Η κατάχρηση είτε αφορά στην εξουσία, είτε αφορά στους θεσμούς, είτε αφορά την εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλον, είτε αφορά στα οικονομικά αγαθά, είναι ένα θέμα που αποτελεί από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, ως έννοια, ένα μεγάλο πρόβλημα στις σχέσεις των πολιτών με την κεντρική εξουσία.
Ένας από τους μεγάλους καταχραστές της αρχαιότητας ήταν ο Άρπαλος. Η υπόθεσή του επιλέχτηκε για να τονιστούν οι πολλές ομοιότητες της τότε κοινωνίας με τη σημερινή. Μιας κοινωνίας που, αν και απέχουμε 2.314 χρόνια από αυτήν, είχε και τότε ίδια περίπου προβλήματα με τη σημερινή. Προβλήματα διαφθοράς, ασυνέπειας, συναλλαγής, προδοσίας, λεηλασίας του δημοσίου πλούτου, μικροκομματικής λογικής, ιδίως από αυτούς που, λόγω θέσης, έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, τίμιοι, αδέκαστοι, νομιμόφρονες, πατριώτες και, φυσικά, δεν ήταν.
Ένα από τα μεγάλα σκάνδαλα λοιπόν ήταν και η κατάχρηση του Άρπαλου, προσωπικού φίλου του Μ. Αλεξάνδρου και θησαυροφύλακά του.
Με το να απομακρύνεται όμως όλο και μακρύτερα, προς Ανατολάς, ο Μ. Αλέξανδρος, ο Άρπαλος έγινε ανεξέλεγκτος. Επιδόθηκε σε παντός είδους ακολασίες και καταχρήσεις. Η φήμη του έφτασε μέχρι την Ελλάδα, όπου οι κωμωδιογράφοι τον διέσυραν για τα «κατορθώματά» του. Είχε ερωτικές σχέσεις με Ασιάτισσες και μετακάλεσε από την Αθήνα την εταίρα Πυθιονίκη. Όταν αυτή πέθανε προς τιμήν της έστησε μνημεία στην Αθήνα και τη Βαβυλώνα. Μετά το θάνατό της κάλεσε από την Αθήνα άλλη εταίρα, την περιβόητη Γλυκέρα, που την εγκατέστησε στα ανάκτορα της Ταρσού. Είχε πορωθεί τόσο πολύ, ώστε όταν του προσέφεραν χρυσό στεφάνι, απαιτούσε να δίδεται και στη Γλυκέρα ένα άλλο και να την προσκυνούν ως βασίλισσα.
Αυτά είχαν καταγγελθεί στο Μ. Αλέξανδρο, ο οποίος τα θεώρησε υπερβολικά και όχι μόνο δεν κυνήγησε εγκαίρως τον Άρπαλο, αλλά θυμούμενος την παλιά του φιλία με αυτόν φυλάκισε αυτούς που τον κατάγγειλαν ως συκοφάντες. Όταν γύρισε ο Μ. Αλέξανδρος στα Σούσα (Άνοιξη 334 π.Χ.), δηλαδή μετά την επιστροφή του απʼ την εκστρατεία της Ανατολής στην Ινδία, πληροφορήθηκε ότι είχε ξαναφύγει με θησαυρούς (5.000 τάλαντα). Ο Άρπαλος, γνωρίζοντας ότι ο Αλέξανδρος πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή και ότι το μυαλό του ήταν πάντα στη δόξα και την κατάκτηση, πίστευε ότι ήταν αδύνατο να ξαναγυρίσει ζωντανός, ύστερα από τόσους αγώνες και μάχες στα βάθη της Ανατολής.
Αυτό φυσικά το πίστευαν και πολλοί άλλοι που το πλήρωσαν με τη ζωή τους, όταν γύρισε απʼ την εκστρατεία της Ανατολής. Εκτέλεσε όλους τους παραβάτες που του καταγγέλθηκαν, δηλαδή τους καταχραστές, βιαστές, συλητές τάφων(π.χ. του Κύρου του Μεγάλου), τρεις στρατηγούς (Μενίδας, Σιτάλκης, Ήρων), τρεις σατράπες, που είχαν σηκώσει κεφάλι και ήταν ασύδοτοι, μαζί με τους συνεργούς στρατιώτες τους, περίπου 600 άτομα στη Βαβυλώνα.
Η υπόθεση του Άρπαλου αποδεικνύει ότι ο Μ. Αλέξανδρος από ένα σημείο και μετά δε μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη ούτε σε πολύ στενά του πρόσωπα, γιατί ο πειρασμός της διασπάθισης του χρήματος και της κατάχρησης εξουσίας ήταν πολύ μεγάλος για όσους αναλάμβαναν υπεύθυνες θέσεις και αξιώματα.
Η αυστηρή τιμωρία που επέβαλε ο Αλέξανδρος στους ποικιλώνυμους παραβάτες έδωσε σε όλους να καταλάβουν ότι σε ζητήματα σωστής και αδέκαστης διοίκησης ήταν απόλυτος. Άλλωστε ήταν και ο μόνος τρόπος για να διοικηθεί η απέραντη αυτοκρατορία του. Επικράτησε δηλαδή ένας απέραντος τρόμος σʼ όλους τους παραβάτες.
Αυτά τα πληροφορήθηκε (τις 600 εκτελέσεις) ο Άρπαλος και τρομοκρατήθηκε. Πήρε μαζί του 5.000 τάλαντα, τη Γλυκέρα, την κόρη του από την Πυθιονίκη και κατέφυγε στα παράλια της Μ. Ασίας. Στρατολόγησε 6.000 μισθοφόρους και με 30 πλοία κατέπλευσε στο Σαρωνικό κόλπο, στη Μουνιχία. Οι Αθηναίοι δεν τον δέχτηκαν με τιμές, όπως ήλπιζε, γιατί φοβούνταν την αντίδραση του Μ. Αλεξάνδρου, παρόλο που τον είχαν κάνει επίτιμο δημότη τους παλιότερα, λόγω της προσφοράς του προς αυτούς σιταριού και άλλων δωρεών.
Ύστερα από διαπραγματεύσεις του επιτράπηκε να αποβιβαστεί μόνος, οπότε πήγε στην εκκλησία του Δήμου και τους πρότεινε να τους δώσει μέρος του θησαυρού του και τους μισθοφόρους του. Παράλληλα όμως έφτασε στην Αθήνα και τελεσίγραφο του Φιλόξενου, που ήταν ο διάδοχος του Άρπαλου στη θέση του διαχειριστή των χρημάτων, που τους ζητούσε να τον εκδώσουν. Άρχισαν ατελείωτες συζητήσεις στην Πνύκα για το θέμα, όπου κυριαρχούσαν οι αντιμακεδονίζοντες με τον Υπερείδη, που στήριζαν τη θέση του Άρπαλου και οι Μακεδονίζοντες, οι οποίοι πρότειναν την έκδοση του καταχραστή.
Ο Φωκίων και ο Δημοσθένης υποστήριζαν τη μέση λύση. Έτσι, αποφασίστηκε να φυλακιστεί στην Ακρόπολη ο Άρπαλος, εως ότου αποφασίσει ο Αλέξανδρος για την τύχη του. Ο Δημοσθένης ορίστηκε επίτροπος, για να παραλάβει τα χρήματα, στον οποίο ο Άρπαλος δήλωσε ότι είχε μαζί του 700 τάλαντα ( ο πλουσιότερος Έλληνας εφοπλιστής ή τραπεζίτης δεν είχε τότε περιουσία πάνω από 300 τάλαντα). Όμως, την επόμενη, όταν μετρήθηκαν τα τάλαντα, αντί για 700 βρέθηκαν μόνο 350 (πάλι εδώ οι μίζες για εξαγορά Αθηναίων). Αλληλοκατηγορούνταν πολλοί στην Πνύκα για δωροδοκία και ο Άρειος Πάγος πρότεινε να δηλώσουν οι ένοχοι ότι τα πήραν, πράγμα που δεν έγινε.
Ο Μ. Αλέξανδρος έθεσε σε ετοιμότητα το στόλο του, έτοιμος να επιτεθεί στην Αθήνα και ύστερα από αυτά ο Άρπαλος δραπέτευσε και εξαφανίστηκε. Όλοι πείστηκαν ότι ο Άρπαλος είχε εξαγοράσει τους πάντες, για να δραπετεύσει, ανάμεσα σε αυτούς και ο Δημοσθένης, κανείς όμως δεν προσήλθε στο Δήμο για να απολογηθεί και να αποσείσει τις κατηγορίες.
Έτσι, το θέμα παραπέμθηκε στις δικαστικές καλένδες. Ο Άρπαλος κατέφυγε στο Ταίναρο, όπου παρέλαβε τους υπόλοιπους θησαυρούς και μισθοφόρους του και έπλευσε στην Κρήτη. Εκεί δολοφονήθηκε από κάποιον Σπαρτιάτη Θίβρωνα, ίδιου φυράματος κι αυτός, ο οποίος κατέφυγε στην Αφρική, όπου άρχισε τις λεηλασίες. Όμως το 322 π. Χ. τον συνέλαβε ο Πτολεμαίος Αʼ και τον σταύρωσε στην Αλεξάνδρεια.
Στη συνέχεια ένας δούλος του Άρπαλου, που τηρούσε τους λογαριασμούς του, από την Κρήτη, πήγε στη Ρόδο, παραδόθηκε στο Φιλόξενο και του αποκάλυψε τα σχετικά με τα κλοπιμαία.
Αναφορικά τώρα με την εμπλοκή του Δημοσθένη. Επισκέφτηκε – κατά τον Πλούταρχο – τον Άρπαλο στη φυλακή, είδε ότι είχε μια χρυσή βασιλική κύλικα, του άρεσε, την πήρε στα χέρια του, την περιεργάστηκε και ρώτησε τον Άρπαλο πόσο μπορεί να στοιχίζει. Ο Άρπαλος χαμογελώντας του είπε ότι θα του κοστίσει 20 χρυσά τάλαντα.Την ίδια νύχτα του την έστειλε στο σπίτι του, μαζί με τα 20 τάλαντα (περίπου 600 κιλά χρυσάφι).
Έξι μήνες αργότερα άρχισαν οι δίκες περί των «Αρπαλείων χρημάτων», που υπήρξαν ολέθριες για την Αθήνα. Οι επιφανέστεροι Αθηναίοι αλληλοκατηγορούνταν για τα κλεμμένα, ενώ ο Δημοσθένης υποχρεώθηκε να πληρώσει το ποσό που ιδιωποιήθηκε στο πενταπλάσιο και επειδή δεν είχε να τα πληρώσει φυλακίστηκε. (Ας τα ακούνε οι βουλευτές και οι δικαστές μας, για να βγάλουν τα συμπεράσματά τους).
Όμως με τη βοήθεια φίλων του ο Δημοσθένης δραπέτευσε και πήγε στην Τροιζήνα και αργότερα στην Αίγινα, απʼ όπου ικέτευε τους Αθηναίους να του επιτρέψουν να ξαναγυρίσει. Παρόλα αυτά εξακολουθούσε να βυσσοδομεί κατά του Μ. Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (13-6-323 π.χ.) οι Αθηναίοι ψήφισαν την επάνοδό του, αλλά αυτός εξακολούθησε την αντιμακεδονική του τακτική. Ακολούθησε ο Λαμιακός πόλεμος, όπου οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους συνετρίβησαν από τον Αντίπατρο και τον Κρατερό, που έιχε έλθει από τη Μ. Ασία και ο στόλος τους καταστράφηκε στην Άβυδο και την Αμοργό.
Η Αθήνα τιμωρήθηκε σκληρά. Πλήρωσε πολεμική αποζημίωση, δέχτηκε την εγκατάσταση Μακεδονικής φρουράς στην Ακρόπολη, ενώ καταδικάστηκαν σε θάνατο ο Δημοσθένης και ο Υπερείδης και άλλοι αντιμακεδονίζοντες δημαγωγοί.
Όλοι εκτελέστηκαν πλην του Δημοσθένη, ο οποίος δραπέτευσε και κατέφυγε στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία (σημ. Πόρος), όπου αυτοκτόνησε με δηλητήριο (Οκτώβριος 322 π.χ.), για να μην συλληφθεί.
Αλλά και ο φίλος των Μακεδόνων Δημάδης καταδικάστηκε, γιατί ομολόγησε ότι πήρε και αυτός 20 τάλαντα, αλλά είχε το θράσος να ομολογήσει ότι στο μέλλον πάλι θα χρηματίζεται. Τα 100 τάλαντα με τα οποία τιμωρήθηκε, πληρώθηκαν από άλλους, γιατί αυτός δεν τα είχε. Όμως εξακολούθησε να παρανομεί και, επειδή δεν μπορούσε να εξοφλήσει τις ποινές που του επιβλήθηκαν, κηρύχτηκε άτιμος (δηλ. στερημένος πολιτικών δικαιωμάτων).
Αυτή ήταν η εικόνα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας εκείνης της εποχής, εικόνας παραπλήσιας με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα πολύ ζοφερότερη από ό,τι βιώνομε.
Σήμερα ζούμε τη δυσκολότερη περίοδο της Ιστορίας μας, όπου είμαστε επικεντρωμένοι στα οικονομικά θέματα, που ταλανίζουν όλους μας, ξεχνώντας ή αδιαφορώντας για τη νεοοθωμανική επεκτατική πολιτική του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Νταβούτογλου.
Είναι λάθος ο όρος ότι η «ιστορία επαναλαμβάνεται». Το σωστό είναι ότι η «Ιστορία αναπλάθεται σκόπιμα».
Του Μανόλη Ιατράκη
http://diogeneis.blogspot.gr/
Οι διαχειριστές του katohika.gr διατηρούν το δικαίωμα τροποποίησης ή διαγραφής σχολίων που περιέχουν υβριστικούς – προσβλητικούς χαρακτηρισμούς. Απαγορεύεται η δημοσίευση συκοφαντικών ή υβριστικών σχολίων.Σε περίπτωση εντοπισμού τέτοιων μηνυμάτων θα ακολουθεί διαγραφή
Ένας από τους μεγάλους καταχραστές της αρχαιότητας ήταν ο Άρπαλος. Η υπόθεσή του επιλέχτηκε για να τονιστούν οι πολλές ομοιότητες της τότε κοινωνίας με τη σημερινή. Μιας κοινωνίας που, αν και απέχουμε 2.314 χρόνια από αυτήν, είχε και τότε ίδια περίπου προβλήματα με τη σημερινή. Προβλήματα διαφθοράς, ασυνέπειας, συναλλαγής, προδοσίας, λεηλασίας του δημοσίου πλούτου, μικροκομματικής λογικής, ιδίως από αυτούς που, λόγω θέσης, έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, τίμιοι, αδέκαστοι, νομιμόφρονες, πατριώτες και, φυσικά, δεν ήταν.
Ένα από τα μεγάλα σκάνδαλα λοιπόν ήταν και η κατάχρηση του Άρπαλου, προσωπικού φίλου του Μ. Αλεξάνδρου και θησαυροφύλακά του.
Ας κάνουμε όμως μια χρονολογική αναδρομή στην ιστορία μας. Ο Μέγας Αλέξανδρος ανέλαβε τον Μακεδονικό θρόνο, μετά τη δολοφονία του πατέρα του Φιλίππου από το σωματοφύλακά του Παυσανία, το 336 π.Χ., σε ηλικία 20 ετών. Στηρίχτηκε στους παιδικούς του φίλους αλλά και στους πιστούς στρατηγούς του πατέρα του, για να ενισχύσει τη θέση του και να εδραιωθεί στο θρόνο εξοντώνοντας τους εχθρούς και πιθανούς καταπατητές του θρόνου του.
Από την ηλικία των 13 ετών, όπου μαθήτευσε στους μεγάλους δασκάλους-παιδαγωγούς της εποχής του, τον Λεωνίδα και τον Λυσίμαχο και από την ηλικία των 16 ετών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη, είχε συμμαθητές πολλούς ευγενείς Μακεδόνες και Έλληνες, συνομήλικούς του, με τους οποίους τους συνέδεε μια ανυπόκριτη, δυνατή και διαρκής φιλία, μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτοί ήταν οι εξής: Ηφαιστίων, Λεοννάτος, Μαρσύας, Νικάνωρ (από την Πέλλα όλοι τους), ο Άρπαλος του Μαχάτα (Ελιμιώτης), Πτολεμαίος ο Λάγου (μάλλον ετεροθαλής αδελφός του από Εορδαία), Νέαρχος (Κρητικός, αλλά από την Αμφίπολη), Ερίγυος και Λαομέδων (Λέσβιοι), Αμύντας και Πευκέστας (αδέλφια), Θεσσαλός ο Κορίνθιος κ.α.
Όλοι αυτοί πήραν μεγάλα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, ανάλογα με την αξία και τις ικανότητες που είχε ο καθένας τους. Ο Μ. Αλέξανδρος έδινε την εξουσία μόνο σε όσους την άξιζαν, ενεργώντας όχι ευνοιοκρατικά, αλλά ρεαλιστικά και αξιοκρατικά. (Το ίδιο έκανε και ο Μ. Ναπολέων που έπαιρνε ένα λοχία και τον έκανε στρατάρχη π.χ. το Λαν). Σχεδόν όλοι αυτοί ήταν ομοτράπεζοί του και μερικοί σωματοφύλακές του.
Όλοι τους - πλην του Άρπαλου, που ήταν χωλός - ήταν δυνατοί και ατρόμητοι πολεμιστές και πάντοτε διακρίνονταν στη διοίκηση και ως πολεμικοί ηγέτες.
Ας πάμε τώρα στον Άρπαλο. Λόγω του σωματικού του προβλήματος, όπως προανέφερα, ανέλαβε οικονομικό πόστο και όχι στρατιωτικό. Πριν από τη μάχη της Ισσού (Νοέμβριος 333 π.Χ.) , όντας διορισμένος θησαυροφύλακας της στρατιάς, παρασυρμένος από τον Ταυρίσκο, έφυγε μαζί του δυτικά, παίρνοντας μαζί του όλα τα χρήματα της στρατιάς και κατέφυγε στα Μέγαρα. Ο Μ. Αλέξανδρος δέχτηκε τη μετάνοιά του, τον ξανακάλεσε δίπλα του και τον όρισε γενικό διαχειριστή των θησαυρών του κράτους με έδρα τα Εκβάτανα (όπου αργότερα δολοφονήθηκε ο Παρμενίων, μετά την εκτέλεση του Φιλώτα).
Οι θησαυροί αυτοί ήταν μυθώδους αξίας, γιατί εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι όσοι είχαν βρεθεί στις τέσσερις πρωτεύουσες του περσικού κράτους και σε άλλες μικρότερες πόλεις, αξίας περίπου 700.000 ταλάντων (430 δις δραχμές το 1968 ή 600 και άνω δις σημερινά ευρώ). Ακόμη, είχε εισπράξει άλλα 100.000 χρυσά τάλαντα κατά τα πέντε χρόνια της απουσίας του Μ. Αλεξάνδρου στην Ανατολή από φόρους.
Από την ηλικία των 13 ετών, όπου μαθήτευσε στους μεγάλους δασκάλους-παιδαγωγούς της εποχής του, τον Λεωνίδα και τον Λυσίμαχο και από την ηλικία των 16 ετών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη, είχε συμμαθητές πολλούς ευγενείς Μακεδόνες και Έλληνες, συνομήλικούς του, με τους οποίους τους συνέδεε μια ανυπόκριτη, δυνατή και διαρκής φιλία, μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτοί ήταν οι εξής: Ηφαιστίων, Λεοννάτος, Μαρσύας, Νικάνωρ (από την Πέλλα όλοι τους), ο Άρπαλος του Μαχάτα (Ελιμιώτης), Πτολεμαίος ο Λάγου (μάλλον ετεροθαλής αδελφός του από Εορδαία), Νέαρχος (Κρητικός, αλλά από την Αμφίπολη), Ερίγυος και Λαομέδων (Λέσβιοι), Αμύντας και Πευκέστας (αδέλφια), Θεσσαλός ο Κορίνθιος κ.α.
Όλοι αυτοί πήραν μεγάλα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, ανάλογα με την αξία και τις ικανότητες που είχε ο καθένας τους. Ο Μ. Αλέξανδρος έδινε την εξουσία μόνο σε όσους την άξιζαν, ενεργώντας όχι ευνοιοκρατικά, αλλά ρεαλιστικά και αξιοκρατικά. (Το ίδιο έκανε και ο Μ. Ναπολέων που έπαιρνε ένα λοχία και τον έκανε στρατάρχη π.χ. το Λαν). Σχεδόν όλοι αυτοί ήταν ομοτράπεζοί του και μερικοί σωματοφύλακές του.
Ας πάμε τώρα στον Άρπαλο. Λόγω του σωματικού του προβλήματος, όπως προανέφερα, ανέλαβε οικονομικό πόστο και όχι στρατιωτικό. Πριν από τη μάχη της Ισσού (Νοέμβριος 333 π.Χ.) , όντας διορισμένος θησαυροφύλακας της στρατιάς, παρασυρμένος από τον Ταυρίσκο, έφυγε μαζί του δυτικά, παίρνοντας μαζί του όλα τα χρήματα της στρατιάς και κατέφυγε στα Μέγαρα. Ο Μ. Αλέξανδρος δέχτηκε τη μετάνοιά του, τον ξανακάλεσε δίπλα του και τον όρισε γενικό διαχειριστή των θησαυρών του κράτους με έδρα τα Εκβάτανα (όπου αργότερα δολοφονήθηκε ο Παρμενίων, μετά την εκτέλεση του Φιλώτα).
Οι θησαυροί αυτοί ήταν μυθώδους αξίας, γιατί εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι όσοι είχαν βρεθεί στις τέσσερις πρωτεύουσες του περσικού κράτους και σε άλλες μικρότερες πόλεις, αξίας περίπου 700.000 ταλάντων (430 δις δραχμές το 1968 ή 600 και άνω δις σημερινά ευρώ). Ακόμη, είχε εισπράξει άλλα 100.000 χρυσά τάλαντα κατά τα πέντε χρόνια της απουσίας του Μ. Αλεξάνδρου στην Ανατολή από φόρους.
Με το να απομακρύνεται όμως όλο και μακρύτερα, προς Ανατολάς, ο Μ. Αλέξανδρος, ο Άρπαλος έγινε ανεξέλεγκτος. Επιδόθηκε σε παντός είδους ακολασίες και καταχρήσεις. Η φήμη του έφτασε μέχρι την Ελλάδα, όπου οι κωμωδιογράφοι τον διέσυραν για τα «κατορθώματά» του. Είχε ερωτικές σχέσεις με Ασιάτισσες και μετακάλεσε από την Αθήνα την εταίρα Πυθιονίκη. Όταν αυτή πέθανε προς τιμήν της έστησε μνημεία στην Αθήνα και τη Βαβυλώνα. Μετά το θάνατό της κάλεσε από την Αθήνα άλλη εταίρα, την περιβόητη Γλυκέρα, που την εγκατέστησε στα ανάκτορα της Ταρσού. Είχε πορωθεί τόσο πολύ, ώστε όταν του προσέφεραν χρυσό στεφάνι, απαιτούσε να δίδεται και στη Γλυκέρα ένα άλλο και να την προσκυνούν ως βασίλισσα.
Αυτά είχαν καταγγελθεί στο Μ. Αλέξανδρο, ο οποίος τα θεώρησε υπερβολικά και όχι μόνο δεν κυνήγησε εγκαίρως τον Άρπαλο, αλλά θυμούμενος την παλιά του φιλία με αυτόν φυλάκισε αυτούς που τον κατάγγειλαν ως συκοφάντες. Όταν γύρισε ο Μ. Αλέξανδρος στα Σούσα (Άνοιξη 334 π.Χ.), δηλαδή μετά την επιστροφή του απʼ την εκστρατεία της Ανατολής στην Ινδία, πληροφορήθηκε ότι είχε ξαναφύγει με θησαυρούς (5.000 τάλαντα). Ο Άρπαλος, γνωρίζοντας ότι ο Αλέξανδρος πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή και ότι το μυαλό του ήταν πάντα στη δόξα και την κατάκτηση, πίστευε ότι ήταν αδύνατο να ξαναγυρίσει ζωντανός, ύστερα από τόσους αγώνες και μάχες στα βάθη της Ανατολής.
Αυτό φυσικά το πίστευαν και πολλοί άλλοι που το πλήρωσαν με τη ζωή τους, όταν γύρισε απʼ την εκστρατεία της Ανατολής. Εκτέλεσε όλους τους παραβάτες που του καταγγέλθηκαν, δηλαδή τους καταχραστές, βιαστές, συλητές τάφων(π.χ. του Κύρου του Μεγάλου), τρεις στρατηγούς (Μενίδας, Σιτάλκης, Ήρων), τρεις σατράπες, που είχαν σηκώσει κεφάλι και ήταν ασύδοτοι, μαζί με τους συνεργούς στρατιώτες τους, περίπου 600 άτομα στη Βαβυλώνα.
Η υπόθεση του Άρπαλου αποδεικνύει ότι ο Μ. Αλέξανδρος από ένα σημείο και μετά δε μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη ούτε σε πολύ στενά του πρόσωπα, γιατί ο πειρασμός της διασπάθισης του χρήματος και της κατάχρησης εξουσίας ήταν πολύ μεγάλος για όσους αναλάμβαναν υπεύθυνες θέσεις και αξιώματα.
Η αυστηρή τιμωρία που επέβαλε ο Αλέξανδρος στους ποικιλώνυμους παραβάτες έδωσε σε όλους να καταλάβουν ότι σε ζητήματα σωστής και αδέκαστης διοίκησης ήταν απόλυτος. Άλλωστε ήταν και ο μόνος τρόπος για να διοικηθεί η απέραντη αυτοκρατορία του. Επικράτησε δηλαδή ένας απέραντος τρόμος σʼ όλους τους παραβάτες.
Αυτά τα πληροφορήθηκε (τις 600 εκτελέσεις) ο Άρπαλος και τρομοκρατήθηκε. Πήρε μαζί του 5.000 τάλαντα, τη Γλυκέρα, την κόρη του από την Πυθιονίκη και κατέφυγε στα παράλια της Μ. Ασίας. Στρατολόγησε 6.000 μισθοφόρους και με 30 πλοία κατέπλευσε στο Σαρωνικό κόλπο, στη Μουνιχία. Οι Αθηναίοι δεν τον δέχτηκαν με τιμές, όπως ήλπιζε, γιατί φοβούνταν την αντίδραση του Μ. Αλεξάνδρου, παρόλο που τον είχαν κάνει επίτιμο δημότη τους παλιότερα, λόγω της προσφοράς του προς αυτούς σιταριού και άλλων δωρεών.
Ύστερα από διαπραγματεύσεις του επιτράπηκε να αποβιβαστεί μόνος, οπότε πήγε στην εκκλησία του Δήμου και τους πρότεινε να τους δώσει μέρος του θησαυρού του και τους μισθοφόρους του. Παράλληλα όμως έφτασε στην Αθήνα και τελεσίγραφο του Φιλόξενου, που ήταν ο διάδοχος του Άρπαλου στη θέση του διαχειριστή των χρημάτων, που τους ζητούσε να τον εκδώσουν. Άρχισαν ατελείωτες συζητήσεις στην Πνύκα για το θέμα, όπου κυριαρχούσαν οι αντιμακεδονίζοντες με τον Υπερείδη, που στήριζαν τη θέση του Άρπαλου και οι Μακεδονίζοντες, οι οποίοι πρότειναν την έκδοση του καταχραστή.
Ο Φωκίων και ο Δημοσθένης υποστήριζαν τη μέση λύση. Έτσι, αποφασίστηκε να φυλακιστεί στην Ακρόπολη ο Άρπαλος, εως ότου αποφασίσει ο Αλέξανδρος για την τύχη του. Ο Δημοσθένης ορίστηκε επίτροπος, για να παραλάβει τα χρήματα, στον οποίο ο Άρπαλος δήλωσε ότι είχε μαζί του 700 τάλαντα ( ο πλουσιότερος Έλληνας εφοπλιστής ή τραπεζίτης δεν είχε τότε περιουσία πάνω από 300 τάλαντα). Όμως, την επόμενη, όταν μετρήθηκαν τα τάλαντα, αντί για 700 βρέθηκαν μόνο 350 (πάλι εδώ οι μίζες για εξαγορά Αθηναίων). Αλληλοκατηγορούνταν πολλοί στην Πνύκα για δωροδοκία και ο Άρειος Πάγος πρότεινε να δηλώσουν οι ένοχοι ότι τα πήραν, πράγμα που δεν έγινε.
Ο Μ. Αλέξανδρος έθεσε σε ετοιμότητα το στόλο του, έτοιμος να επιτεθεί στην Αθήνα και ύστερα από αυτά ο Άρπαλος δραπέτευσε και εξαφανίστηκε. Όλοι πείστηκαν ότι ο Άρπαλος είχε εξαγοράσει τους πάντες, για να δραπετεύσει, ανάμεσα σε αυτούς και ο Δημοσθένης, κανείς όμως δεν προσήλθε στο Δήμο για να απολογηθεί και να αποσείσει τις κατηγορίες.
Έτσι, το θέμα παραπέμθηκε στις δικαστικές καλένδες. Ο Άρπαλος κατέφυγε στο Ταίναρο, όπου παρέλαβε τους υπόλοιπους θησαυρούς και μισθοφόρους του και έπλευσε στην Κρήτη. Εκεί δολοφονήθηκε από κάποιον Σπαρτιάτη Θίβρωνα, ίδιου φυράματος κι αυτός, ο οποίος κατέφυγε στην Αφρική, όπου άρχισε τις λεηλασίες. Όμως το 322 π. Χ. τον συνέλαβε ο Πτολεμαίος Αʼ και τον σταύρωσε στην Αλεξάνδρεια.
Στη συνέχεια ένας δούλος του Άρπαλου, που τηρούσε τους λογαριασμούς του, από την Κρήτη, πήγε στη Ρόδο, παραδόθηκε στο Φιλόξενο και του αποκάλυψε τα σχετικά με τα κλοπιμαία.
Αναφορικά τώρα με την εμπλοκή του Δημοσθένη. Επισκέφτηκε – κατά τον Πλούταρχο – τον Άρπαλο στη φυλακή, είδε ότι είχε μια χρυσή βασιλική κύλικα, του άρεσε, την πήρε στα χέρια του, την περιεργάστηκε και ρώτησε τον Άρπαλο πόσο μπορεί να στοιχίζει. Ο Άρπαλος χαμογελώντας του είπε ότι θα του κοστίσει 20 χρυσά τάλαντα.Την ίδια νύχτα του την έστειλε στο σπίτι του, μαζί με τα 20 τάλαντα (περίπου 600 κιλά χρυσάφι).
Έξι μήνες αργότερα άρχισαν οι δίκες περί των «Αρπαλείων χρημάτων», που υπήρξαν ολέθριες για την Αθήνα. Οι επιφανέστεροι Αθηναίοι αλληλοκατηγορούνταν για τα κλεμμένα, ενώ ο Δημοσθένης υποχρεώθηκε να πληρώσει το ποσό που ιδιωποιήθηκε στο πενταπλάσιο και επειδή δεν είχε να τα πληρώσει φυλακίστηκε. (Ας τα ακούνε οι βουλευτές και οι δικαστές μας, για να βγάλουν τα συμπεράσματά τους).
Όμως με τη βοήθεια φίλων του ο Δημοσθένης δραπέτευσε και πήγε στην Τροιζήνα και αργότερα στην Αίγινα, απʼ όπου ικέτευε τους Αθηναίους να του επιτρέψουν να ξαναγυρίσει. Παρόλα αυτά εξακολουθούσε να βυσσοδομεί κατά του Μ. Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (13-6-323 π.χ.) οι Αθηναίοι ψήφισαν την επάνοδό του, αλλά αυτός εξακολούθησε την αντιμακεδονική του τακτική. Ακολούθησε ο Λαμιακός πόλεμος, όπου οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους συνετρίβησαν από τον Αντίπατρο και τον Κρατερό, που έιχε έλθει από τη Μ. Ασία και ο στόλος τους καταστράφηκε στην Άβυδο και την Αμοργό.
Η Αθήνα τιμωρήθηκε σκληρά. Πλήρωσε πολεμική αποζημίωση, δέχτηκε την εγκατάσταση Μακεδονικής φρουράς στην Ακρόπολη, ενώ καταδικάστηκαν σε θάνατο ο Δημοσθένης και ο Υπερείδης και άλλοι αντιμακεδονίζοντες δημαγωγοί.
Όλοι εκτελέστηκαν πλην του Δημοσθένη, ο οποίος δραπέτευσε και κατέφυγε στο ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία (σημ. Πόρος), όπου αυτοκτόνησε με δηλητήριο (Οκτώβριος 322 π.χ.), για να μην συλληφθεί.
Αλλά και ο φίλος των Μακεδόνων Δημάδης καταδικάστηκε, γιατί ομολόγησε ότι πήρε και αυτός 20 τάλαντα, αλλά είχε το θράσος να ομολογήσει ότι στο μέλλον πάλι θα χρηματίζεται. Τα 100 τάλαντα με τα οποία τιμωρήθηκε, πληρώθηκαν από άλλους, γιατί αυτός δεν τα είχε. Όμως εξακολούθησε να παρανομεί και, επειδή δεν μπορούσε να εξοφλήσει τις ποινές που του επιβλήθηκαν, κηρύχτηκε άτιμος (δηλ. στερημένος πολιτικών δικαιωμάτων).
Αυτή ήταν η εικόνα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας εκείνης της εποχής, εικόνας παραπλήσιας με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα πολύ ζοφερότερη από ό,τι βιώνομε.
Σήμερα ζούμε τη δυσκολότερη περίοδο της Ιστορίας μας, όπου είμαστε επικεντρωμένοι στα οικονομικά θέματα, που ταλανίζουν όλους μας, ξεχνώντας ή αδιαφορώντας για τη νεοοθωμανική επεκτατική πολιτική του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Νταβούτογλου.
Είναι λάθος ο όρος ότι η «ιστορία επαναλαμβάνεται». Το σωστό είναι ότι η «Ιστορία αναπλάθεται σκόπιμα».
Του Μανόλη Ιατράκη
http://diogeneis.blogspot.gr/
Οι διαχειριστές του katohika.gr διατηρούν το δικαίωμα τροποποίησης ή διαγραφής σχολίων που περιέχουν υβριστικούς – προσβλητικούς χαρακτηρισμούς. Απαγορεύεται η δημοσίευση συκοφαντικών ή υβριστικών σχολίων.Σε περίπτωση εντοπισμού τέτοιων μηνυμάτων θα ακολουθεί διαγραφή
Social Plugin