«Ξέρω τη μοίρα μου. Κάποια μέρα το όνομά μου θα συνδεθεί με κάτι φοβερό. Μια άνευ προηγουμένου κρίση στη Γη. Την πιο βαθειά αλλαγή συνειδήσεων, ενάντια σε όσα πιστεύονταν μέχρι πρότινος. Ενώ εσείς βλέπετε ιδανικά, εγώ βλέπω τι είναι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο».
Αυτά είναι τα λόγια τού...
οραματιστή γερμανού φιλόσοφου, Φρειδερίκου Νίτσε. Η κρίση, που προέβλεψε, ήταν η θρησκευτική, που σάρωσε την Ευρώπη στα τέλη τού 19ου αιώνα. Ήταν ο πρώτος, που κατάλαβε, ότι ο θάνατος τού θεού, θα έφερνε κάτι εντελώς καινούριο στην ιστορία τής ανθρωπότητας: την ιδέα τής απόλυτης ελευθερίας τού ανθρώπου ως το μοναδικό μέτρο στο σύμπαν. Περιέγραφε τη γέννηση τού σύγχρονου κόσμου.
Ο Νίτσε ήταν πολύ τόσο σημαντικός για την εξέλιξη τής σκέψης τον 20ό αιώνα. Η επιρροή του έφερε χαλάρωση των παγιωμένων ιδεών. Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν με βεβαιότητα πια, τι είναι καλό και τι κακό. Ο θεός πέθανε. Και παραμένει νεκρός, γιατί εμείς τον σκοτώσαμε. Πώς μπορούμε εμείς, οι δολοφόνοι των δολοφόνων, να παρηγορηθούμε; Ό,τι ιερότερο είχε ο κόσμος αιμορράγησε μέχρι θανάτου εξ αιτίας μας. Ποιος θα σκουπίσει το αίμα από τα χέρια μας;
Η Εκκλησία ήταν ο ρυθμιστής τής ηθικής, ο δωρητής τής αλήθειας. Η ιδέα, ότι δεν υπάρχει μια ορισμένη Αλήθεια, με Α κεφαλαίο, δεν είναι πρωτόγνωρη σε μάς, αλλά ο Νίτσε ήταν πρωτοπόρος όσον αφορά τη θέση αυτή.
Μάς φαίνεται απλούστερη, γιατί όλοι την έχουμε ενστερνιστεί την ιδέα, ότι δεν μάς καθορίζουν εξωτερικές δυνάμεις, ότι εμείς φιάχνουμε την ζωή μας, ότι κάνουμε τις επιλογές μας και εξελισσόμαστε με δική μας προσπάθεια.
Βλέπω τον Νίτσε ως τον πρώτο punk φιλόσοφο. Τον βλέπω με μία παραμάνα περασμένη στην μύτη και το μεσαίο δάχτυλο σηκωμένο προς το πάνθεον των φιλοσόφων. Κι αυτή είναι μια θετική πλευρά του. Μέσα στον απόλυτο μηδενισμό του φαίνεται να είναι από τους θετικότερους στοχαστές, γιατί ενθαρρύνει τον άνθρωπο να ενεργήσει μόνος του. Η φιλοσοφία του δεν είναι οδηγός, που επιβάλλει τη σκέψη του, αλλά, που ενθαρρύνει την ανεξάρτητη σκέψη.
Παρ΄όλο, που ο Νίτσε ήταν μεγάλος απελευθερωτής, το είδος τής ελευθερίας που έφερε ήταν επίσης τρομερό βάρος. Γνώριζε, ότι ο θάνατος του θεού άφηνε ένα κενό. Για να το καλύψει, προσπάθησε να κάνει κάτι, που δεν είχε επιχειρήσει κανείς και για το οποίο θα πλήρωνε βαρύ τίμημα.
Ήθελε να είναι ο ηθικολόγος τής νέας, μετά θεό, κοινωνίας. Αναλάμβανε μια αποστολή, που δεν θα μπορούσε να φέρει σε πέρας, κανείς δεν θα μπορούσε. Δεν υπαινίσσομαι, ότι λιποτάκτησε καταφεύγοντας στην τρέλα. Πιστεύω, ότι η διαφυγή αυτή ήταν αναπόφευκτη.
Θα μπορούσε να είναι θέμα θεατρικού έργου αυτό, που γινόταν στο μυαλό τού Νίτσε τις τελευταίες μέρες προτού παρανοήσει, το αν τελικά ήταν ένα ξύπνημα ή μια αναθεώρηση των αξιών του.
Το φιλοσοφικό ταξίδι του Νίτσε τελείωσε σε ηλικία 44 ετών με την παράνοια. Η ευθύνη, που ανέλαβε σαν στοχαστής, τελικά τον κατέστρεψε σαν άνθρωπο; Στο πέρασμά του στο άγνωστο, ανακάλυψε τι σημαίνει πραγματικά να είσαι άνθρωπος;
«Μετά την ενηλικίωση, ελάχιστα θυμάται κάποιος από την παιδική του ηλικία. Τα χρόνια που πέρασαν μοιάζουν με συγκεχυμένο όνειρο. Παρ΄όλα αυτά, κάποια πράγματα μένουν ζωντανά στην ψυχή μου και με όλα αυτά, σε συνδυασμό με τα σκοτεινά και ομιχλώδη, θα ζωγραφίσω την εικόνα μου. Γεννήθηκα στο Ρεκέν, κοντά στο Λύτσεν, στις 15 Οκτωβρίου 1844. Βαφτίστηκα Φρειδερίκος - Γουλιέλμος. Ο πατέρας μου ήταν ο ιερέας τού χωριού. Η τέλεια εικόνα τού ιερωμένου: προικισμένος σε μυαλό και καρδιά, με όλες τις αρετές τού χριστιανού. Ζούσε μία ήρεμη, απλή αλλά ευτυχισμένη ζωή».
Κατά την βάπτισή του, ο πατέρας του ρώτησε: «τί νομίζετε, ότι θα φέρει αυτό το παιδί, το καλό ή το κακό;» και συνέχισε περιγράφοντας όλα όσα μπορούσαν να συμβούν σε ένα μικρό παιδί, τις αμαρτίες και τους πειρασμούς, που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας νέος. Τράβηξε έτσι, μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ καλού και κακού. Αργότερα, ο Νίτσε έγραψε το Πέρα από το Καλό και το Κακό και σ’ όλη του την ζωή προσπάθησε να αμβλύνει αυτή την αντίθεση, να συνδέσει το ένα με το άλλο, να δείξει την αλληλεξάρτησή τους.
Τα παιδικά χρόνια τού Νίτσε ήταν ίσως η ευτυχέστερη περίοδος τής ζωής του. Απέκτησε μία αδελφή όταν ήταν δύο ετών κι ακολούθησε ένας αδελφός μετά από ένα χρόνο. Το 1847 όμως, ήλθε η καταστροφή, όταν διαγνώστηκε, ότι ο πατέρας του έπασχε από εγκεφαλική πάθηση. Το 1849 πέθανε ο πατέρας του και ένα χρόνο μετά ο αδελφός του. Ο Νίτσε θαύμαζε τον πατέρα του ως κοσμική και θρησκευτική αρχή και για έναν ολόκληρο χρόνο τον έβλεπε να παλεύει με τον πόνο και την αρρώστια. Ο θεός, για τον οποίον εργαζόταν ο πατέρας του, τον οποίον υπηρετούσε, ο Νίτσε αναρωτιόταν, γιατί τον τιμωρούσε με τόσο πόνο. Έτσι, ο Νίτσε άρχισε να αμφισβητεί το χριστιανισμό.
Ο Νίτσε ήταν μόλις 5 ετών και 6 ετών αντίστοιχα, όταν έχασε τον πατέρα και τον αδελφό του. Μετακόμισε με την μητέρα και την αδελφή του σε γειτονική πόλη κι έπειτα στάλθηκε σε οικοτροφείο με παράδοση στην θρησκευτική εκπαίδευση, οκτώ χλμ μακριά.
«Μετά την μετακόμισή μας άρχισε να φαίνεται ο χαρακτήρας μου. Είχα ήδη νιώσει μεγάλη λύπη στα πρώτα μου χρόνια και δεν ήμουν τόσο ανέμελος όσο είναι συνήθως τα παιδιά. Οι συμμαθητές μου συνήθιζαν να με πειράζουν, που ήμουν τόσο σοβαρός. Μετά την παιδική ηλικία, αναζητούσα τη μοναξιά κι ένιωθα καλύτερα να δίνομαι στον εαυτό μου ανενόχλητος».
Αργότερα, ο Νίτσε θα δήλωνε, ότι ήταν ο αντίχριστος, αλλά τότε δεν έδειχνε τέτοια σημάδια. Πήγε να σπουδάσει θεολογία στο πανεπιστήμιο τής Βόννης με στόχο να γίνει ιερέας, όπως ο πατέρας του. Όμως, την Κυριακή τού Πάσχα τού 1865, αρνήθηκε να παρακολουθήσει τη λειτουργία με την οικογένειά του. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, εγκατέλειψε τη θεολογία, για να σπουδάσει κλασική φιλολογία. Σε γράμμα προς την αδελφή Ελισάβετ εξηγούσε τον λόγο: «Σου γράφω, αγαπητή Ελισάβετ, για να αντικρούσω τις συνήθεις αποδείξεις των πιστών. Κάθε αληθινή πίστη είναι αλάνθαστη. Εκτελεί όσα ο πιστός ελπίζει να βρει σε αυτή, αλλά δεν προσφέρει τη βάση για την εδραίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας. Εδώ οι δρόμοι των ανθρώπων χωρίζονται: αν θες να πετύχεις την ηρεμία πνεύματος και την ευτυχία, έχει πίστη. Αν θες να γίνεις οπαδός τής αλήθειας, τότε ψάξε».
Πίστη σημαίνει
να μή θέλεις να μάθεις την αλήθεια».
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
-Σεβασμός στη θρησκευτική πίστη;
-Ασφαλώς όχι!)
Βρίσκει κανείς, ότι υπήρξε μια κρίση και μια καθυστερημένη αντίδραση σε αυτήν. Μια τέτοια περίπτωση είναι η εγκατάλειψη τής θρησκείας. Ο αντίχριστος, που είναι η σαφέστερη θέση του κατά τού χριστιανισμού και τής θρησκείας γενικά, έρχεται είκοσι χρόνια, αφού ο Νίτσε εγκατέλειψε την πίστη. Παρουσιάζει τα έργα του ως μνημεία στην κρίση.
Η προκλητικότερη επίθεση τού Νίτσε κατά τής θρησκείας ήταν η παραβολή τού τρελού, που ισχυριζόταν, ότι ο θεός πέθανε. Δεν έχετε ακούσει για τον τρελό, που άναβε ένα φανάρι το πρωί, έτρεχε στην αγορά και φώναζε ασταμάτητα, ότι ψάχνει για το θεό; Καθώς πολλοί, που δεν πίστευαν στο θεό, βρίσκονταν εκεί γύρω, προκάλεσε πολύ γέλιο. «Γιατί; Χάθηκε;» ρώτησε κάποιος. «Έχασε τον δρόμο του σαν παιδί; Πού κρύβεται;». Ο τρελός στάθηκε ανάμεσά τους και τους κάρφωσε με το βλέμμα. «Πού είναι ο θεός;» φώναξε. «Θα σας πω εγώ. Τον σκοτώσαμε εσείς κι εγώ. Όλοι είμαστε οι δολοφόνοι του». Ο τρελός προειδοποιεί, ότι πρόκειται να έλθει ο κατακλυσμός.
Για τον Νίτσε είναι σημαντικά γεγονότα τον 19ο αιώνα, τα οποία συνδυασμένα, υπέσκαπταν τα θεμέλια τής χριστιανικής ηθικής. Κι ο Δαρβίνος μεγάλωσε σε θρησκευτικό περιβάλλον. Άργησε να δημοσιεύσει την θεωρία τής φυσικής επιλογής είκοσι χρόνια και την είχε κρυμμένη σε ένα ντουλάπι. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Όταν ο Δαρβίνος σκότωσε το θεό). Ο Δαρβίνος καταλάβαινε τις συνέπειες κι ότι θα αναιρούσε τη βάση τής δυτικής ηθικής και μεταφυσικής, καθώς θα έδειχνε, ότι ο κόσμος λειτουργεί καλά και με συνέπεια χωρίς να χρειάζεται θεϊκή παρέμβαση.
«Ποιό απ΄τα δυο;
Ο άνθρωπος είναι
το μόνο λάθος τού θεού
ή ο θεός
το μόνο λάθος τού ανθρώπου;»
Το 1869, δέκα χρόνια μετά, αφού ο Δαρβίνος δημοσίευσε την προέλευση των ειδών, ο Νίτσε διορίστηκε καθηγητής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο τής Βασιλείας. Είχε απελευθερωθεί από τους περιορισμούς τού χριστιανισμού, αλλά τώρα έψαχνε το υποκατάστατο. Χωρίς τη θεϊκή τιμωρία ή παρέμβαση ο ανθρώπινος πόνος ήταν ακατανόητος. Ο Νίτσε στράφηκε στη φιλοσοφία για μια απάντηση και ανακάλυψε τα γραπτά του άθεου στοχαστή Άρθουρ Σοπενχάουερ. Εκεί βρήκε την παρηγοριά που ζητούσε στην αναζήτηση λογικής σε ένα άθεο σύμπαν.
Όταν ο Νίτσε συνειδητοποίησε, ότι δεν μπορούσε να πιστεύει πια στο χριστιανικό θεό, ήταν φυσικό η φιλοσοφία τού Σοπενχάουερ να τον προσελκύσει. Είναι πεσιμιστική στον πυρήνα της και αναγνωρίζει, ότι οι ανθρώπινες εμπειρίες δεν είναι στην πλειονότητά τους πολύ ευχάριστες κι ότι υπάρχουν κάποιοι τρόποι να συμφιλιωθούμε με την αλήθεια, στην οποία αναφέρεται ο Νίτσε στη Γέννηση της Τραγωδίας: το καλύτερο είναι να μην γεννηθείς και το δεύτερο να πεθάνεις γρήγορα.
Κατά το Νίτσε υπήρχε τρόπος να βγεις από την δυστυχία και αυτός ήταν η τέχνη και κυρίως η μουσική. Κατά την μουσική εμπειρία μπορούσες να υπερβείς την επίγεια δυστυχία σου για κάποιες στιγμές.
Για τον Νίτσε, η θεωρία τού Σοπενχάουερ αντικατοπτριζόταν στην μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Παρακολούθησε την όπερα Τριστάνος και Ιζόλδη τρεις φορές. Ταυτίστηκε με τον πόνο των πρωταγωνιστών και βρήκε την εκστατική εμπειρία τής παράστασης βαθιά συγκινητική. Ο Βάγκνερ έγινε υποκατάστατο τού πατέρα για τον Νίτσε, που επισκεπτόταν συχνά το σπίτι του, το 1870. Στην τέχνη του ο Νίτσε έβλεπε μια πιθανότητα αναγέννησης τού πολιτισμού βασισμένη στο κλασικό αρχαιοελληνικό μοντέλο τής τραγωδίας. Το βιβλίο τού Νίτσε Η Γέννηση της Τραγωδίας ήταν εμπνευσμένο σε μεγάλο βαθμό από τον Βάγκνερ κι ο ίδιος υποστήριζε, ότι η μουσική τού Βάγκνερ εξέφραζε ένα προχριστιανικό ιδανικό, που συμβολιζόταν από το θεό Διόνυσο.
Η διονυσιακή κουλτούρα ήταν γεμάτη ενέργεια, μουσική. Στο μυαλό τού Νίτσε ήταν συνδεδεμένη με το χορό, με τη μέθη, την υπερβολή, τη χαρά και απολύτως ανεπηρέαστη από τη λύπη και τον πόνο, την τραγωδία.
Ο Νίτσε αναζητούσε μια φιλοσοφική απάντηση στον πόνο τής ύπαρξης, καθώς ο οργανισμός του αδυνάτιζε από χρόνια αδιαθεσία. Γεννημένος με υψηλή μυωπία, ήταν ασθενικό παιδί. Στον γαλλο-πρωσσικό πόλεμο, έπασχε από δυσεντερία και διφθερίτιδα, ενώ υπηρετούσε ως νοσοκόμος και πιστεύεται ότι είχε σύφιλη. Σε ηλικία 30 ετών, ήταν σχεδόν ανάπηρος.
«Κάθε δυο-τρεις βδομάδες περνούσα γύρω στις 36 ώρες κλινήρης με πόνους. Ίσως η υγεία μου βελτιώνεται σταδιακά, αλλά αυτός ο χειμώνας ήταν ο χειρότερος. Σκέπτομαι, ότι η μέρα περνά τόσο βασανιστικά, που μέχρι το βράδυ δεν έχει μείνει απόλαυση στην ζωή. Εκπλήσσομαι πραγματικά με το πόσο δύσκολο είναι να ζεις».
Αναφέρει, ότι ήταν άρρωστος, αλλά δεν αναφέρει από τί έπασχε. Ίσως είχε να κάνει με την εποχή, καθώς το 1880 πρέπει να ήταν πράξη αυτοκτονίας για έναν άνδρα να γράψει στο βιβλίο του, ότι έπασχε από σύφιλη. Περιέγραψε όμως τα συμπτώματα τόσο (λίγο) καθαρά, που, τουλάχιστον οι άνδρες αναγνώστες του, δεν θα καταλάβαιναν από τί έπασχε. Η ασθένεια επηρέασε τη ζωή του, καθώς καθηλωνόταν στο κρεβάτι για μεγάλο μέρος τού χρόνου. Υπήρχαν πολλά πράγματα, που δεν μπορούσε να κάνει.
Η ασθένεια τού Νίτσε επρόκειτο να αποτελέσει σταθμό στην ζωή του τόσο σωματικά όσο και φιλοσοφικά. Το 1876, στην πρεμιέρα της όπερας τού Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ, ο Νίτσε έφυγε μετά την πρώτη πράξη υποφέροντας από μυστηριώδη ασθένεια. Η σχέση του με τον Βάγκνερ ήταν τεταμένη, λόγω τής αντίθεσης τού Νίτσε στον εθνικισμό τού συνθέτη. Η αποχώρησή του ξεχείλισε το ποτήρι. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
.Στο Μπαϊρόιτ ο Νίτσε ένιωσε ναυτία. Ήταν ένα σύμπτωμα, που πρόδιδε την ψυχολογική του κατάσταση. Δεν άντεχε τον ενθουσιασμό και την λατρεία, που απαιτούσε ο Βάγκνερ. Κυριολεκτικά τον ανακάτεψε και έπρεπε να φύγει. Η ρήξη με τον Βάγκνερ ήταν αναπόφευκτη. Δεν μπορούσες να πεις «συγνώμη μαέστρο, δεν αισθανόμουν καλά». Ο Βάγκνερ δεν ήταν κάποιος, που θα συγχωρούσε κάτι τέτοιο.
Η υγεία του χειροτέρευε και νομίζω, πως χρειαζόταν μια δική του φιλοσοφία, για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του. Ο τρόπος των Σοπενχάουερ και Βάγκνερ, η στιγμιαία διαφυγή μέσω τής μουσικής δεν τού αρκούσε πια.
«Τα χρόνια, που είχα τη λιγότερη ζωντάνια, έπαψα να είμαι πεσιμιστής. Το ένστικτο τής αυτοσυντήρησης μού απαγόρευε μια φιλοσοφία περί φτώχειας και απογοήτευσης. Έτσι μού φαίνεται αυτή η μακρά περίοδος ασθένειας τώρα. Ανακάλυψα ξανά τη ζωή και τον εαυτό μου. Έστρεψα τη βούλησή μου προς την υγεία, τη ζωή και μια φιλοσοφία για τη θέληση, για τη δύναμη».
Λέει κάπου, ότι ο ίδιος ο εαυτός σου είναι θέληση για δύναμη. Πίστευε, ότι τελικά, αποστολή είναι να γνωρίσεις τον εαυτό σου, ένα είδος αυτογνωσίας, που δεν είναι απλά πνευματική ή αφηρημένη, καθώς για τον Νίτσε όλη η γνώση έχει τις ρίζες της στο σώμα. Για αυτόν η αυτογνωσία είναι η απόκτηση όσο το δυνατόν περισσότερης γνώσης σχετικά με το ανθρώπινο σώμα, το σώμα σου, την ανατομία, την ψυχολογία.
Πίστευε, ότι ο χριστιανισμός επηρέασε σημαντικά τον άνθρωπο καταργώντας την ενασχόληση με το σώμα. Υποστήριζε, ότι όλη η δυτική φιλοσοφία ήταν μια παρεξήγηση τού σώματος. Πίστευε, ότι το σώμα και η ψυχολογία επηρεάζουν τον τρόπο, που σκεπτόμαστε. Η φράση «θέληση για δύναμη» μπορεί να ερμηνευθεί σε αυτό το πλαίσιο. Μέρος τής κληρονομιάς του είναι η θεσμοθέτηση τής δημιουργίας τού εαυτού ως θεραπεία. Πρόκειται για μια πρωτοποριακή ιδέα, που οδήγησε στον Φρόϊντ. Χωρίς τον Νίτσε δεν θα υπήρχε ο Φρόϊντ.
Η νέα φιλοσοφία τού Νίτσε είχε σαν αποτέλεσμα την δημοσίευση τού έργου Ανθρώπινο, Πολύ Ανθρώπινο, με τον συμπληρωματικό τίτλο Ένα βιβλίο για ελεύθερα πνεύματα. Γραμμένο στην ηρεμία τής ελβετικής εξοχής, ήταν έργο τόσο ψυχολογίας όσο και φιλοσοφίας. Ήταν η πρώτη τρανταχτή δήλωση τού Νίτσε υπέρ τού ατομικισμού και προκαλούσε τον άνθρωπο να σκέπτεται ελεύθερα. Το έγραψε στην διάρκεια αφοριστικών ξεσπασμάτων, ενώ περπατούσε, μια μέθοδο εργασίας, που εφάρμοσε στο υπόλοιπο τής ζωής του.
«Στο εξής λοιπόν, στο μονοπάτι τής σοφίας, με σίγουρο βήμα, με αυτοπεποίθηση, όπως και να΄σαι, γίνε η δική σου πηγή εμπειριών, απόβαλε τη δυσαρέσκεια για τη φύση σου, συγχώρεσε τον εαυτό σου, τον ίδιο σου τον εαυτό. Έχεις την δύναμη να συνδυάσεις όλες σου τις εμπειρίες, λάθος ξεκινήματα, σφάλματα, πλάνες, πάθη, τις αγάπες και τις ελπίδες σου προς τον στόχο σου, χωρίς περίσσευμα».
Είχε απελευθερωθεί από παραδόσεις και απόψεις, που δεν ήταν δικές του. Ελεύθερο πνεύμα για εκείνον σημαίνει να θέλεις, να μπορείς και να τολμάς να βλέπεις με καθαρό βλέμμα, να αμφισβητείς τις δικές σου θέσεις και να είσαι αρκετά ανοιχτόμυαλος για να βρεις το δρόμο σου.
Μετά το Ανθρώπινο, Πολύ Ανθρώπινο, ο Νίτσε εκθέτει τον εαυτό του. Γνωρίζει, ότι το βιβλίο είναι ανατρεπτικό κι ότι η έκδοσή του το 1878 θα τού κοστίσει πολλές από τις φιλίες του. Ο Βάγκνερ το είδε ως ένδειξη τής νοητικής αστάθειας τού Νίτσε. Έτσι, ο Νίτσε άρχισε να απομονώνεται. Έβλεπε τον εαυτό του σαν μία ηρωϊκή περιπλανώμενη φιγούρα, που έβγαινε σε άγρια και ανεξερεύνητα εδάφη.
Ένα χρόνο μετά την έκδοση τού βιβλίου, ο Νίτσε παραιτήθηκε από την Βασιλεία, λόγω της υγείας του και εγκαταστάθηκε στις ελβετικές Άλπεις. Με ελάχιστα χρήματα βρήκε στέγη σε οικοτροφείο σε ένα χωριό. Τα επόμενα δέκα χρόνια, περνούσε εκεί τα καλοκαίρια και τους χειμώνες στη γαλλική ή την ιταλική Ριβιέρα, όπου το κλίμα ωφελούσε τον οργανισμό του.
Τού άρεσε ο καθαρός αέρας και η δροσιά το καλοκαίρι. Πίστευε, ότι εκεί μπορούσε να σκεφτεί πιο καθαρά. Ήταν κάτι, που αναζητούσε. Κάτι σκληρό και ανεπηρέαστο από το ανθρώπινο συναίσθημα. Στα βουνά βρήκε μια εικόνα του κόσμου, όπου τα ανθρώπινα συναισθήματα ήταν ασήμαντα.
«Η φιλοσοφία, όπως την έχω κατανοήσει και ζήσει μέχρι στιγμής, σημαίνει να ζεις οικειοθελώς μέσα στον πάγο και τα ψηλά βουνά αναζητώντας το αμφιλεγόμενο και παράξενο τής ύπαρξης, που έχει κρυφτεί κάτω από την ηθική. Ο πάγος είναι κοντά. Η μοναξιά τεράστια. Πόσο γαλήνια όμως, απλώνονται τα πάντα κάτω από το φως! Πόσο ελεύθερα αναπνέεις! Πόσα νιώθεις, ότι κρύβεις μέσα σου!»
Το 1882, ενώ ταξίδευε προς την Ιταλία, συνάντησε τον μοναδικό πραγματικό έρωτα τής ζωής του, την Λου Αντρέα Σαλομέ, μία ευφυή νεαρή φοιτήτρια. Ήταν μόνο 20 χρονών. Ο Νίτσε την περιέγραφε έξυπνη σαν αετό και γενναία σαν λιοντάρι και την είχε προστατευομένη. Τους σύστησε ο φίλος του, ψυχολόγος Πολ Ρε και εκείνον τον χρόνο οι τρεις τους ήταν αχώριστοι. Ταξίδεψαν μαζί στην Ιταλία ζώντας ως ελεύθερα πνεύματα.
Προσπαθούσε να ζήσει τη φιλοσοφία του με φίλους και εκείνο τον χρόνο στην Ιταλία συζητούσε την ίδρυση μιας φιλοσοφικής κοινότητας σε κάποιο παλιό μοναστήρι. Νομίζω, πως δεν έβλεπε την Λου μόνο ως ιδανικό μέλος αυτής τής κοινότητας, αλλά τον έλκυε και σαν γυναίκα.
Έκανε πρόταση γάμου στην Λου, η οποία όμως, δεν ήθελε να παντρευτεί κανέναν και πρότεινε το ερωτικό τρίγωνο με τον Ρε. Συναντήθηκαν στην Λειψία και η Λου και ο Ρε έφυγαν. Ο Νίτσε κατάλαβε, ότι τον είχε απορρίψει. Μίσησε τον εαυτό του. Τα γράμματά του εκείνης τής περιόδου εκφράζουν αυτό του το συναίσθημα.
«Αυτό το τελευταίο κομμάτι τής ζωής δύσκολα το κατάπια και είναι ακόμη πιθανό να με πνίξει. Υπέφερα από τις εξευτελιστικές αναμνήσεις αυτού τού καλοκαιριού. Προσπαθώ να κυριαρχήσω στον εαυτό μου. Αν δεν καταφέρω να βρω το τέχνασμα, που θα μετατρέψει τη βρωμιά σε χρυσό, είμαι χαμένος».
Έγραψε, πως αν δεν καταφέρει να μετατρέψει τη βρωμιά σε χρυσό, είναι τελειωμένος. Εννοούσε την συναισθηματική του κατάσταση. Το έκανε γράφοντας το Τάδε έφη Ζαρατούστρα. Ο Ζαρατούστρα είναι φανταστικός χαρακτήρας, αλλά δανείζεται τα περισσότερα χαρακτηριστικά του από τον Νίτσε.
Όταν ο Ζαρατούστρα ήταν τριάντα ετών, άφησε το σπίτι του και πήγε στα βουνά. Εκεί απολάμβανε την μοναξιά, μέχρι που πέρασαν δέκα χρόνια. Τελικά, άλλαξε διάθεση και μια μέρα σηκώθηκε το ξημέρωμα, στάθηκε μπροστά στον Ήλιο και τού είπε τα εξής: Βαρέθηκα τη σοφία μου, σα μέλισσα, που μάζεψε πολύ μέλι. Χρειάζομαι χέρια τεντωμένα να την παραλάβουν.
Το Τάδε έφη Ζαρατούστρα είναι το έργο ενός απομονωμένου ανθρώπου. Ο ήρωας τού βιβλίου έχει πρόβλημα να βρει μαθητές. Κηρύττει στους κατοίκους τής πόλης, στην οποία κατεβαίνει από το βουνό, αλλά δεν βρίσκει ανταπόκριση. Ο Ζαρατούστρα είναι μια μοναχική μορφή. Δεν βρίσκει αμέσως το κατάλληλο ακροατήριο. Το βιβλίο είναι μια αναζήτηση για το κατάλληλο ακροατήριο και μια αναζήτηση από μέρους τού Ζαρατούστρα να συνειδητοποιήσει ποια είναι η αποστολή του.
Όταν ο Ζαρατούστρα έφτασε στην επόμενη πόλη, στην άκρη τού δάσους, βρήκε πολύ κόσμο συγκεντρωμένο στην αγορά. Και τους μίλησε έτσι: Θα σας διδάξω τον Υπεράνθρωπο. Η ανθρωπότητα είναι κάτι, που πρέπει να ξεπεραστεί.
Ο Νίτσε προτείνει το ιδανικό τής υπέρβασης τού εαυτού, ένα ιδανικό, που αποκαλεί «ο Υπεράνθρωπος», όχι καταφεύγοντας σε ένα μεταφυσικό βασίλειο έξω από το ανθρώπινο, αλλά εντός των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Μάς ζητά να το σκεφτούμε. Πώς μπορούμε σαν άνθρωποι να υπερβούμε τον εαυτό μας.
«Το να μιλάμε για έναν “άλλο” κόσμο απ΄αυτόν είναι αρκετά άστοχο, αν βέβαια, το ένστικτο τού να κατηγορήσουμε, να συκοφαντήσουμε και να υποτιμήσουμε τη ζωή δεν είναι δυνατό μέσα μας:
σ΄αυτή την περίπτωση εκδικούμαστε τη ζωή χρησιμοποιώντας τη φαντασμαγορία μιάς “άλλης”, “καλύτερης” ζωής».
Η ιδέα τού Υπεράνθρωπου προήλθε από την προσπάθεια τού Νίτσε να κυριαρχήσει στον εαυτό του. Οι άνθρωποι, υποστήριζε, έχουν υποχρέωση να υπερβούν τα όριά τους. Ο αρχικός γερμανικός όρος, που επινόησε όμως, «Ubermensch», μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους. Συνήθως, ερμηνεύεται ως άνθρωπος με υπερφυσικές δυνατότητες. Είναι μια κληρονομιά τού ναζισμού. Πολύ καιρό μετά τον θάνατό του, ο Νίτσε μετατράπηκε σε ήρωα τού Γ΄Ράιχ. Ο Υπεράνθρωπος τού Νίτσε υιοθετήθηκε στη φασιστική ιδεολογία με τη συμβολή τής αδελφής του, Ελισάβετ, η οποία άλλαξε κάποια από τα γραπτά τού αδελφού της, έτσι, ώστε να προωθούν τα περί τής Αρείας φυλής.
Το Ubermensch δεν πρέπει να παρερμηνεύεται με τον τρόπο, που το παρερμήνευσαν οι εθνοσοσιαλιστές, όταν, μέσω τής αδελφής του, έκαναν τον Νίτσε ίνδαλμά τους, ως πνευματικό πατέρα των ρατσιστικών τους θεωριών. Είναι μία παρερμηνεία. Το Ubermensch σημαίνει υπέρβαση, αναζήτηση ενός νέου δρόμου χωρίς θεό. Έχει να κάνει με την εύρεση ενός δρόμου προς την απόλυτη ελευθερία, που είναι, υπό αυτή την έννοια, άθεος.
Τα βουνά ήταν κατά μια έννοια, ο Υπερκόσμος. Ήταν για τον Νίτσε ένας τόπος υπέρβασης τού εαυτού. Το αντίθετο ήταν η γη στους πρόποδες, η συνηθισμένη κανονική ζωή, την οποία ο άνθρωπος έπρεπε να υπερβεί.
«Είμαι ένας περιπλανώμενος ορειβάτης», είπε ο Ζαρατούστρα. Αυτό, που επιστρέφει τελικά σε εμένα, είναι ο ίδιος μου ο εαυτός. Έχω ξεκινήσει τον πιο μοναχικό μου περίπατο. Οι όμοιοί μου δεν μπορούν να αποφύγουν μια τέτοια ώρα, την ώρα, που λέει, πως τώρα μόνο οδεύεις προς το μεγαλείο. Κορυφή και άβυσσος ενώνονται, βαφτίζονται στο πηγάδι τής αιωνιότητας κι όλα βρίσκονται πέρα από το καλό και το κακό.
Συλλαμβάνοντας έναν κόσμο πέρα από το καλό και το κακό, πέρα από τις ανθρώπινες ανησυχίες, ο Νίτσε υπερέβαινε τη βρωμιά τής δικής του εμπειρίας ζωής και την μετέτρεπε σε φιλοσοφικό χρυσάφι. Ζώντας όμως πια, σε απόλυτη σχεδόν απομόνωση, είχε θυσιάσει την ανθρώπινη επαφή για τον κόσμο τής φαντασίας του. Η φιλοσοφία είχε γίνει η παρηγοριά του για μια ζωή γεμάτη απογοητεύσεις.
«Κανείς δεν μπορεί να ανθίσει μόνο μεταξύ ανθρώπων, που μοιράζονται τις ίδιες ιδέες και την ίδια θέληση. Εγώ δεν έχω κανέναν. Αυτή είναι η αρρώστια μου. Η πρόταση τού Σοπενχάουερ και τού Βάγκνερ στους γερμανούς ή η εμφάνιση τού Ζαρατούστρα είναι τα φάρμακά μου. Πάνω από όλα, είναι κρυψώνες, όπου μπορώ να χαθώ για λίγο».
Ακόμη και για τον Νίτσε όμως, η ακραία απομόνωση είχε κόστος. Το 1888, μετακόμισε από τις Άλπεις στο Τορίνο, όπως ο Ζαρατούστρα είχε κατέβει από το βουνό. Έχοντας απελευθερώσει, όπως πίστευε, την ανθρωπότητα από το παρελθόν της, ο Νίτσε βάλθηκε τώρα να επαναπροσδιορίσει το μέλλον της. Άρχισε να διαμορφώνει ένα νέο σύστημα αξιών για μια κοινωνία, όπου δεν υπήρχε θεός, μια νέα ηθική πέρα από χριστιανικές αρετές, όπως η αυταπάρνηση και το έλεος. Ονόμασε αυτό το έργο υπέρβαση όλων των αξιών.
«Τι είναι καλό; Ό,τι ενισχύει το αίσθημα τής δύναμης στον άνθρωπο, η θέληση για δύναμη, η ίδια η δύναμη. Τι είναι κακό; Ό,τι γεννιέται από αδυναμία. Τι είναι χειρότερο από κάθε πάθος; Ο οίκτος για κάθε αδύναμο: αυτός είναι ο χριστιανισμός. Ο χριστιανισμός είναι η θρησκεία τού οίκτου. Χάνουμε τη δύναμή μας, όταν νιώθουμε οίκτο».
Είχε το μεγαλεπήβολο σχέδιο να υπερβεί όλες τις αξίες και τα βιβλία, που έγραψε. Ο Αντίχριστος και το Λυκόφως των Ειδώλων, ήταν μέρος αυτού τού σχεδίου. Καταλάβαινε όμως, ότι ο χρόνος του τελείωνε. Γνώριζε την (αυξανόμενη αδυναμία του) φθίνουσα κατάσταση τής υγείας του και διατύπωνε κάποιες σκέψεις για τη θνητότητά του.
«Αναζητάς οπαδούς;
Αναζήτησε μηδενικά!»
Ήταν ένας άνθρωπος, που πέθανε νέος και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του πεθαίνοντας. Είναι κατανοητός ο πεσιμισμός του και η τάση του να παραλληλίζει το δικό του θάνατο με το θάνατο τού πολιτισμού, που περιέγραφε. Γι΄αυτό επιχείρησε την αναθεώρηση όλων των αξιών, την οποία ισχυριζόταν, ότι αποτύπωσε στο τελευταίο έργο του. Ο πεσιμισμός του όμως, δεν πλησίασε ποτέ στο να πετύχει κάτι, που τελικά ήταν μια αποσυστηματοποίηση των συστημάτων.
«Η υπέρβαση όλων των αξιών είναι η φόρμουλά μου για την υπέρτατη επανεξέταση εκ μέρους τής ανθρωπότητας. Είναι η μοίρα μου να είμαι ο πρώτος αξιοπρεπής άνθρωπος.»
Θεώρησε αποστολή του να διαμορφώσει μια ηθική για έναν πολιτισμό, που έπρεπε να συνεχίσει να ζει χωρίς θεϊκή τιμωρία. Σωστά αμφισβήτησε την ιστορία, τη λογική, όλες τις επικρατούσες αντιλήψεις, αλλά, όταν ήλθε η στιγμή για ανασύνθεση, αποδείχθηκε αδύναμος. Ήταν ευφυής, αλλά ο λαμπρός νους του τον οδήγησε σε αδιέξοδο. Κι αν δεν υπάρχει διέξοδος, τι κάνεις;
Αν δείτε τις επιστολές, που έγραψε τον Ιανουάριο τού 1889, είναι εμφανές, ότι είναι παράφρων. Υπογράφει ως Διόνυσος ή Εσταυρωμένος. Θεωρούσε τον εαυτό του θεό, που είχε επωμισθεί τα δεινά τής ανθρωπότητας. Θεωρώ επίσης, πως αυτό αντανακλά τη θεωρία του, πως κάθε άνθρωπος είναι ένας θεός.
Νομίζω, ότι ο Νίτσε εκφράζει την άποψή του για την πρόκληση τού να είσαι άνθρωπος σε μία απλή φράση, που λέει, πως ο άνθρωπος βρίσκεται μεταξύ ζώου και υπερανθρώπου. Αυτή είναι η πρόκληση τού να βρίσκεσαι σε ανθρώπινη κατάσταση. Πόσο κοντά μπορείς να φτάσεις στο να γίνεις θεός.
Τον Ιανουάριο τού 1889, ο Νίτσε κατέρρευσε στο δρόμο στο Τορίνο. Λυπήθηκε βλέποντας ένα άλογο να πέφτει από το βάρος ή έχοντας γλιστρήσει στον πάγο. Πήγε και το αγκάλιασε αυτός, που ήταν γνωστός ως ο φιλόσοφος κατά τού οίκτου. Εξέφρασε κοντά στο τέλος του, συμπόνια για την κατάσταση ανθρώπων και ζώων.
«Στη μεγάλη συμφορά τού χριστιανισμού, ο Πλάτων, είναι εκείνη η γοητευτική ασάφεια, που αποκαλούμε “ιδεώδες” και το οποίο κατάφερε να κάνει τις πιο ευγενικές φύσεις τής αρχαιότητας να παρανοήσουν τον εαυτό τους και να βαδίσουν σ’ εκείνη τη γέφυρα, που οδηγούσε στο “Σταυρό”...»
(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Η τελευταία λογική πράξη τού Νίτσε επιβεβαίωνε την ταυτότητά του όχι ως θεού αλλά ως ανθρώπου γεμάτου αδυναμίες. Μετά την κατάρρευσή του στο Τορίνο, μεταφέρθηκε σε άσυλο και μετά στο σπίτι τής μητέρας του, πίσω στη Γερμανία, όπου διαγνώσθηκε κλινικά παράφρονας. Πέρασε τα τελευταία του χρόνια με την φροντίδα τής αδελφής του Ελισάβετ στο σπίτι στην Βαϊμάρη.
Η Ελισάβετ άφηνε κόσμο να έρχεται και να βλέπει τον αδελφό της, σα ζώο σε ζωολογικό κήπο, ενώ εκείνος βρισκόταν ήδη σε άλλον κόσμο. Λέγεται, ότι η παράλυσή του ήταν αποτέλεσμα τής σύφιλης, αλλά υπάρχουν κάποια στοιχεία τής διάγνωσης, που δεν ταιριάζουν. Το ότι έζησε, για παράδειγμα, σα φυτό για έντεκα χρόνια είναι πολύς καιρός για τέτοιου είδους ασθένεια.
Το 1900 ο Νίτσε πέθανε από εγκεφαλικό. Τα επόμενα τριάντα χρόνια, η Ελισάβετ ανέλαβε τον έλεγχο των γραπτών τού αδελφού της συμπεριλαμβανομένου τού τελευταίου ανολοκλήρωτου. Ξαναέγραψε τμήματά του και κάποιες από τις αδημοσίευτες σημειώσεις και συνέθεσε μία συλλογή με τίτλο Θέληση για Δύναμη. Μέσω αυτού τού βιβλίου προσπάθησε να προβάλλει τον Νίτσε σα ναζιστή.
Όταν πέθανε ο αδελφός της, μετέτρεψε το σπίτι σε βωμό της «θρησκείας Νίτσε». Πολλοί ναζιστές λόγιοι το επισκέπτονταν. Ακόμη και ο Χίτλερ πήγε μια φορά. Εκείνη φρόντισε, ο Νίτσε να γίνει ο επίσημος φιλόσοφος τού Γ΄Ράϊχ, πράγμα γελοίο, καθώς εκείνος μισούσε κάθε μορφή εθνικισμού.
Είναι δύσκολο να συζητήσει κανείς τη σχέση τού Νίτσε με το γερμανικό φασισμό. Είναι οδυνηρό να βλέπεις πόσο κοντά φαινόταν με τις δηλώσεις αυτές. Δεν νομίζω, πως είναι έτσι. Νομίζω, πως σε φιλοσοφικό επίπεδο συνειδητοποίησε, ότι η φιλοσοφία του εκπροσωπούσε μέσω τής εφαρμογής της την καμπή αυτή, πέρα από την οποία μπορούσε να προκύψει κάτι τέτοιο. Είναι ειρωνεία να θεωρείται ο Νίτσε ως πρωτο-φασιστικός στοχαστής, γιατί υπογραμμίζει την εναντίωσή του σε όλα αυτά.
Αν δεν μπορείς να ζήσεις, έλεγε, πέρα ή πάνω από το νόμο, πράγμα, που θεωρεί υποχρέωση τού φιλοσόφου να αμφισβητεί όλες τις αξίες, αν το βρίσκεις πολύ δύσκολη αποστολή ως φιλόσοφος είτε πρέπει να κατασκευάσεις άλλο νόμο ή να βρεις καταφύγιο στην τρέλα. Είναι ενδιαφέρουσα η κάθοδος τού Νίτσε στη μαύρη τρύπα τής τρέλας. Βρήκε τελικά αυτό το βάρος, αυτή την ευθύνη πολύ μεγάλη και κατέρρευσε υπό το βάρος των ερωτημάτων, που έθετε στον εαυτό του; Ίσως τα ερωτήματα αυτά είναι πολύ μεγάλα, για τη σκέψη κάθε ανθρώπου.
Η μεγαλύτερη αρετή τού σπουδαίου στοχαστή είναι η μεγαλοψυχία με την οποία, σα γνώστης χωρίς φόβο, συχνά με κάποια αμηχανία, συχνά εν μέσω χλευασμών, προσφέρει τον εαυτό του και τη ζωή του ως υπέρτατη θυσία.
Σημείωση:
Το παραπάνω κείμενο βασίστηκε σε
εκτεταμένα απομαγνητοφωνημένα αποσπάσματα
από το ντοκυμαντέρ: «Beyοnd Gοοd and Ενil»
τής σειράς τού BΒC: «Ηuman, all tοο human».
Ο τίτλος, οι φωτογραφίες και οι υπότιτλοι
(αποφθέγματα τού Νίτσε) έγιναν
με μέριμνα τής «Ελεύθερης Έρευνας».
Social Plugin