρκετά στά σοβαρά αυτό τό ΰφος. Ενας άφορισμός πού τό χύσιμο καί τό δούλεμά του είναι όπως πρέπει νά είναι, δεν «άποκρυπταγραφεϊται» μόνο μέ τό διάβασμα κάθε άλλο, μάλιστα, γιατί τότε μόλις αρχίζει ή ερμηνεία του, καί γιά τήν ερμηνεία χρειάζεται μιά τέχνη.

Στήν τρίτη πραγματεία αυτού του τόμου, δίνω ενα παράδειγμα εκείνου πού ονομάζω τώρα «ερμηνεία»:—ή πραγματεία αυτή σχολιάζει τον άφορισμόν πού υπάρχει στήν αρχή της. Ή αλήθεια είναι, πώς, γιά νά ανεβά­σουμε τήν ανάγνωση στο ύψος μιας τέχνης, πρέπει πρώτ’ άπ’ δλα νά έχουμε μιάν ικανότητα πού τήν έχουμε ξεχάσει άκριβώς σήμερα—και γι’ αυτό θά περάσει πολύς καιρός για να «δια­βάζονται» τά γραπτά μου— μιαν ικανότητα πού απαιτεί να εχουμε σχεδόν τή φύση τής αγελάδας καί ο χ ι, οπωσδήποτε, τη φύση τοΰ «σύγχρονου ανθρώπου» εννοώ την ικανότητα του μ ι κ ρ ό κ ο σ μ ο υ …

Ιούλιος 1887