«Ωραία η Σουηδία, έτσι;» Αυτη την ερώτηση μου την κανουν σχεδόν καθημερινά εδώ στην Ελλάδα, μόλις λέω οτι ζω στην Σουηδία.
Την λένε με ένα τόνο μελαγχολικής ζηλοτυπίας στη φωνή τους. Κι εγώ αισθάνομαι το ίδιο αμήχανη κάθε φορά.
Οχι λόγω της ζηλοτυπίας στη φωνή αλλά γιατί αυτή η ρητορική ερώτηση είναι κάτι εντελώς καινούργιο για μένα.
Το μόνο που άκουγα μέχρι τώρα από τους συμπατριώτες και τις συμπατριώτισσές μου ήταν οτι Η Ελλάδα Είναι Η Πιό Ωραία Χώρα Του Κόσμου.
Και τώρα τι να απαντήσω σ’αυτη την ερώτηση, για να είμαι ειλικρινής;
Οι περισσότεροι εννοούν βέβαια την κοινωνική ευημερία και το επίπεδο υλικών παροχών που υποθέτουν οτι υπάρχει στη Σουηδία. Κι εγώ πρέπει βέβαια να απαντήσω οτι φυσικά δεν βρισκόμαστε σε τέτοια αθλιότητα όπως τα εδώ, αλλά και οτι η κρίση και ο νεοφιλελευθερισμός μας έχουν πλήξει κι εμάς. Και οτι στην ουσία το ωραίο με τη Σουηδία δεν είναι το επίπεδο υλικής διαβίωσης αλλά η δημοκρατία και το κοινωνικό και πολιτικό ήθος στα οποία οφείλεται και... βασίζεται.
Εξηγώ επίσης οτι η δημοκρατία δεν είναι ένα πιάτο που σερβίρεται ετοιμο στο λαό, αλλά ενα επίτευγμα που απαιτεί προσπάθειες. Και οι περισσότεροι ακούν με ενδιαφέρον, κάτι που επίσης με εκπλήσσει. Αλλά και με κάνει και λίγο αισιόδοξη.
Έχω διαβάσει πολλές ενδιαφέρουσες αναλύσεις που τοποθετούν την ελληνική κρίση μέσα στα πλαίσια της διεθνούς τραπεζικής κρίσης και της παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού. Δεν είμαι ομως εντελώς ικανοποιημένη. Για να καταναοήσει κανείς την κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού μοντέλου στην Ελλάδα πρέπει να δει – να θέλει να δει – την φύση της ελληνικής κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής. Δεν είναι μόνο θέμα τραπεζών και νομισμάτων. Κι αυτά που συμβαίνουν δεν είναι τίποτα το καινούργιο.
Απλά έχουν πλέον καταστεί άκρως μη βιώσιμα.
Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία βυθισμένη στην αποσύνθεση και τη διαφθορά. Οχι επειδή οι έλληνες είναι ιδιαίτερα χαζοί ή κακοί, υπάρχουν ιστορικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί λόγοι για την κατάσταση αυτή. Ομως το γεγονός παραμένει οτι η διαφθορά διαπερνάει ολόκληρο το σώμα της κοινωνίας, από την κορφή ως τα νύχια. Εαν κανεις δεν το γνωρίζει αυτό δεν μπορεί ποτέ να κατανοήσει αυτά που συμβαίνουν στη χώρα αυτή, φαίνονται εντελώς σουρρεαλιστικά. Στην ελληνική κοινωνία η διαφθορά είναι κανόνας και σύστημα. Εμφανίζεται μαζί με άλλα δύο φαινόμενα, οπως το βλέπω εγώ, που είνα στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Τον μαύρο τομέα στην οικονομία και τον λαϊκισμό στην πολιτική.
Ο ελληνικός μαύρος τομέας ή παραοικονομία είναι πολλαπλά μεγαλύτερος από τον νόμιμο, λευκό τομέα. Δεν είναι τοπικός, είναι συνδεδεμένος με μια ευρωπαϊκή και παγκόσμια μαύρη και εγκληματική οικονομία. Ενα μέρος απο το μαύρο χρήμα είναι φυσικά χρήμα διαφθοράς, μίζες και λαδώματα που πληρώνονται δεξιά κι αριστερά, από τα δισεκατομμύρια των μεγάλων κρατικών συμβάσεων έως το φακελλάκι που θέλει ο γιατρός για να προσέξει τη μάνα σου στην εντατική. Υπάρχει ενα σύστημα παραπαιδείας κι ενα σύστημα παρανοσηλείας που ανακυκλώνουν τεράστιες ποσότητες χρήματος από τις οποίες μόνο ενα ασήμαντο κλάσμα δηλώνεται στην εφορία.
Ολες οι ανειδίκευτες εργασίες και ολ’ αυτά που στη Σουηδία ονομάζουμε «υπηρεσίες ευημερίας» εκτελούνται από εργαζόμενους που όχι μόνο κακοπληρώνονται αλλά πληρώνονται με μαύρα μεροκάματα δουλείας και που γι’αυτό το λόγο δεν περιλαμβάνονται από καμμία ασφάλιση και από καμμία εργατική νομοθεσία ή σύμβαση, δεν δικαιούνται σύνταξη ή αποζημίωση για εργασιακές βλάβες στην υγεία τους: εργάτες γης, οικοδομής, καθαρίστριες, υπηρέτριες, νταντάδες, υπηρέτριες που φροντίζουν γέρους, άρρωστους και ανάπηρους, δηλ. ολες εκείνες οι δουλειές με τις οποίες ο κοινός έλληνας δεν θέλει να λερώνει τα χέρια του.
Ενα τρίτο μέρος της μαυρης οινομίας παράγεται από εγκληματικές δραστηριότητες και κυρίως από εκτεταμένη οργανωμένη εγκληματικότητα.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα διαμετακόμισης διαφόρων λαθραίων ειδών προς την Ευρώπη, από ναρκωτικά έως σεξουαλικούς δούλους. Και είναι κι ένα τεράστιο πλυντήριο χρήματος που προέρχεται απ’ αυτές τις δραστηριότητες, συνήθως υπό τη μορφή ενός κατάμαυρου κλάδου διασκέδασης αλλά και αλλων ύποπτων επιχειρησιακών συστάδων. Για να λειτουργήσουν ολ’ αυτά χρειάζονται ακόμα περισσότερα λαδώματα κι ετσι γυρίζει ο τροχός της μαυρης οικονομίας.
Αυτά δεν είναι πράγματα που συμβαίνουν στα παρασκήνια.
Συμβαίνουν επί σκηνής, φωτισμένα από τον δυνατό (εκτυφλωτικό;) ελληνικό ήλιο. Ολόκληρο το κατεστημένο είναι εμπλεγμένο στην μαύρη αυτή οικονομία και στη διαφθορά. Υψηλά ιστάμενοι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούν π.χ. να διαθέτουν κάποια κέντρα νυχτερινής διασκέδασης, για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα. Ακούω και διαβάζω καθημερινά ανατριχιαστικές περιπτώσεις που θα μπορούσαν να γεμίσουν πολλές σελίδες.
Ο ελληνικός δημόσιος τομέας είναι μια μηχανή διαφθοράς που ανακυκλώνει μαύρο χρήμα, λαδώματα και μίζες. Για το λόγο αυτό, το σύστημα είναι εντελώς αδιαφανές και νομικά ανασφαλές. Οι νόμοι και οι κανονισμοί χρησιμοποιούνται από τους υπαλλήλους, από θυρωρό έως διευθυντή, για να εσπράττουν χρήματα. Το να έχεις μια θέση – και μάλιστα τη σωστή θέση – στο δημόσιο είναι λοιπόν μια επικερδής επιχείρηση. Και εφ’όσον το δημόσιο αποτελεί το θεσμικό πλαίσιο ενός σύγχρονου κράτους, ο δημόσιος τομέας καθορίζει τι είναι το φυσιολογικό και το επιθυμητό σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία.
Η αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών έχει τεθεί εντελώς εκτός λειτουργίας. Τα στεγανά ανάμεσα στη βουλή, την κυβέρνηση, τη δικαστική εξουσία και την αστυνομία είναι κουρελιασμένα και διάτρητα πανιά οπως αυτά που κρέμονται σ’ενα φτηνό πορνείο του τρίτου κόσμου, μέσα στα οποία μαγκώνονται απελπιστικά οι κοινοί πολίτες ενώ οι αρχιμαφιόζοι και οι μεγαλοαπατεώνες περιδιαβάζουν ανενόχλητοι. Το ιδίο ισχύει και για το σύνταγμα που έχει υποστεί άπειρες μετατροπές από την δημιουργία του στην μεταπολίτευση. Κάθε φορά για να προσαρμοστεί σε διάφορα ιδιοτελή συμφέροντα. Τολμώ να μαντέψω ότι δεν υπάρχουν παρά ελάχιστοι νόμοι – περιλαμβανομένου του συντάγματος - που δεν ανακαλούνται από κάποιον άλλο νόμο, διάταγμα, εγκύκλιο ή δικαστική απόφαση.
Και φυσικά δεν βγαίνουν ολοι στη σύνταξη στα 55 στην Ελλάδα, ετσι όπως τα φωνάζουν τα σουηδικά ΜΜΕ. Αυτή η παροχή, μαζί με πολλές άλλες, σχεδόν πάντα σκανδαλώδεις, είναι προνόμιο μιας ελίτ μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων. Και με τη «σωστή θέση» έχει κανείς και τα καλύτερα προνόμια. Το μεγαλύτερο προνόμιο απ’ όλα είναι να μη χρειάζεται να εργάζεσαι. Υπάρχουν χώροι εργασίας όπου θεωρείται φυσιολογικό να χτυπάς κάρτα και μετά να βγαίνεις έξω και να κάνεις ότι θέλεις, π.χ. να δουλεύεις στο ιδιωτικό σου κομμωτήριο, ή κάτι παρόμοιο.
Το δεύτερο καλύτερο προνόμιο είναι να απεργείς με μισθό και να έχεις ενεργή δράση ενάντια στον εργοδότη σου. Δεν έχεις παρά να χτυπήσεις κάρτα και μετά να βγεις έξω να διαδηλώσεις ενάντια στην κυβέρνηση.
Όσο παράλογα κι αν ακούγονται αυτά, είναι μια πραγματικότητα απέναντι στην οποία οι υπόλοιποι έλληνες έχουν μια πολύ αμφίθυμη στάση. Από τη μιά την μισούν, από την άλλη ονειρεύεται ο καθένας μια τέτοια προνομιούχα θέση. Και μπορεί κανείς να κάνει πολλά για να κερδίσει μια τέτοια θέση, κυρίως μπορεί να πουλήσει την ψήφο του σ’ενα πολιτικό κόμμα που θέλει την εξουσία για να καταβροχθίσει το δημόσιο χρήμα που εδώ και πολύ καιρό αποτελείται από πιστώσεις. Στη χώρα της επιπολαιότητας και της ελαφρομυαλιάς είναι κάτι τέτοιο εντελώς φυσιολογικό και ο καθείς μπορεί να το κάνει σηκώνοντας τους ώμους. Μέχρι και 100.000 μπορεί να είναι οι θέσεις που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν στο δημόσιο, θέσεις που έχουν δημιουργηθεί για να στελεχωθούν με τους πελάτες πολιτικών και άλλων παραγόντων.
Αυτό το είδος «εμπορίου» με ψήφους είναι το βασικό συστατικό στο άτυπο ελληνικό πολιτικό σύστημα, το οποίο – πίσω από μια βιτρίνα φαινομενικά δημοκρατικών θεσμών – είναι ένα χαρακτηριστικό πελατειακό σύστημα με ρίζες στον φεουδαρχικό μεσαίωνα.
Το εμπόριο αυτό σημαίνει ανάμεσα σ’αλλα οτι κάποιος παίρνει μια θέση στο δημόσιο γιατί είναι πελάτης κάποιου, και έχει αυτό που ονομάζεται «μέσον». Χωρίς μέσον δεν φτάνει κανείς πουθενά. Μια θέση στο δημόσιο κερδίζεται σπάνια λόγω προσόντων. Ο ελληνικός δημόσιος τομέας είναι στην πλειοψηφία του (υπάρχει πάντως μια έντιμα εργαζόμενη μειοψηφία) στελεχωμένος από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν το αντικείμενο της εργασίας τους (εάν έχουν κάποιο) και που είναι εμφανώς ανίκανοι.
Η έλλειψη αξιοκρατίας έχει φυσικά ως αποτέλεσμα μια τεράστια υποπαραγωγικότητα, υπολειτουργικότητα, ελλειπή χρήση των δυνητικών ικανοτήτων της χώρας αλλά και απελπισία για τους ανθρώπους που παρ’ολες τις ικανότητες και τα προσόντα τους ποτέ δεν καταφέρνουν να πετύχουν γιατί δεν έχουν μέσον ή γιατί, παρ’ολες τις συνθήκες, κατέχουν κάποιο ήθος. Ο θρίαμβος της ανικανότητας καθορίζει βέβαια και τη νόρμα για το τι έχει υψηλή αξία στην κοινωνία γενικότερα.
Κάθομαι λοιπόν και κοιτάζω στην τηλεόραση συζήτηση στη βουλή. Και βλέπω τον ένα μετά τον άλλο, βουλευτές και βουλευτίνες να παίρνουν θέση στην έδρα του ομιλητή και να κάνουν κριτική, με δραματικό λεξιλόγιο και θεατρικές κινήσεις και ύφος, στις αποφάσεις του δικού τους κόμματος και του δικού τους ηγέτη. Την ίδια στιγμή που παραμένουν στο κόμμα και δηλώνουν οτι, αν και δεν συμφωννούν με την απόφαση, θα την στηρίξουν.
Μια βουλή του παραλόγου όπου οι βουλευτές ρητορεύουν ενάντια στο ίδιο τους το κόμμα; Αυτό μπορεί κανείς να το κατανοήσει μόνο αν γνωρίζει τον παραλήπτη των δηλώσεών τους, δηλ. τους ψηφοφόρους/προσωπικούς τους πελάτες.
Οι μεσαιωνικές δομές αναπαράγονται ακόμα και μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα που λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές των συντεχνιών. Ένας από τους παραλογισμούς εδώ είναι οτι τα συνδικάτα και η αριστερά κατηγορούν την κυβέρνηση που προσπαθεί να επιβάλλει ένα σύγχρονο εργατικό δίκαιο όπως αυτό που εδώ και χρόνια ισχύει σε χώρες όπως η Σουηδία, οτι θέλει να φέρει τις εργασιακές σχέσεις «πίσω στο μεσαίωνα».
Παρ’ ολο που βρίσκονται ακριβώς εκεί αυτή τη στιγμή. Η χειρότερη απ’ όλες τις συντεχνίες είναι η συντεχνία των δημοσίων υπαλλήλων, που έχουν το προνόμιο να απεργούν διατηρώντας και τις θέσεις και τους μισθούς τους και να πραγματοποιούν κάτι που εγώ ονομάζω κοινωνικό και οικονομικό σαμποτάζ,και που έχει ένα και μόνο σκοπό: να παρεμποδίσει την οποιαδήποτε αλλαγή που απειλεί τα προνόμιά τους και τα προνόμια των πατρώνων τους.
Μέσα σ’ενα τέτοιο σύστημα οι έλληνες δεν συμπεριφέρονται ως σύγχρονοι πολίτες αλλά ως φεουδαρχικοί υπήκοοι/ραγιάδες. Στην πράξη δεν έχουν πολιτκά δικαιώματα και υποχρεώσεις, παρ’ ολο που αυτά υπάρχουν σε θεσμικό επίπεδο. Δεν υπάρχουν στη συνείδηση γιατί δεν υπάρχει πολιτική αγωγή. Η φυσιολογική συμπεριφορά του ραγιά είναι να λαδώνει, να εξαπατεί και να γλείφει την εξουσία.
Ή να είναι ανυπάκουος και αντάρτης. Ο ραγιάς είναι ανίσχυρος κι αν θέλει να επιτύχει πρέπει να κατέχει ένα παχύ πορτοφόλι, μια μεγάλη γλώσσα και, όχι σπάνια, διαθέσιμα γεννητικά όργανα.
Υπάρχει και μια πατριαρχική διάσταση σ’αυτό το φεουδαρχικό πελατειακό σύστημα, η οποία είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίο η πολιτική συνείδηση του έλληνα έχει παραμείνει σε επίπεδο νηπιαγωγείου. Ο πατριάρχης/πάτρωνας μεταχειρίζεται τους ραγιάδες ως ανήλικους. Μοιράζει τα προνόμια αυθαίρετα στα «καλά παιδιά» και αρνείται τις καραμέλλες στα «κακά παιδιά». Όταν δίνει είναι «καλός». Όταν δεν δίνει είναι «κακός». Αυτή η πατριαρχική διάσταση είναι βασική και για το φαινόμενο εκείνο που χαρακτηρίζει τον ελληνικό πολιτικό βίο, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 90, τον λαϊκισμό.
Ο λαϊκισμός χαρακτηρίζει όλα τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, χωρίς εξαίρεση, από δεξιά ώς αριστερά.
Τα συστατικά του είναι, ανάμεσα σ’άλλα:
να χαϊδεύει τ’αυτιά των ψηφοφόρων/πελατών λέγοντας πάντα αυτά που θέλουν ν’ακούσουν;
Να επικαλείται το «λαό» και την οργή του και να φέρεται ως ο συνήγορος του λαού;
Να «απελευθερώνει» συστηματικά τον λαό από τις ευθύνες του;
Να ρίχνει συνεχώς τις ευθύνες σε «άλλους», που ποικίλουν ανάλογα με τον πολιτικό χρωματισμό του κόμματος είναι όμως πάντα άλλοι, από τους ευρωιμπεριαλιστές ως τους μετανάστες, τους αλβανούς και τους μαύρους;
Να πυροδοτεί τα πιο πρωτόγονα αντακλαστικά των ανθρώπων ερεθίζοντας τους φόβους τους και το ένστινκτο αυτοσυντήρησης;
Να είναι πάντα ενάντια σε ότι είναι καινούργιο και διαφορετικό;
Να μην παρουσιάζει ποτέ καμμία ανάλυση ή κάποια εποικοδομητική πρόταση που βασίζεται στην πραγματικότητα.
Μόνο ένα παράδειγμα: Ο Παπανδρέου άλλαξε όλη την ηγεσία του στρατού και της αστυνομίας αυτές τις μέρες. Όχι για να εμποδίσει κάποιο πραξικόπημα, αν και εκφράστηκαν ακόμα και τέτοιες απειλές δημόσια. Η αλλαγή ήταν προσχεδιασμένη και εντάσσεται στην κάθαρση του κρατικού μηχανισμού από τη διαφθορά. Κάθε βίδα στον στρατιωτικό εξοπλισμό της χώρας είναι αγορασμένη κάτω από σκανδαλώδεις συνθήκες που θα έκαναν ακόμα και τις σχέσεις ανάμεσα στη νιγηριανή κυβέρνηση και τη Σελλ να ωχριάσουν. Και πίσω από την οργανωμένη εγκληματικότητα που αλωνίζει μέσα στην μαύρη οικονομία υπάρχει μια σε βάθος διεφθαρμένη αστυνομία και δικαιοσύνη. Τα μέτρα κάθαρσης τα υποδέχθηκαν τα κόμματα της αριστεράς με την συνηθισμένη τους αγανάκτηση. Ήταν λάθος, αντιδημοκρατικό, απαράδεκτο.. και μιλάμε για τα κόμματα της αριστεράς.
Ο λαϊκισμός είναι η πολιτική πρακτική που σερβίρει έτοιμα, εύπεπτα πιάτα στο λαό. Που παιδοποιεί και ουσιαστικά διαφθείρει τον λαό. Και που τον εκμεταλλεύεται ως μηχανή παραγωγής προπηλακισμών, παραπόνων και κατηγοριών, ένα όχλο που επιστρατεύεται για να παίξει το ρόλο των «αγανακτισμένων πολιτών» κάθε φορά που θα ληφθεί απόφαση για κάποια μεταρρύθμιση.
Γι’αυτό τολμώ να πώ, έχοντας επίγνωση οτι πληγώνω πολλούς, οτι δεν είναι μόνο «η εξουσία» που είναι διεφθαρμένη στην Ελλάδα, αλλά και ο λαός.
Γιατί όταν κανείς πουλά την ψήφο του για μια θέση σ’ενα γραφείο ή για διάφορα προνόμια, είναι διεφθαρμένος. Η ψήφος δεν είναι εμπορικό αγαθό αλλά ένα πολιτειακό εργαλείο και ένα πολιτικό δικαίωμα. Και ειδικά στην Ελλάδα, έχουν αγωνιστεί και θυσιαστεί χιλιάδες άνθρωποι για το δικαίωμα αυτό. Καθώς φαίνεται, άδικα.
Ο λαϊκισμός έχει μετατρέψει τους έλληνες σ’ενα κοπάδι καταναλωτών που χειροκροτεί οταν έχει χρήμα να ψωνίσει και φτύνει οταν δεν του το δίνουν. Που απαιτεί να του δίνουν πίστωση όταν έχουν σπαταληθεί τα χρήματά του. Και μετά κι άλλη πίστωση. Που τσαντίζεται όταν δεν του δίνουν πια πίστωση ή όταν μπαίνουν πιστωτικοί όροι.
Που συμπεριφέρεται σαν ένα κακομαθημένο παιδί νηπιακής ηλικίας που δεν αναγνωρίζει όρια, που νομίζει ότι πάντα φταίνε οι άλλοι, που τσιρίζει και σέρνεται στο πάτωμα όταν δεν γίνεται το δικό του και αρνείται να συνεργαστεί.
Που νομίζει οτι η δημοκρατία είναι το δικαίωμα να κάνεις ότι θέλεις και να-μην-έχεις-καμμία-υποχρέωση-προς-κανένα-μαλάκα. Μια ολόκληρη γενιά έχει γαλουχηθεί σαν ένας τέτοιος παιδοποιημένος καταναλωτής που αρνείται κατηγορηματικά να κοιτάξει την πραγματικότητα στα μάτια και να αποδεχθεί τις συνέπειες του γεγονότος οτι έως τώρα δεν ανέλαβε τις ευθύνες του: να ενδιαφερθεί για τα κοινά και να αναπτύξει την δημοκρατία.
Ο δημόσιος λόγος αποτελείται από απίστευτες μπούρδες, χονδροειδείς και χυδαίες λέξεις και εκφράσεις, μεγαλοστομίες, μνημειώδεις δηλώσεις χωρίς περιεχόμενο, φτηνή και θεατρική ρητορεία και φθαρμένα συνθήματα.
Ο λαϊκισμός των πολιτικών κομμάτων είναι μια από τις αιτίες της κρίσης εφ’ όσον επί όλα αυτά τα χρόνια έχουν κάνει προσπέραση στην πραγματικότητα. Και η ανευθυνότητα χτυπάει νέα ρεκόρ καθημερινά. Παρά την εμφανώς τεράστια κρίση και τις επίμονες προσπάθειες και προτάσεις του Παπανδρέου, αρνούνται στη συμπαράστασή τους μέσα από κάποια συνεργασία ή συναίνεση με την κυβέρνηση για την διαχείριση της κρίσης.
Παρά το γεγονός οτι η κυβέρνηση αυτή κέρδισε τις εκλογές αμφισβητείται η νομιμότητά της κάθε λεπτό από την πρώτη μέρα της κυβερνητικής περιόδου, σ’ενα πόλεμο του οποίου το αντικείμενο είναι να κερδίσουν όσο γινεται περισσότερους πόντους από την κρίση. Στο κυνήγι των ψήφων, αυτού του πολύτιμου εμπορεύματος, αντιπαρατίθενται σε κάθε αλλαγή που έχει θελήσει να εφαρμόσει η κυβέρνηση, σε καθε απόφαση. Κι όχι μόνο αυτό.
Πυροδοτούν και παροτρύνουν το λαό να μποϊκοτάρει τις αποφάσεις και να παρεμποδίσει την εφαρμογή τους. Σαμποτάρουν συνειδητά ολες τις μεταρρυθμίσεις που απειλούν το πελατειακό σύστημα και τις δομές της διαφθοράς. Υπάρχει ουσιαστικά μόνο ένα, βασικό αίτημα πίσω από όλες τις απεργίες, τις στάσεις και τις καταλήψεις: Καμμία αλλαγή!
Το γεγονός οτι οι μεταρρυθμίσεις που η κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να εφαρμόσει είναι συστηματικές αλλαγές με μακροπρόθεσμο στόχο την κάθαρση από τη διαφθορά, την μαύρη οικονομία και το πελατειακό σύστημα, δείχνει οτι η άγρια αντίσταση ενάντια στην κυβέρνηση είναι μια αντιδραστική αντίσταση στραμμένη προς το παρελθόν.
Μ’αυτά που λέω δεν θέλω κατά κανέναν τρόπο να μειώσω τις δυσκολίες που ο απλός έλληνας αντιμετωπίζει. Αυτές υπάρχουν. Αλλά ο δρόμος που οδηγεί έξω από τις δυσκολίες είναι η ριζική κοινωνική μεταρρύθμιση και όχι η συντήρηση των δομών που δημιούργησαν την κρίση. Σ’αυτές τις δομές είναι εμπλεγεμένα πλατιά κοινωνικά στρώματα. Τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν σήμερα δυστυχώς να λειτουργήσουν ως προοδευτικές δυνάμεις εφ’όσον είναι «πολιτικά καταστήματα».
Γι’ αυτούς τους λόγους, δηλ. επειδή η διαφθορά είναι τόσο βαθιά και συστηματική και συνυφασμένη με την δομή της κοινωνίας, δεν κατάφερε η κυβέρνηση να την καταπολεμήσει. Φαντάζομαι οτι χρειάζονται τουλάχιστον 10-15 χρόνια με πεισματική και σκληρή δουλειά, καθώς και τεράστια πολιτική θέληση ΚΑΙ συναίνεση για να καθαριστεί ο δημόσιος τομέας και για να εισαχθούν μεγάλες πόσοτητες νέω νόμων, κανονισμών και ακόμα ηθικών αρχών. Γιατί δεν πρόκειται μόνο για την εφαρμογή δομικών αλλαγών αλλά και για τη δημιουργία μιας άλλης κουλτούρας και την εδραίωση πολιτικού και κοινωνικού ήθους.
Γι α κάτι τέτοιο χρειάζονται πολλές κυβερνήσεις και εκλογικές περίοδοι. Γι’αυτό και είναι εμφανές οτι είναι σχεδόν αδύνατον να πετύχει κανεις τετοιες δύσκολες μεταρρυθμίσεις τη στιγμή που εκτυλίσσεται μια οικονομική κρίση και με τη φυσιολογική δυσαρέσκεια που την ακολουθεί. Αυτό όμως δεν την κάνει λιγότερο αναγκαία.
Το οτι η κυβέρνηση δεν κατάφερε να δαμάσει τη διαφθορά έως τώρα δεν είναι περίεργο. Η διαφορά διαπερνάει ακόμα και το κυβερνητικό κόμμα και την ίδια την κυβέρνηση κι έτσι εξουδετερώνονται ολες οι προσπάθειες του «υγιούς» μέρους της να λάβει και να εφαρμόσει στρατηγικές αποφάσεις. Ταυτόχρονα έχει ως συνέπεια οτι τα δανεια που δίνονται εξαφανίζονται μέσα στην συνηθισμένη «μαύρη τρύπα». Αυτός είναι και ο λόγος που η εποπτεία επί της Ελλάδας τέθηκε ως όρος για την πληρωμή της 6ης δόσης του δανείου. Από την άποψη του δανειστή είναι απόλυτα λογικό να θέλει να έχει διαφάνεια και έλεγχο για το που πάνε τα δανεικά, ιδιαίτερα όταν έχουν ήδη αποφασίσει το «κούρεμα» του μισού δανείου.
Η εποπτεία σημαίνει αναμφισβήτητα οτι οι έλληνες χάνουν την εξουσία πάνω στη διοίκηση της χώρας τους. Αλλά όπως είχε πει κάποτε και ο (πρώην πρωθυπουργός) Göran Persson, «όποιος έχει χρέη δεν είναι ελεύθερος». Και η Ελλάδα έχει χρέη από γεννησιμιού της. Η εποπτεία αυτή είναι περίπου αυτό που στη Σουηδία λέμε «εξωτερικός λογιστικός έλεγχος».
Και είναι κάτι που κάνει ολόκληρο το ελληνικό κατεστημένο, από δεξιά έως αριστερά, κι από την κορφή ως τα νύχια, να τρέμει και να υπεραερίζεται σε άγχος πανικού.
Οι συζητήσεις και τα σχολια δινουν και παίρνουν σε ολα τα τηλεοπτικά κανάλια. Ο τόνος είναι υστερικός. Στην οθόνη παρελαύνουν καλοθρεμμένοι υστερικοί κύριοι που τσιρίζουν και λαχανιάζουν και ξερνάνε βλακειες και χυδαιότητες, συνοδευόμενοι από ελαφροντυμένες ξανθές με πλαστικές χειρουργικές που αντιπροσωπεύουν την ελληνική εκδοχή της συμμετοχής της γυναίκας στην πολιτική και τα ΜΜΕ. Μέσα σ’αυτη την υστερία βρίσκεται ο Παπανδρέου στην εστία του φακού. Το να βρίζεις τον Παπανδρέου και να τον στολίζεις με όλα τα πιθανά επίθετα είναι σήμερα το πολιτικά σωστό στην Ελλάδα. Μεσα σε μια οχλοκρατική ατμοσφαιρα μεγάλων διαστάσεων ο Παπανδρέου χλευάζεται, κατηγορείται για τα πάντα (ως τώρα εχω ακούσει στην τηλεόραση ακόμα και οτι είναι ψυχασθενής και εγκληματίας).
Ο απο-ανθρωπισμός πραγματοποιείται και μέσω των γραπτών μεσων όπου του έχει αφαιρεθεί το όνομά του και αναφέρεται πλέον ως ΓΑΠ. Αυτη η έλλειψη σεβασμού για τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού είναι βέβαια κάτι φυσιολογικό στην Ελλάδα και αντιστοιχεί στην έλλειψη σεβασμού των εκλεγμένων αντιπροσώπων προς το λαό.
Αλλά το κύμα υστερίας απένταντι στον Παπανδρέου έχει αρχίσει να παίρνει ιδιαιτερα δυσάρεστες διαστάσεις.
Δεν είναι δημοφιλής γιατί δεν είναι λαϊκιστής. Τα λέει όπως είναι, περιγράφει το πρόβλημα, τις αναγκαίες αποφάσεις και τις συνέπειές τους. Αυτά είναι δυσάρεστα. Και επειδή η υποεξελιγμένη πολιτική συνείδηση του μέσου έλληνα δεν του επιτρέπει να κανει διαχωρισμό ανάμεσα στην κατάσταση και στο πρόσωπο, γίνεται ο Παπανδρέου η προσωποποίηση του προβλήματος. Γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος.
Κάποιο εννοούν οτι η πρόταση δημοψηφίσματος που έκανε αλλά και η διαχείριση της κρίσης είναί πολιτική αυτοκτονία.
Εγώ το βλέπω σαν σημείο πολιτικού ήθους. Το ότι ένας πολιτικός ηγέτης τολμά να τεθεί υπεράνω ιδιοτελών συμφερόντων είναι κάτι που δεν εκτιμάται σ’ετούτη τη χώρα, είναι κάτι που προκαλεί τον χλευασμό του όχλου.
Επειδή η αντιπολίτευση μέσα σ’αυτήν την απίστευτα κρίσιμη κατάσταση εξακολουθεί να απαιτεί την παραίτηση της κυβέρνησής του και του ίδιου επικαλούμενοι την οργή του λαού, έκανε ο Παπανδρέου μια τολμηρή κίνηση: Εφ’όσον αρνούνται να συνεργαστούν για να βγει η χώρα από την κρίση επικαλούμενοι το λαό, ας πάμε κατ’ευθείαν στο λαό κι ας τον ρωτήσουμε εάν εκείνος θέλει να συνεργαστεί. Αυτη η κίνηση ξεγύμνωσε τα θολά κίνητρα της αντιπολίτευσης.
Αλλά κυρίως ξεγύμνωσε και αποκάλυψε θολά κίνητρα στις γραμμές του Παπανδρέου. Οι διαμαρτυρίες και οι απειλές παραίτησης άρχισαν να πέφτουν βροχή, μασκαρεμένες με ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους, αλλά τόσο διάφανες πιά.
Και πιστεύω πραγματικά οτι αυτός ήταν ένας από τους στόχους αυτής της κίνησης. Εάν ο Παπανδρέου δεν καταφέρει να δαμάσει το πρόβλημα της διαφθοράς μέσα στην ίδια του την παράταξη δεν θα μπορέσει ποτέ να εφαρμόσει καμμία μεταρρύθμιση.
Δεν νομίζω οτι ο Παπανδρέου κάνει καμμία πολιτική αυτοκτονία. Τουλάχιστον όχι αν δεν ταυτίζουμε την πολιτική με τον λαϊκισμό., Για μένα αντιπροσωπεύει το πολιτικό ήθος σε μια χωρα οπου αυτος ο ορος δεν έχει πια περιεχόμενο. Πιστεύω όμως οτι ο ίδιος ως ηγέτης ή ακόμα και ως πρόσωπο, θα καταστραφεί αν βρεθεί σε μια θέση ανάμεσα σε συμπληγάδες πέτρες, στριμωγμένος ανάμεσα στην εποπτεία από τη μιά και τον δυσαρεστημένο όχλο από την άλλη. Αν θα συνεχίσει να ηγείται τον χειρισμό της κρίσης και την κάθαρση κάτω από εξωτερικό λογιστικό έλεγχο θα πρέπει να έχει μαζί του το λαό. Η πρόταση δημοψηφίσματος ήταν ένας τρόπος να θέσει τους πάντες μπροστά στις πραγματικές ευθύνες τους.
Η Ελλάδα είναι μια πολύ νεαρή δημοκρατία. Ανάμεσα στην αθηναϊκή δημοκρατία της αρχαιότητας και στη σημερινή βρίσκονται πάνω από 2000 χρόνια αυταρχικών και διεφθαρμένων κρατικών σχηματισμών. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν διαθέτει δημοκρατική κουλτούρα και πολιτικό ήθος. Δεν έχει κοινωνικά κινήματα που να είναι φορείς εποικοδομητικών, δημιουργικών ιδεών για το κοινό καλό, για το τι ειδους κοινωνία θέλει να έχει, που να εχει οράματα ή στόχους που ξεπερνούν τον οικονομικό και κοινωνικό ορίζοντα του ιδιώτη.
Ο ελληνικός λαός δεν έχει πολιτειακή μόρφωση. Για το λόγο αυτό δεν αναγνωρίζει και δεν μπορεί να χειριστεί μια δημοκρατική ηγεσία. Κατά κάποιον τρόπο ο Παπανδρέου είναι πιο καλός ηγέτης απ’ ότι αξίζει σ’αυτή τη χώρα και ελπίζω πραγματικά να αποδειχθεί καποτε η Ελλάδα αντάξιά του.
Μέσα σ’αυτη τη θεσμική κόλαση ζούν φυσικά πολλοί έντιμοι, σκληρά εργαζόμενοι, φορολογούμενοι, σοφοί, ταλαντούχοι και μορφωμένοι άνθρωποι. Το πρόβλημα είναι οτι δεν καταφέρνουν να λειτουργήσουν, να παράγουν, να κάνουν καλά τη δουλειά τους, να ασκήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Δεν τους αφήνουν. Καθονται εγκλωβισμένοι, όμηροι μιας δυσλειτουργικής κοινωνίας.
Αυτά εδώ τα γράφω γιατί υπάρχουν οι άνθρωποι αυτοί. Και είμαι απέραντα ευγνώμων που υπάρχουν, αλλιώς θα είχα ισως χάσει την πίστη μου στον άνθρωπο εδώ και πολύ καιρό.
της Εύας Αυγερινού
πηγη
Φιλε μου ο σημερινός εχθρός σου είναι η παραπληροφόρηση των μεγάλων καναλιών. Αν είδες κάτι που σε άγγιξε , κάτι που το θεωρείς σωστό, ΜΟΙΡΆΣΟΥ ΤΟ ΤΩΡΑ με ανθρώπους που πιστεύεις οτι θα το αξιολογήσουν και θα επωφεληθούν απο αυτό! Μην μένεις απαθής. Πρώτα θα νικήσουμε την ύπνωση και μετά ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ τα υπόλοιπα.
Social Plugin