Ad Code

Responsive Advertisement

Αφηγήσεις των Blackfoot για τη διατροφή: ένα ταξίδι στον κόσμο της φύσης


Αφηγήσεις των Blackfoot για τη διατροφή: ένα ταξίδι στον κόσμο της φύσης

Οι παρακάτω μύθοι των Blackfoot, που συνδέονται με όσα περιγράψαμε σε προηγούμενο κείμενο (Blackfoot: κυνηγώντας στην ελευθερία), δείχνουν την ενότητα που διέτρεχε την ζωή τους.

Η διατροφή και το πνεύμα τους, άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους, είχαν ένα νόημα, που ο μύθος τού έδινε σχήμα. Όσα έτρωγαν ήταν όσα τους πρόσφερε απλόχερα η φύση. Η επικοινωνία τους με τα άλλα ζώα και το άρρητο της ύπαρξης είχαν να κάνουν και με την επιβίωσή τους. Το πνεύμα και το σώμα ήταν δεμένα σε μια ενότητα, που δεν αποζητούσε εξηγήσεις κι αποδείξεις. Οι βίσωνες δεν αποτελούσαν απλώς ένα θήραμα, αλλά μια πηγή ζωής, που εκτιμούσαν απεριόριστα. Τα Κογιότ συχνά στέκονταν πνευματικοί σύμμαχοι στην πορεία τους.

Το κυνήγι για τις ινδιάνικες φυλές, γενικά, προετοιμαζόταν με θρησκευτικές τελετές. Οι μύθοι και θρύλοι που δείχνουν τη φιλία των ζώων προς τους ανθρώπους είναι πολλοί. Επειδή περνούσαν περιόδους πείνας, πρόσφεραν (ως επί το πλείστον αναίμακτες) θυσίες στα ζώα που κυνηγούσαν. Κάθε φυλή είχε δικούς της κανόνες για το κυνήγι, με βασικό σκοπό να διατηρήσουν αγαθές σχέσεις με τα ζώα. Η συνάντηση με ένα από αυτά σε όνειρο ήταν ευπρόσδεκτη, αλλά θεωρούνταν επικίνδυνο να συναντήσουν ένα ζώο με μορφή ανθρώπου.

Το πιο σημαντικό κυνήγι ήταν του βίσωνα, απ’ τον οποίο χρησιμοποιούσαν κάθε μέρος. Σε όλα τα χωριά υπήρχαν «χοροί βισώνων», που συνόδευαν τις προσευχές και βοηθούσαν τους βίσωνες να τρώνε και να πολλαπλασιάζονται, γιατί απ’ αυτούς εξαρτιόταν και η ζωή της κοινότητας. Για τους ινδιάνους της πεδιάδας, το ζώο αυτό ήταν απαραίτητο στοιχείο της ελεύθερης ζωής. Οι λευκοί, καταστρέφοντας τους βίσωνες, πρόσθεσαν αναντίρρητα ακόμη μερικά σταθμά για τον αφανισμό των ελεύθερων ινδιάνικων κοινοτήτων.

Τρεφόμενος από ένα Πνεύμα

Κάποτε ένας άνδρας κατασκήνωσε μόνος [με την οικογένειά του]. Είχε φύγει, για να κυνηγήσει δίχως συντροφιά. Τη νύχτα, άκουσαν μια φωνή να τους λέει «η μητέρα μου θέλει να χρησιμοποιήσει το δοχείο σας». Τότε ο άνδρας είπε στην γυναίκα του. «Γυναίκα, άφησέ τους να το πάρουν».

Μετά από κάποιο διάστημα, ο κάδος επέστρεψε πίσω στο κατάλυμα και άκουσαν μια φωνή να τους λέει «Μπορείτε να φάτε ό,τι έχει μέσα. Είναι κρέας». Μόλις κοίταξαν μέσα στον κάδο, βρήκαν ένα κομμάτι ενός παλιού καλύμματος σκηνής, που είχε βραστεί. Μετά από λίγο το Πνεύμα ξαναήρθε και είπε «Δεν το φάγατε. Θα σας προσφέρω κάτι άλλο». «Όχι», είπε ο άντρας, «δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο. Το φάγαμε». Απάντησε έτσι, γιατί το είχαν κρύψει. «Τότε», είπε το πνεύμα, «θέλω να δανειστώ πάλι τον κάδο». Έτσι, ο άνδρας είπε «Γυναίκα, άστον να το πάρει».

Μετά από λίγο, το πνεύμα τον έφερε πάλι πίσω γεμάτο και είπε: «Ορίστε, μερικά κομμάτια κρέας και εντόσθια». Τώρα, μόλις κοίταξαν μέσα, βρήκαν μερικά πολύ παλιά κόκκαλα και ξύλινα ραβδιά, χωρίς κρέας.

Ο άντρας είπε: «θα πρέπει να στείλω έναν νέο να σκοτώσει κάποιο θήραμα». Το επόμενο πρωί, καθώς έβγαινε απ’ το κατάλυμά του, άκουσε κάποιον να λέει «ορίστε το κρέας». Κοιτάζοντας γύρω, είδε έναν βίσωνα να βρίσκεται στο έδαφος. Τότε άρχισε να τον κόβει σε κομμάτια. Τώρα ένιωθε χαρούμενος, που είχε κάτι να φάει. Ήταν άφθονο.

Τρεφόμενος από ένα κογιότ

Κάποτε ένας νέος κι ο μικρός του αδερφός ταξίδευαν κι έχασαν τον δρόμο τους σ’ ένα λιβάδι. Ξέμειναν από φαγητό και πεινούσαν πολύ. Κάποια μέρα, είδαν ένα κογιότ να τρώει και το πλησίασαν. Κι οι δυο τους ήταν λεπτοί, τίποτε άλλο πέρα απόblf3πετσί και κόκκαλο. Ο νέος είπε στο κογιότ «Δώσε στον μικρό μου αδερφό κάτι να φάει και κάθε φορά που θα κυνηγώ, θα αφήνω πάντα στο μονοπάτι φαγητό για σένα». «Εντάξει», συμφώνησε το κογιότ, «θα είσαι ασφαλής».

Το κογιότ είχε αφήσει ένα μικρό κομμάτι, όταν ο νέος εμφανίστηκε, και τους είπε «θα μείνετε εδώ και θα φάτε, μέχρι να δυναμώσετε και τότε θα σας πάω σπίτι». Υπήρχε μια κορυφογραμμή εκεί κοντά και το κογιότ είπε: «θα δω πώς θα βρείτε περισσότερο φαγητό, αλλά δεν πρέπει να με παρακολουθείτε.

Τώρα κλείστε τα μάτια σας». Μετά από λίγο, άκουσαν το Κογιότ να τραγουδάει «Ψάχνω στα δυτικά κάτι, για να φάω» [αυτό τραγουδιόταν με μια χαμηλόφωνη μελωδία, όπως όλα τα τραγούδια στις παιδικές ιστορίες].

«Τώρα, ελάτε εδώ», τους είπε το Κογιότ. Έτσι, άνοιξαν τα μάτια τους και πήγαν. Το Κογιότ είχε μαζί του ένα νεαρό βίσωνα. Τον έκοψε κομμάτια και τον έφαγαν. Έτσι συνεχίστηκε από μέρα σε μέρα. Το Κογιότ ταξίδεψε κατά μήκος της κορυφογραμμής προς το σπίτι τους. Κάθε φορά που το Κογιότ κοιτούσε προς τη δύση και τραγουδούσε το τραγούδι του, έπεφτε απ’ την κορυφή προς την πλευρά τους κομμάτι κρέας. Έτσι, το Κογιότ τους οδήγησε σπίτι τους.

Οι μύθοι τους, λοιπόν, αναφέρονταν σε ιερές πράξεις∙ δεν είχαν διδακτικό περιεχόμενο. Τα παραμύθια έπλεκαν το θαυμαστό με το καθημερινό και αντιμετωπίζονταν με σοβαρότητα κι όχι σαν ιστοριούλες, για να περνάει η ώρα, ενώ οι κωμικές ιστορίες λέγονταν απλώς για διασκέδαση οποιαδήποτε στιγμή. Συχνά κορόιδευαν τις ανθρώπινες αδυναμίες, παρουσιάζοντάς τες με αστείο τρόπο. Οι αφηγήσεις των ινδιάνων δεν είχαν ηθικά διδάγματα, που έθεταν κανόνες ούτε έδιναν ένα τελεσίδικο ξεκάθαρο μήνυμα. Ο καθένας μπορούσε να τις ερμηνεύσει όπως του ταίριαζε και να βρει τις δικές του αλήθειες. Γιατί έτσι μόνο γίνονταν πραγματικά, αφημένα στη διαίσθηση, που τις μετέπλαθε.

ΠΗΓΗ