Ad Code

Responsive Advertisement

Νέες εστίες έντασης σε Κύπρο και Βαλκάνια


Νέες εστίες έντασης σε Κύπρο και Βαλκάνια

Γράφει ο Περικλής Νεάρχου

Πρέσβυς ε.τ.

Η προσοχή είναι δικαιολογημένα στραμμένη προς την Κυπριακή ΑΟΖ στην οποία επιχειρεί η Άγκυρα να θέσει σε εφαρμογή τα αρπακτικά της σχέδια. Τα γυμνάσια από τις 20 έως τις 23 Οκτωβρίου του ρωσικού στόλου στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύπρου και Συρίας και, στη συνέχεια, του Ισραήλ, δυτικότερα, έρχονται να υπενθυμίσουν στην Τουρκία ότι τα σχέδια και οι προκλήσεις της δεν ενοχλούν μόνο την Κύπρο.

Πού είναι όμως η Ελλάδα;

Η Άγκυρα ενώ προκαλεί και επιχειρεί νέο Αττίλα ΙΙΙ στην Κυπριακή ΑΟΖ, συνεχίζει παραλλήλως τις αποστολές τουρκικών σκαφών στις Κυκλάδες, επιδιώκοντας να προβάλει την ιδέα «ίσων» δήθεν δικαιωμάτων σε όλο το Αιγαίο και να το αμφισβητήσει ως Ελληνικό Εθνικό χώρο. Επιδιώκει επίσης να αποτρέψει την Ελλάδα από οποιαδήποτε παρέμβαση στην Κυπριακή ΑΟΖ.

Η συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας για συνεργασία στην έρευνα και διάσωση είναι θετικό βήμα, γιατί έρχεται ως απάντηση στην μετατροπή από την Άγκυρα της κατεχόμενης Αμμοχώστου σε βάση για έρευνα και διάσωση στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου. Χρειάζονται όμως και άλλα βήματα, γιατί οι ψευδαισθήσεις για δήθεν «λύση», μέσω των παραχωρήσεων της Ελληνικής πλευράς, οδήγησαν την Κύπρο σε οριακή κατάσταση.

Αυτό που θέλει επιπλέον η Άγκυρα από την περιβόητη «διζωνική ομοσπονδία» του Σχεδίου Ανάν, είναι το φυσικό αέριο της Κύπρου. Για την επίτευξη του στόχου αυτού δεν αρκείται στην προβολή των «δικαιωμάτων» των τουρκοκυπρίων. Επεμβαίνει ευθέως, απειλώντας με αρπαγή της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου.

Η ελληνική πλευρά πρέπει να συναγάγει τα συμπεράσματά της και να επανεξετάσει την αυτοκαταστροφική πορεία που ακολουθεί. Προτεραιότητα είναι η διαφύλαξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι το βάθρο του αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού. Η αναστολή της Ελληνικής συμμετοχής στις διακοινοτικές συνομιλίες δεν πρέπει να έχει περιστασιακό και προσωρινό χαρακτήρα. Πρέπει να γίνει η αρχή του απεγκλωβισμού της Ελληνικής πλευράς από μία αυτοκαταστροφική διπλωματική στρατηγική. Πρέπει επίσης να γίνει η αρχή για την ενίσχυση των σχέσεων της Κύπρου με τις χώρες εκείνες που αποδεικνύονται στις δύσκολες ώρες στρατηγικοί σύμμαχοί της. Πρέπει, τέλος, να γίνει η αρχή για την ενίσχυση της άμυνας της Κύπρου και των αμυντικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου.

Άνοδος του γεωπολιτικού ανταγωνισμού

Η Συρία ήταν η αφετηρία του κύκλου των εντάσεων κι ενός νέου γεωπολιτικού ανταγωνισμού που άρχισε μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, μετά από μία σύντομη απόπειρα του προέδρου Ομπάμα να εξομαλύνει τις σχέσεις μεταξύ των δύο δυνάμεων και να εγκαινιάσει μία νέα περίοδο συνεργασίας. Η κρίση στη Συρία συνδυάσθηκε με τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» και τις ελπίδες που επενδύθηκαν από την αμερικανική πολιτική στο «ήπιο Ισλάμ». Η τερατογένεση της πολιτικής αυτής, με τη μορφή του ISIS/ISIL, αφύπνισε και κινητοποίησε δυνάμεις που ωθούν προς τον πιο ακραίο θρησκευτικό φανατισμό και ολοκληρωτικό πόλεμο, με ασύλληπτες βαρβαρότητες.

Η πολιτική του υποτιθέμενου «ήπιου» Ισλάμ έφερε επίσης στην εξουσία τη Μουσουλμανική Αδελφότητα με τον Πρόεδρο Μόρσι στην Αίγυπτο, που ανετράπη από την στρατάρχη Αλ Σίσι. Ο τελευταίος, μετά από μία μεγάλη παρένθεση, από την εποχή της δεκαετίας του ’70, επανέφερε τις στρατηγικές σχέσεις της Αιγύπτου με τη Ρωσία που είχαν εγκαινιασθεί από την εποχή του προέδρου Νάσερ. Διέψευσε επίσης τις μεγάλες φιλοδοξίες της Άγκυρας, που είχε εναγκαλισθεί τον Ισλαμιστή Πρόεδρο Μόρσι, τον οποίο εξακολουθεί να υποστηρίζει. Στις αρχές Νοεμβρίου θα λάβει χώρα στο Κάιρο τριμερής συνάντηση κορυφής Ελλάδας – Κύπρου και Αιγύπτου, που έχει πολύ ιδιαίτερη σημασία.

Μία δεύτερη μεγάλη εστία διεθνούς κρίσεως, ξέσπασε, λίγο αργότερα, με Δυτική πάλι υπαιτιότητα, στην Ουκρανία. Όπως όμως έχει διαμορφωθεί η σημερινή ισορροπία, η ηγεσία της Ουκρανίας και οι σύμμαχοί της βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα είτε να συμβιβασθούν με μία λύση που θα αποτρέπει την ένταξη της Ουκρανίας στο Δυτικό στρατόπεδο, είτε να αντιμετωπίσουν την προοπτική διχοτομήσεως της χώρας, που δεν θα περιορισθεί στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ. Θα περιλάβει επίσης προς τον Βορρά το Χάρκοβο και δυτικά την Οδησσό, τη Χερσώνα και όλη την περιοχή μέχρι την Υπερδνειστερία.

Φαίνεται όμως πως ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός που άρχισε στην Ουκρανία θα έχει συνέχεια στα Βαλκάνια, τη φορά αυτή με ρωσική πρωτοβουλία. Θα είναι ένα είδος ρωσικής διπλωματικής αντεπιθέσεως. Ο τελευταίος σοβιετικός ηγέτης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, είχε αποδεχθεί την επανενωμένη Γερμανία να παραμείνει στο ΝΑΤΟ υπό τον όρο ότι η Βορειο-ατλαντική Συμμαχία δεν θα υπερβεί τα γερμανικά σύνορα. Η υποχώρηση αυτή ισοδυναμούσε με μεγάλη ανατροπή για τη Σοβιετική πολιτική. Οι σκέψεις στην αμερικανική πολιτική για επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και για ένταξη σε αυτό όλων των χωρών που ήταν προηγουμένως στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας ή ήταν στενοί σύμμαχοι της Μόσχας, άρχισαν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 επί προεδρίας Κλίντον. Είχε γίνει τότε φανερή η πλήρης αδυναμία της μετα-Σοβιετικής Ρωσίας με τον Πρόεδρο Γέλτσιν και τις περιβόητες «μεταρρυθμίσεις» του, με τις οποίες διέλυσε κυριολεκτικά τη χώρα.

Στο χρονικό αυτό σημείο έγινε και η επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, με στόχο τη γεωπολιτική αναδιάρθρωση των Βαλκανίων, την ένταξή τους στη Βορειοατλαντική Συμμαχία και, στη συνέχεια, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπολαμβανομένων των δύο θεσμών ως δύο όψεων του ιδίου νομίσματος.

Τα σηματοδοτεί η επίσκεψη Πούτιν στο Βελιγράδι

Η πρόσφατη επίσκεψη Πούτιν στο Βελιγράδι, με αφορμή τον εορτασμό των εβδομήντα χρόνων από την απελευθέρωση του Βελιγραδίου από τους Παρτιζάνους του Τίτο και τον Κόκκινο Στρατό, έρχεται να υπενθυμίσει σε αυτούς που πρωτοστάτησαν στην επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, ότι η σημερινή Ρωσία δεν είναι η Ρωσία του Γέλτσιν. Έχει σήμερα την ισχύ για να έχει λόγο στα Βαλκάνια, να στηρίξει τους συμμάχους της, όπως τη Σερβία, και να αμφισβητήσει τη νέα γεωπολιτική τάξη που θέλουν να εγκαθιδρύσουν στα Βαλκάνια οι ΗΠΑ, αποκλείοντας κάθε ρωσική παρουσία και επιρροή.

Σε αυτό το πνεύμα, ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, είχε προβεί προηγουμένως σε δήλωσε, με αφορμή τα Σκόπια, κατά της εντάξεως στο ΝΑΤΟ της Δημοκρατίας των Σκοπίων, της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης και του Μαυροβουνίου.

Είναι γι αυτό ευνόητη η σπουδή των ΗΠΑ να προωθήσουν την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και την ένταξη συνολικά των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιστρατεύουν για τον σκοπό αυτό και τη Γερμανία, που διαθέτει ισχυρούς μοχλούς οικονομικών πιέσεων μέσω της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει, στο πλαίσιο αυτό, εντονότερες ακόμη πιέσεις για να δεχθεί απαράδεκτη λύση στο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων και να άρει το βέτο στην ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η προτεινόμενη ονομασία γεωγραφικού προσδιορισμού, «Άνω Μακεδονία», είναι φενάκη για την ελληνική πλευρά, εφόσον δεν αίρει το ιδεολόγημα του Μακεδονισμού, που είναι ο πυρήνας του προβλήματος. Η Ελλάδα δεν πρέπει να επιτρέψει την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς ουσιαστική λύση του υπάρχοντος προβλήματος. Η υποχωρητική και κατευναστική πολιτική θα γινόταν μπούμεραγκ για την Ελληνική πλευρά σε μία τέτοια περίπτωση. Είναι πολύ ενδεικτικό γι αυτό το προηγούμενο πρώτα με την Τουρκία και μετά με την Αλβανία.

Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 260