Ad Code

Responsive Advertisement

Οι θέσεις της Λέσχης Bilderberg για το ουκρανικό και άλλα ζητήματα, στα πλαίσια της 62ης συνόδου


Οι θέσεις της Λέσχης Bilderberg για το ουκρανικό και άλλα ζητήματα, στα πλαίσια της 62ης συνόδου

Του Boris Novoseltsev

Κέντρο Στρατηγικών Μελετών της Μόσχας

Απόδοση: Ας Μιλήσουμε Επιτέλους

Η 62η σύνοδος της Λέσχης Bilderberg, μιας από τις σημαντικότερες κλειστές «δομές» της παγκόσμιας διακυβέρνησης, στην οποία εδώ και αρκετά χρόνια οι δημοσιογράφοι έχουν προσδώσει το προσωνύμιο «η παγκόσμια κλίκα», πραγματοποιήθηκε φέτος στην Κοπεγχάγη, στο διήμερο της 31ης Μαΐου - 1ης Ιουνίου.

Το δελτίο τύπου που εξέδωσε η λέσχη ανέφερε, πως η ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων επρόκειτο να καλύψει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως, μεταξύ άλλων,

- «το μέλλον της δημοκρατίας και της μεσαίας τάξης»,

- «τη νέα διεθνή αρχιτεκτονική της Μέσης Ανατολής» και

- «το μέλλον της Ευρώπης».

Η ασαφής και διφορούμενη αυτή διατύπωση σαφώς απέκρυπτε πιο συγκεκριμένα ζητήματα τα οποία επίσης τέθηκαν σε συζήτηση.

Μεταξύ των θεμάτων αυτών ήταν:

- η προοπτική του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, και συγκεκριμένα το πώς αυτή έχει διαμορφωθεί μετά την προσέγγιση μεταξύ Ρωσίας, Κίνας και Ιράν,

- η άνοδος των εθνικιστικών κινημάτων στην Ευρώπη, η οποία κατά τους συνέδρους αυξάνει τον κίνδυνο της διάλυσής της,

- η συμφωνία για το φυσικό αέριο μεταξύ Ρωσίας και Κίνας,

- η επικείμενη θέσπιση νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικής με την προστασία του ιδιωτικού βίου και των προσωπικών δεδομένων στο Διαδίκτυο,

- οι πόλεμοι στον κυβερνοχώρο και οι συνέπειές τους για την ελευθερία του διαδικτύου, καθώς και

- η κλιματική αλλαγή.

Ωστόσο, δύο υπήρξαν τα κομβικής σημασίας ζητήματα:

- η κατάσταση στην Ουκρανία και

- η εξωτερική πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα, η οποία θεωρείται ανεπαρκής από τους ισχυρούς κύκλους του παγκόσμιου κατεστημένου.

Ο τόνος κατά τις συζητήσεις των παραπάνω θεμάτων διαμορφώθηκε με γνώμονα την μακράς πνοής σύμβαση που υπεγράφη μεταξύ Ρωσίας και Κίνας για το φυσικό αέριο. Σύμφωνα με Δυτικούς παρατηρητές, η σύμβαση αυτή επέτρεψε στη Ρωσία να ενισχύσει σημαντικά τη θέση της στον κόσμο γενικότερα, και πιο συγκεκριμένα στην Ουκρανία. Μια μακροπρόθεσμη συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και Κίνας με βάση το φυσικό αέριο αφαιρεί από το Κίεβο το πλεονέκτημα που διατυπώθηκε πρόσφατα στα πλαίσια συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας, η οποία επικεντρώνεται στο ζήτημα του ελέγχου του αγωγού που συνδέει τη Ρωσία με τους Ευρωπαίους εμπορικούς εταίρους της. Συγχρόνως, μια στρατηγική συμμαχία μεταξύ Κίνας και Ρωσίας αποτελεί, εδώ και πολύ καιρό, μόνιμο πονοκέφαλο για τη Δύση, η οποία έχει κάνει μέχρι στιγμής ό, τι ήταν δυνατόν για να αποτραπεί η επαναπροσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών.

Ένας από τους συμμετέχοντες στη συνεδρίαση της Λέσχης Bilderberg στην Κοπεγχάγη επιβεβαίωσε ότι η Ουκρανία ήταν ένα από τα πρώτα θέματα στην ημερήσια διάταξη κατά την πρωινή συνεδρίαση της 31ης Μαΐου. Το ποιοί ακριβώς συμμετείχαν στη συνάντηση παραμένει άγνωστο, αλλά μπορεί να προβεί κανείς σε ορισμένα συμπεράσματα βάσει της λίστας των προσκεκλημένων.

Όλα δείχνουν, επομένως, ότι οι συμμετέχοντες της συνεδρίασης δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι η τρέχουσα στρατηγική των ΗΠΑ στην Ουκρανία είναι αναποτελεσματική, αλλά δεν ήταν όλοι απολύτως βέβαιοι για τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα πρέπει να αλλάξει. Είχαν δε ιδιαίτερες αμφιβολίες ως προς το εάν και κατά πόσο κρίνεται αναγκαίο η Δύση να μειώσει το επίπεδο της έντασης στις σχέσεις της με τη Μόσχα σχετικά με το ουκρανικό ζήτημα.

Θεωρείται δεδομένο ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Άντερς Φογκ Ράσμουσεν, και ο Φίλιπ Μπρήντλαβ, Αμερικανός στρατηγός και διοικητής των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, συμμετείχαν επίσης στη συνεδρίαση της Bilderberg για την Ουκρανία. Αρκετές ημέρες πριν από τη σύνοδο της Λέσχης, μετά τη συνάντηση των Αρχηγών του προσωπικού του ΝΑΤΟ, ο ίδιος ο Φίλιπ Μπρήντλαβ είχε δηλώσει ότι η συμμαχία δεν στοχεύει σε αλλαγή του πλαισίου των σχέσεών της με τη Ρωσία σε παγκόσμια θέματα ασφάλειας, ως αποτέλεσμα της ουκρανικής κρίσης, και ιδίως σε σχέση με το Αφγανιστάν. (Προφανώς ο Αμερικανός στρατηγός παρέλειψε να διευκρινίσει εάν η Ρωσία επιθυμούσε από την πλευρά της να διατηρήσει το πλαίσιο των σχέσεών της με το ΝΑΤΟ, ως αποτέλεσμα των διαφορών της με αυτό ως προς το ζήτημα της Ουκρανίας.) Η θέση του Ράσμουσεν είναι μεν λιγότερο σαφής, αλλά σε πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις δεν φάνηκε να επιδιώκει μια ένταση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.

Ο Γιουτζήν Ράμερ, διευθυντής του Προγράμματος για τη Ρωσία και την Ευρασία στο Κέντρο Κάρνεγκι, ο οποίος στο παρελθόν επεσήμανε το γεγονός ότι το ουκρανικό ζήτημα απέχει πολύ από τον "ρωσικό παράγοντα", αλλά οφείλεται σαφώς στο κενό ασφαλείας που δημιουργήθηκε από τις ενέργειες του καθεστώτος του Κιέβου μετά τα γεγονότα του Μαϊντάν, ήταν επίσης παρών στη σύσκεψη της Bilderberg για το ουκρανικό. Σημειωτέον ότι, ο Ράμερ είναι της άποψης ότι οι προσπάθειες του Κιέβου για άμεση εξασφάλιση στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ (π.χ. με τη μορφή των προμηθειών όπλων) είναι αντιπαραγωγική, δεδομένου ότι η ίδια η Ουκρανία είναι ο 9ος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στον κόσμο, οπότε το πρόβλημά της δεν είναι η έλλειψη εξοπλισμών, αλλά μάλλον το πλεόνασμά τους.

Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι στην συνεδρίαση δεν παραβρέθηκε σχεδόν κανένας από τους εκπροσώπους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίοι ασχολούνται με την Ουκρανία. Κανείς τους δεν έλαβε πρόσκληση για τη σύνοδο της Κοπεγχάγης (με εξαίρεση τον υπουργό Εξωτερικών της Σουηδίας, Καρλ Μπιλντ). Σύμφωνα με παρατηρητές, οι Ευρωπαίοι σταδιακά παραμερίζονται από τη συμμετοχή σε συσκέψεις της διεθνούς ελίτ για την επίλυση του ουκρανικού ζητήματος.

Σε γενικές γραμμές, ήταν αναμενόμενη η εκδήλωση έντονης ανησυχίας εκ μέρους των μεγάλων βιομηχάνων και επιχειρηματιών που παραδοσιακά αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό των προσκεκλημένων στις συνόδους της Λέσχης Bilderberg στα πλαίσια των συσκέψεων στην Κοπεγχάγη. Οι δε φόβοι τους εστιάζονται στις κυρώσεις που εισηγήθηκε η κυβέρνηση Ομπάμα κατά της Ρωσίας, οι οποίες έγιναν αφορμή να προκληθεί πανικός και να διακινδυνεύσουν οι επιχειρήσεις τους, χωρίς να υπάρχουν κάποια προφανή οφέλη.

Επιπλέον, οι επικριτές της κυβέρνησης Ομπάμα πιστεύουν ότι η τελευταία, με τις ενέργειές της σε σχέση με το ουκρανικό ζήτημα, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την επιτυχημένη εδραίωση μιας ανάπτυξης μακρόπνοων στρατηγικών σχέσεων μεταξύ του Πεκίνου και της Μόσχας, γεγονός το οποίο η Δύση δεν μπορεί παρά να θεωρήσει ως απειλή για το σύστημα της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Εξ ου και η εκ νέου αναγωγή της ανάπτυξης μιας εταιρικής σχέσης μεταξύ της Κίνας και της Ρωσίας σε προτεραιότητα.

Μετά την ειδική σύσκεψη της Λέσχης Bilderberg, κατέστη προφανές ότι η πίεση που ασκείται στον Μπαράκ Ομπάμα αυξάνεται στη Δύση από δύο πλευρές ταυτόχρονα: αφ’ ενός από εκείνους που τάσσονται υπέρ της μείωσης της λεκτικής επιθετικότητας του Λευκού Οίκου έναντι της Ρωσίας, και αφ’ ετέρου από εκείνους που τηρούν έντονα επικριτική στάση έναντι της έλλειψης αποφασιστικότητας του Προέδρου των ΗΠΑ όσον αφορά στην Ουκρανία και πιστεύουν ότι η Ουκρανία θα πρέπει να διατηρηθεί ως πρόσφορο έδαφος για την καταπολέμηση της Ρωσίας κατά τα προσεχή έτη.

Είναι δύσκολο στην παρούσα φάση να προβλέψει κανείς ποια θα είναι η τελική έκβαση βάσει των δυναμικών αυτών. Ωστόσο, είναι αρκετά προφανές ότι η δυσαρέσκεια εναντίον της Ουάσιγκτον έχει αυξηθεί στη Δύση από την προηγούμενη συνεδρίαση της Λέσχης Bilderberg μέχρι την φετινή. Η δυσαρέσκεια αυτή παρατηρείται μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών, των ιδιοκτητών πολυεθνικών επιχειρήσεων, αλλά ακόμη και μέρους της ελίτ που κυβερνά τις ΗΠΑ. Η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης που ανέκυψε κατά την ουκρανική κρίση είναι ότι υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει πραγματικό γεγονός η απομόνωση της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον που υιοθετήθηκε με σκοπό τον εκφοβισμό της Ρωσίας, και να αποδειχθεί μπούμερανγκ για τις ίδιες τις ΗΠΑ.

Δεν θα πρέπει να αναμένεται στο αμέσως επόμενο διάστημα η επαλήθευση και η εφαρμογή των αποφάσεων που πάρθηκαν στο πλαίσιο των μυστικών συσκέψεων της Λέσχης Bilderberg, αλλά θα αρχίσουν να γίνονται αισθητές από το φθινόπωρο, σε όλους τους σημαντικούς τομείς της διεθνούς πολιτικής, και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Κίνα, τη Ρωσία και την Ουκρανία.