Ad Code

Responsive Advertisement

Η Εκκλησιαστική πολιτική του Ι.Καποδίστρια

Στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής στον Πόρο, την 30η Οκτωβρίου 1830 μ' επισημότητα έγινε η έναρξη των μαθημάτων του εκκλησιαστικού σχολείου με 15 μαθητές. Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας πληροφορήθηκε με μεγάλη ευχαρίστηση την έναρξη λειτουργίας της σχολής, από αναφορά του Διοικητού Πόρου Γ. Γλαράκη.

Βιβλιογραφία: «Η εκκλησιαστική πολιτική του Ι Καποδίστρια» Λάμπρου Κ. Σκότζου Θεολόγου-Καθηγητού.

Επιμέλεια Χρήστου Κ. Δερματά


Το διδακτικό πρόγραμμα προέβλεπε τα εξής μαθήματα. Δηλαδή, Ελληνική γλώσσα, Ιερά κατήχηση, Ιστορία και Ξυλουργική. Σε μεγαλύτερη τάξη προβλέπονταν Λογική, Ρητορική, Ερμηνεία γραφών, Δογματική Θεολογία και μεθοδική των Ιερών Κανόνων Διδασκαλία.

Στην επιστολή που απέστειλε ο Κυβερνήτης προς τους «Σεβαστούς διδασκάλους της Σχολής» τόνιζε χαρακτηριστικά: «Αρχήν του θείου έργου, ποιούμενοι, αφειδώς, του θείου ευχόμεθα μεθ' υμών να ίδωμεν αξίους καρπούς των πνευματικών σας κόπων, των προσπαθειών της Κυβερνήσεως και των προσδοκιών του Έθνους». (Γενική Εφημ. Της Ελλάδος έτος Ε! (1830) αρ. 90 15 - 11 - 1830 begin_of_the_skype_highlighting              90 15 - 11 - 1830      end_of_the_skype_highlighting σελ. 423). Όρισε επίσης, οι δαπάνες της Σχολής να βαρύνουν τη Κυβέρνηση, τις Επισκοπές, τις πλησιέστερες Μονές καθώς και διάφορα κληροδοτήματα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι, αμέσως έσπευσαν οι επίσκοποι να συνδράμουν οικονομικά τη σχολή καθώς και οι ηγούμενοι των Μονών. Η εκκλησιαστική σχολή του Πόρου, υπήρξε ένας σημαντικός σταθμός στην Παιδεία του νεοελληνικού κράτους. Αποφοίτησαν δεκάδες νέοι οι οποίοι χειροτονήθηκαν κληρικοί και πρόσφεραν πολλά στο Έθνος και στην εκκλησία. Το όνειρο όμως του Κυβερνήτη σαν βαθύτατα ευσεβής, ήταν να συστήσει Ανωτέρα Θεολογική Ακαδημία, σύμφωνα με τα πρότυπα των Ρωσικών θεολογικών Ακαδημιών. Γι' αυτό αμέσως μετά την εκλογή του ως Κυβερνήτης της Ελλάδας και πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, είχε ζητήσει από το λόγιο κληρικό και δάσκαλο του Γένους, Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ' Οικονόμων, ο οποίος βρισκόταν την εποχή εκείνη στην Πετρούπολη της Ρωσίας, να συντάξει «Σχέδιο Εκκλησιαστικής Ακαδημίας». Ο σοφός λόγιος - κληρικός πράγματι συνέταξε το «Σχέδιο» το οποίο παρέδωσε στον Κυβερνήτη την 1η Ιουλίου 1828. Εξ' αιτίας όμως των δυσκολιών και κυρίως της έλλειψης χρηματικών πόρων, δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει αμέσως το μεγαλεπήβολο σχέδιό του. Γι' αυτό περιορίσθηκε στην ίδρυση της «Εκκλησιαστικής Σχολής» στον Πόρο, της οποίας ο βίος καθώς και ο σχεδιασμός ιδρύσεως της θεολογικής Ακαδημίας τερματίσθηκαν με τον πρόωρο-τραγικό θάνατο του Κυβερνήτη (27-9-1831).

Τη σημαντική αυτή προσπάθεια, ανόρθωσης της εκκλησίας διά μέσου της εκκλησιαστικής παιδείας, την οποία παραμέλησε εντελώς το βαυβαρικό-κρατούμενο κράτος, θ' αναπληρώσει το 1843 η γενναία συνδρομή των αειμνήστων αδελφών Ριζάρη με την ίδρυση της «Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής».

Η πολιτική του Κυβερνήτη έναντι του Οικονομικού Πατριαρχείου: Οι εκκλησιαστικές επαρχίες του Ελλαδικού χώρου, εξαρτώντο πνευματικά και διοικητικά από το έτος 731 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι μακροχρόνιες όμως επαναστατικές επιχειρήσεις των Ελλήνων και η δημιουργία ελεύθερου κράτους, επέφεραν τρομερές δυσκολίες επικοινωνίας με την Κωνσταντινούπολη, «το κέντρο της εχθρικά διακείμενης προς την επαναστατημένη Ελλάδα οθωμανικής αυτοκρατορίας». Έτσι από το 1821 έχουμε στον Ελλαδικό χώρο μια εκκλησιαστική αναρχία, η οποία δημιούργησε πολλά και σοβαρότατα κανονικά προβλήματα. Ο ευσεβής Κυβερνήτης έθεσε σε άμεση προτεραιότητα τη λύση των εκκλησιαστικών προβλημάτων και την μόνιμη τακτοποίηση της διοικητικής οργάνωσης της εκκλησίας στην Ελλάδα. Πάντοτε όμως με τη συναίνεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του οποίου αναγνώριζε πλήρως την κανονική δικαιοδοσία. Σαν διορατικός και οξυδερκής πολιτικός που ήταν, πίστευε πως οι εκκλησιαστικές επαρχίες της Ελλάδος, έπρεπε να παραμείνουν ενωμένες με τη Μεγάλη Εκκλησία για δύο κυρίως λόγους: πρώτον γιατί «εφοβείτο μη, διαλυομένου τούτου του δεσμού, παρεισφρύση μεν και διατάραξις του δογματικού δεσμού, ένεκα των περί την πίστιν νεωτεριζόντων, κινδυνεύσει δεν και να διαμελισθεί ο εν τη πίστει ενσεσαρκωμένος και απ' αυτής αχώριστος Ελληνισμός» (Χρ. Παπαδοπούλου Ιστορία της εκκλησίας της Ελλάδος Αθήναι 1920 σελ. 36). Και δεύτερον, γνώριζε τον εθνικό ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις υπόδουλες Ελληνικές επαρχίες. Αν επέρχονταν ρήξη του δεσμού του ελεύθερου κράτους με το φανάρι, θα δυσχεραίνονταν σοβαρά το σχέδιο του Κυβερνήτη για την ολοκλήρωση της εθνικής αποκατάστασης την οποία είχε κατά νουν. Πέρα όμως από τις πρακτικές ωφέλειες που θα είχε η διατήρηση αυτού του δεσμού, η εμμονή του κυβερνήτη οφείλετο στην βαθιά προσήλωση του στην εκκλησία και τις παραδόσεις της. Ήθελε την εκκλησία ελεύθερη, να παίρνει Αυτή της αποφάσεις που την αφορούν, αβίαστα από την πολιτική εξουσία. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παρέμβει στα εκκλησιαστικά πράγματα.

Η πρώτη επικοινωνία του Καποδίστρια με το Οικουμενικό θρόνο, έγινε το Μάιο του 1828, ύστερα από εγκύκλιο του Πατριάρχη Αγαθαγγέλου (1826-1830), προς τους κληρικούς και προκρίτους της Πελοποννήσου και των νήσων του Αιγαίου Πελάγους, η οποία τους προέτρεπε, ύστερα από μεγάλη πίεση του Σουλτάνου, να ειρηνεύσουν και να συμβιβαστούν με την Υψηλή Πύλη. Η εγκύκλιος επεδόθη προσωπικά στον Κυβερνήτη από πενταμελή αποστολή αρχιερέων του Πατριαρχείου. Δεν γνωρίζουμε τι απάντησε προφορικά στους αρχιερείς ο Καποδίστριας , αλλά γνωρίζουμε το περιεχόμενο της απαντητικής επιστολής του με ημερομηνία 28 Μαΐου 1828 προς τον «Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην και την περί αυτόν αγίαν Σύνοδον».

Ο Κυβερνήτης σαν έμπειρος διπλωμάτης που ήταν, κατάλαβε ότι το έγγραφο του Πατριάρχη ήταν προϊόν πιέσεως του Σουλτάνου. Γι' αυτό κατενόησε απόλυτα τη δύσκολη θέση του και απάντησε ανάλογα, με διπλωματική γλώσσα. Απορρίπτει βεβαίως την πρόταση του Πατριάρχη, αλλά αποδίδει τον «προσήκοντα σεβασμό προς αυτόν». Μεταξύ των άλλων έγραφε στην επιστολή. «Βαθύτατα αισθανόμεθα ό,τι οφείλομεν εις την θέσιν της Μεγάλης Εκκλησίας και της Υ. Παναγιότητος...αμεταθέτως είμεθα προσηλωμένοι εις τας αρχάς της ιεράς ημών πίστεως. Μακάριοι εσμέν, οσάκης ευδοκήσει ο πανάγαθος Θεός, ώστε να δυνηθή η Υ.Π. να γένη προς ημάς πρόξενος των αγαθών, τα οποία οφείλει ως κεφαλή της αγίας Εκκλησίας εις όλα τα τέκνα της» (Γενική Εφημερ. Της Ελλάδος, έτος Γ! (1828) αρ. 41 σελ. 169-170). Ο διάδοχος του Πατριάρχου Αγαθαγγέλου, Κωνσταντίνος ο Α!, στις 18 Αυγούσ. 1830, με την ευκαιρία της ανάρρησής του στον Πατριαρχικό θρόνο απέστειλε επιστολή στον Καποδίστρια. Μεταξύ «των αίνων και δοξολογιών του προς τον Θεόν για την απελευθέρωση των Ελλήνων» έστειλε και τας «ευλογίας και ευχάς του προς τον αξιάγαστον...σοφόν Κυβερνήτην και πρύτανιν της ευδαιμονίας του Ορθόδοξου Ελληνικού Έθνους». Στην επιστολή του εθίγετο το φλέγον θέμα της εκκλησιαστικής κοινωνίας των επισκοπών της απελευθερωμένης Ελλάδος. Έπρεπε κατά τον Πατριάρχη να «διατρανωθή η αδιάσπαστος και αδιάρρηκτος ημών ένωσις». Ο βαθιά προσηλωμένος στην εκκλησία και ευσεβής Κυβερνήτης, απάντησε στον Πατριάρχη πλήρως την άποψή του και κατέληγε «Αυτή ήτον, Παναγιώτατε εξ' αρχής και είναι η έφεσις της προσωρινής Κυβερνήσεως». Διαβεβαίωνε την κορυφή της Ορθοδοξίας, πως επιθυμούσε να δει την εκκλησία στο ελεύθερο πλέον Ελληνικό κράτος «ανιστάμενη και ανορθούμενη, υπό την πνευματικήν προστασίαν του Πατριαρχείου και τας κοινάς ταύτας ευχάς επιποθεί να ιδή πληρουμένας και να συμπράξη εις το μέγα τούτον έργον όλαις δυνάμεσιν, υπό την πνευματικήν προστασίαν της Υ. Παναγιώτητος». Εκφράζει η χαρά του επίσης, διότι η Μητέρα Εκκλησία έστρεψε την προσοχή της προς την ορθόδοξον Εκκλησίαν του νέου κράτους και υποσχέθηκε ν' αποστείλει στο Πατριαρχείο αντιπρόσωπο της Κυβερνήσεως για να εκθέσει λεπτομερώς την τραγική κατάσταση της Ελληνικής εκκλησίας. Ζήτησε τέλος από τον Πατριάρχη αν ήταν δυνατόν να στείλει εγκύκλιο προς τον κλήρο του Κράτους πώς να διαφυλάξει το λαό από τη δράση των αιρετικών. Σαν αντιπρόσωπος της Κυβερνήσεως για ν' αποσταλεί στο Πατριαρχείο, επελέγη ο αξιολογότατος Μητροπολίτης Ρεόντος και Πραστού Διονύσιος (1812-1833), ο οποίος εκτός της ακριβείας του και των άλλων αιρετών και ικανοτήτων του, είχε «βαθειάν εμπειρίαν επί των εκκλησιαστικών προβλημάτων».

Η σημαντική επιστολή του Κυβερνήτη έγινε δεκτή από τον Πατριάρχη με άκρα ικανοποίηση, γιατί αφενός γινόταν δεκτή η κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου στις επισκοπές της Ελληνικής επικράτειας, αφ' ετέρου διαψεύδονταν επίσημα οι φήμες για απόσχιση της Ελλαδικής εκκλησίας από τον Οικουμενικό θρόνο. Έτσι ο Πατριάρχης ανταπάντησε γεμάτος χαρά στον Κυβερνήτη με αξιόλογο επιστολή στις 20 Οκτωβρίου 1830. Δυστυχώς όμως η επικοινωνία μεταξύ Ελληνικής Κυβερνήσεως και Πατριαρχείου διεκόπη και η αποστολή του Μητροπολίτη Διονυσίου στο φανάρι ματαιώθηκε λόγω της δολοφονίας του Καποδίστρια στο Ναύπλιο στις 27 Σεπτ. 1831. Από την αποφράδα εκείνη , για το Έθνος και την Εκκλησία, ημέρα, ξεκίνησε μία νέα κατάσταση για τις σχέσεις του Ελληνικού Κράτους και του Οικουμενικού θρόνου, καθώς και για τα προβλήματα της Ελλαδικής εκκλησίας. Όπως είναι γνωστό οι ετερόδοξοι Βαυβαροί, οι οποίοι έτρεφαν αισθήματα αποστροφής προς την Ορθοδοξία και την Μεγάλη Εκκλησία, μαζί με δυτικοθρεμμένους Έλληνες συνεργάτες του (Φαρμακίδη κ.λ.π.) απόσχισαν τις εκκλησιαστικές επαρχίες του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους από τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το 1833 ανακήρυξαν την Εκκλησία της Ελλάδος αυτοκέφαλη, ορίζοντας ως αρχηγό Της τον ανήλικο «παπικό» Όθωνα. Έτσι ως το 1850 που το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε ένδειξη αγάπης θ' αναγνωρίσει την Ελληνική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, αυτή παρέμεινε σχισματική και υπέστη πολλά δεινά, το δε Έθνος αποστερήθηκε της πνευματικής δύναμης της Μεγάλης Εκκλησίας και της συνοχής της ενότητας που παρείχε ο εθναρχικός Της ρόλος. Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε λοιπόν ένα μεγάλο κεφάλαιο για το Έθνος στις κρίσιμες εκείνες ιστορικές στιγμές, το οποίο δεν αξιοποιήθηκε όπως έπρεπε και η σύντομη αλλά γόνιμη πολιτική του υπηρεσία, αποτελεί τη δημιουργικότερη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας. Η έκβαση των εθνικών υποθέσεων απέδειξε πως η πολιτική του σ' όλους τους τομείς υπήρξε σωστή. Ιδιαίτερα η εκκλησιαστική πολιτική του, ήταν επιτυχής και σύμφωνη με τις ορθόδοξες παραδόσεις και την κανονικότητα που όριζε η Εκκλησία. Επιθυμούσε να Την δει ανορθούμενη και ακμαία. Της παραστάθηκε σαν διάκονος και αρωγός και όχι σαν δυνάστης όπως έκαναν οι διάδοχοί του. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν πως αν συνεχίζονταν η εκκλησιαστική πολιτική του Καποδίστρια και μετά τον άδικο θάνατό του, η πορεία των εκκλησιαστικών αλλά και των εθνικών μας θεμάτων, θα ήταν διαφορετική και σαφώς ομαλότερη από εκείνη που δημιουργήθηκε.
http://www.ellinikoarxeio.com/2010/05/church-policy-of-kapodistria.html
Μοιραστείτε αυτή την ανάρτηση