Είναι άραγε ή δόξα απλά και μόνο η νοστιμότερη τροφή του εγωισμού μας; Κι όμως! Ό πόθος της δόξας ήταν αναπόσπαστο κομμάτι των πιο σπάνιων ανθρώπων, καθώς και των πιο σπάνιων στιγμών τους. Ειν’ οι στιγμές των ξαφνικών εκλάμψεων, όταν ό άνθρωπος απλώνει το χέρι του με μία αγέρωχη κίνηση, σαν να πρόσταζε τη δημιουργία ενός κόσμου, αντλώντας κ’ εκπέμποντας φως από μέσα του.
Πλημμυρίζει μ’ ευτυχία νοιώθοντας τότε σ’ όλο του το είναι τη βεβαιότητα ότι αυτό πού τόσο τόνε μάγεψε και τόσο ψηλά τον ανέβασε, ή ανάταση δηλαδή πού του προκάλεσε τούτη ή μοναδική αίσθηση, δεν είναι δυνατόν να μείνει χωρίς επιγόνους. Στην αναγκαιότητα, την οποία συνιστούν για όλους τούς μεταγενέστερους αυτές οι εκλάμψεις, αναγνωρίζει ό άνθρωπος την αναγκαιότητα της δικής του δόξας. Ολάκερη ή ανθρωπότητα τη χρειάζεται, σ’ όλους τούς μέλλοντες αιώνες! Καθώς λοιπόν εκείνη ή στιγμή της έκλαμψης συνιστά την πεμπτουσία της ύπαρξής του, πιστεύει αυτός ενδόμυχα ότι ως άνθρωπος εκείνης της στιγμής δεν πρόκειται ποτέ να πεθάνει κι απορρίπτει ότι άλλο —αφήνοντας το στο παρελθόν— ως απόβλητο, σήψη, ματαιοδοξία, κτηνωδία ή περιττολογία.
Κάθε αφανισμός και καταστροφή μάς δυσαρεστούν, συχνά μάς εκπλήσσουν κιόλας, σα να βιώναμε κάτι αδύνατο κατά βάθος. Μάς θλίβει ή θέα ενός δέντρου πού καταρρέει, ενός βουνού πού γκρεμίζεται. Κάθε χρόνο, τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, ανοίγεται μπρός μας ή μυστηριωδία της αντίθεσης τού Είναι και τού Γίγνεσθαι. Όμως το να σβήσει μια στιγμή παγκόσμιας πληρότητας σα μια φευγαλέα λάμψη, χωρίς επιγόνους και κληρονόμους, αποτελεί προσβολή για τον ηθικό άνθρωπο. Το ιδανικό του είναι τούτο: ότι υπήρξε μια φορά κ’ είχε σα σκοπό του να διαιωνίσει και να λαμπρύνει την έννοια τού «ανθρώπου», πρέπει οπωσδήποτε αιώνια να υπάρχει. Άλλ’ ότι ακριβώς οι κορυφαίες στιγμές των πιο σπάνιων ανθρώπων σχηματίζουν μίαν αλυσίδα πού σαν οροσειρά ενώνει όλη την ανθρωπότητα διαμέσου των αιώνων το ότι το Μέγιστο μιας περασμένης εποχής είναι και για μ-ένα μεγάλο- και το ότι εκπληρώνεται, έτσι, ή ενδόμυχη πίστη πού κινούσε προαισθητικά τον πόθο τέτοιων ανθρώπων για δόξα, τούτο αποτελεί το θεμελιώδες διανόημα τού Πολιτισμού .
Στο άκουσμα της αξίωσης ότι το Μεγάλο πρέπει να ζει αιώνια, ξεσπάει ή φοβερή μάχη κατά τού πολιτισμού- γιατί ότι είν’ ακόμη ζωντανό φωνάζει Όχι! Το κοινότοπο, το μικρό, το κοινό κατακλύζουν κάθε γωνιά της Γής, σα βαριά ατμόσφαιρα πού ’μαστέ καταδικασμένοι όλοι ν’ αναπνέουμε- περικυκλώνει με την κάπνα της το Μεγάλο κι ορμά να το παρεμποδίσει, να το αποδυναμώσει, να το καταπνίξει, να ενσπείρει σκοτάδια και πλάνες στο δρόμο πού ’χει να διανύσει τραβώντας για την Αιωνιότητα. Κι ό δρόμος αυτός περνάει μέσα απ’ τον ανθρώπινο νου! Μέσα από τον νου αξιολύπητων πλασμάτων, παραδομένων σ’ ένα πέλαγος αναγκών, πού αν σηκώνουν ποτέ το κεφάλι, πάλι στην επιφάνεια των ιδίων δυσκολιών αναδύονται, ξανά και ξανά, μη μπορώντας για πολύ ν’ αντιταθούνε στη φθορά. Αυτοί θέλουν να ζήσουν, να ζήσουν οτιδήποτε — πάση θυσία. Ποιός θα υποψιαζόταν ότι ανάμεσα τους διεξάγεται εκείνη ή δύσκολη λαμπαδηδρομία, χάρις στην οποία κρατιέται το Μεγάλο στη ζιυή;0 Κι όμως, αναφύονται μερικοί, πού στη θέα εκείνου τού μεγαλείου αισθάνονται τέτοια μακαριότητα, σα να ’ταν, αλήθεια, ή ζωή μια υπέροχη υπόθεση· σα να ’ταν ό πιο όμορφος καρπός τού πικρού αυτού δέντρου το να γνωρίζεις πώς κάποτε πέρασε κάποιος από τούτην εδώ την ύπαρξη περήφανα και στωικά, άλλος με βαθιά νόηση, κάποιος τρίτος με ευσπλαχνία, ένα όμως δίδαγμα αφήνοντας όλοι πίσω: πώς την ύπαρξη αυτή τη ζει ομορφότερα κείνος πού την αψηφά!
Ενώ ό κοινός άνθρωπος αντιμετωπίζει το σύντομο τούτο Είναι με κατηφή σοβαρότητα, εκείνοι, καθώς τραβούσαν προς την Αιωνιότητα, είχαν φθάσει σ’ ένα ολύμπιο γέλιο ή τουλάχιστον σ’ έναν υπερήφανο σαρκασμό' πολλοί κατέβηκαν μ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα στον τάφο τους — γιατί τί είχαν, στ’ αλήθεια, αυτοί να θάψουν!
Αν θέλει κανείς να βρει τούς πιο παράτολμους ιππότες ανάμεσα σε τούτους τούς αναζητητές της δόξας, πού πιστεύουν ότι θα βρουν το έμβλημά τους σε κάποιον μακρινό αστερισμό, ας τούς γυρέψει στους φιλοσόφους. Ή δράση τους δεν τραβάει την προσοχή κανενός «κοινού», δεν ερεθίζει τις μάζες και δεν προκαλεί τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των συγκαιρινών τους. ’Έχουν το πιο σπάνιο και από μίαν άποψη το πιο αφύσικο μες στη Φύση χάρισμα, πού αποκλείει κ’ εχθρεύεται όλα τα παρόμοια χαρίσματα. Το τείχος της αυτάρκειας τους, για να μην καταστραφεί και γίνει συντρίμμια, πρέπει να είναι αδαμάντινο, μια κι όλα —άνθρωπος και φύση— κινούνται εναντίον τους. Το ταξίδι για την αθανασία είναι το δυσκολότερο απ’ όλα, με μια διαδρομή απίστευτα κουραστική και συνθήκες αντίξοες· παρόλα’ αυτά, αν κανείς δεν είναι τόσο βέβαιος για την ευόδωση τού όποιου σκοπού του όσο ό φιλόσοφος, συμβαίνει διότι ό τελευταίος γνωρίζει ότι μονάχα στις ολάνοιχτες φτερούγες όλων των εποχών μπορεί να σταθεί: ή περιφρόνηση για ότι παροντικό και παροδικό ενυπάρχει στην φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων. Ό φιλόσοφος έχει με το μέρος του την αλήθεια. Ας κυλήσει ό τροχός των ήμερων όπου θέλει' απ’ την αλήθεια δεν πρόκειται κανείς να ξεφύγει.
Μάς ενδιαφέρει το ότι έζησαν κάποτε τέτοιοι άνθρωποι. Ποτέ κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί — καν ως απλή δυνατότητα— ότι υπήρξε πράγματι άνθρωπος με την περηφάνια πού χαρακτήριζε, λόγου χάρη, τον σοφό ’Ηράκλειτο. Κάθε προσπάθεια για την απόκτηση μιας άρτιας επιστημονικής γνώσης μοιάζει από τη φύση της δίχως άλλο ανικανοποίητη κι ανεπαρκής· ως εκ τούτου, χωρίς τη διδαχή της Ιστορίας, κανείς δεν θα πιστέψει ότι υπήρξε στ’ αλήθεια άνθρωπος με τέτοια βασιλική υπεροψία, πού είχε την απόλυτη πεποίθηση ότι αυτός ήταν ό τυχερός μνηστήρας της ’Αλήθειας. Τέτοιοι άνθρωποι ζουν στο δικό τους ηλιακό σύστημα- εκεί πρέπει κανείς να τούς γυρέψει. Και βέβαια, ένας Πυθαγόρας ή ένας Εμπεδοκλής έδειχναν μεν ύπερανθρώπινο σεβασμό προς τον εαυτό τους, ένα δέος σχεδόν θρησκευτικό, είν’ αλήθεια' όμως ό χαλκάς της συμπόνιας, ή οποία ήταν άρρηκτα δεμένη με την ισχυρή τους πίστη στην μετεμψύχωση και την ενότητα όλων των εμψύχων, τούς τραβούσε ξανά πίσω, στο μονοπάτι των υπόλοιπων ανθρώπων ως θεράποντες τους. ’Όσο για το αίσθημα της μοναξιάς πού διακατέχει τον Εφέσιο αναχώρησή τού ναού της Αρτέμιδος, μονάχα στα όρη της πιο άγριας ερημιάς μπορεί κανείς, παραλυμένος απ’ την παγωνιά, κάπως να το νιώσει. Δεν εκπέμπει αυτός την εκτυφλωτική λάμψη καμιάς συμπόνιας, καμιάς λαχτάρας να «βοηθήσει» και να «σώσει»: μοιάζει με άστρο χωρίς ατμόσφαιρα. Ρίχνει το φλογερό βλέμμα του προς τα μέσα, ενώ προς τα έξω το μάτι του θωρεί σβηστό και παγωμένο, σαν ψεύτικο. ’Ολόγυρά του, στο φρούριο της περηφάνιας του, σκάνε τα κύματα της πλάνης και τού παραλόγου' αηδιασμένος στρέφει αλλού το βλέμμα. ’Αλλά κ’ οι άνθρωποι πού ’χουν ευαίσθητες ψυχές, αποφεύγουν ένα τέτοιο προσωπείο. Αυτό το πλάσμα θα ταίριαζε μάλλον στο ιερό κάποιου απόμακρου ναού, ανάμεσα σε αγάλματα θεών, σε μια ψυχρή μεγαλόπρεπη αρχιτεκτονική. ΩΣ άνθρωπος ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, ό Ηράκλειτος ήταν απίθανος. Κι όταν τον είδαν, λέει, να παρακολουθεί το θορυβώδες παιχνίδι των παιδιών απόλυτα συγκεντρωμένος, εκείνος στοχαζόταν ότι δε στοχάστηκε ποτέ κανένας θνητός εξ αφορμής ενός τέτοιου θεάματος: το παιχνίδι τού Μεγάλου Παιδιού Δία πού εάν’ ό κόσμος· την αιώνια χαρά τού να γκρεμίζεις και να δημιουργείς έναν κόσμο. Δε χρειαζόταν τούς ανθρώπους — ούτε κ’ ή γνώση του εξαρτιόταν από δαύτους' όλα όσα θα ’χε να μάθει τάχα απ’ τούς ανθρώπους ή όσα πάσχιζαν να μάθουν οι άλλοι σοφοί πριν από αυτόν, τον άφηναν αδιάφορο. «Τον εαυτό μου γύρεψα κ’ ερεύνησα»' είπε χρησιμοποιώντας μια λέξη πού ’δίνε το κλειδί για την έρευνα ενός χρησμού: σα να ’ταν αυτός πού εκπλήρωσε και πραγμάτωσε κείνη τη δελφική ρήση «γνώθι σαυτόν», και κανείς άλλος!
"Ότι άκουσε ωστόσο από τον χρησμό, το θεωρούσε σοφία αθάνατη —σαν τούς προφητικούς λόγους της Σίβυλλας — , της οποίας το νόημα θα ’πρεπε να ανιχνεύεται αιώνια. Αυτό είναι αρκετό για την ανθρωπότητα τού απώτατου μέλλοντος: φτάνει να τον ερμηνεύσει όπως αρμόζει σ’ έναν χρησμό, ό όποιος —όμοια με τον ίδιο το δελφικό θεό— «ούτε λέγει ούτε κρύπτει». Παρά πού εκστομίζει λόγια «αγέλαστα και ακαλλώπιστα και αμύριστα», και μάλιστα με στόμα «μαινόμενο», ή φωνή αυτή πρέπει και θα ακουστεί ως τον μέλλοντα αιώνα.8 ’Αφού ό κόσμος αιώνια θα χρειάζεται την ’Αλήθεια, επομένους αιώνια θα χρειάζεται τον Ηράκλειτο, ακόμη κι αν αυτός δεν είχε την ανάγκη του. Γιατί να νοιαστεί για τη δική του δόξα; — «τη δόξα θνητών πού έρχονται και παρέρχονται!», καθώς αναφωνεί σαρκαστικά. Τούτα αρμόζουν σε αοιδούς και ποιητές, καθώς και σε όσους αναγνωρίστηκαν ως «σοφοί» πριν από κείνον — ας χορτάσουν αυτοί με τη νοστιμότερη τροφή του εγωισμού τους! Για τον ίδιο τέτοιες γεύσεις παραείναι συνηθισμένες. Για τη δόξα του νοιάζονται προφανώς οι άλλοι, όχι αυτός· ή δική του έγνοια δεν εάν’ ό εγωισμός του, αλλά ή ’Αλήθεια' κ’ ή ’Αλήθεια του λέει ακριβώς ότι τον χρειάζεται ή αθανασία της ανθρωπότητας — δεν χρειάζεται αυτός την αθανασία του ανθρώπου Ηρακλείτου.
Ή ’Αλήθεια! Παραλήρημα ενός θεού! Τί ενδιαφέρει τούς ανθρώπους ή ’Αλήθεια!
Τί ήταν τάχα ή ηρακλείτεια ’Αλήθεια!
Και που βρίσκεται τώρα; "Ένα όνειρο πού πέταξε μακριά, σβησμένο κι αυτό απ’ το πρόσωπο της ανθρωπότητας μαζί με τόσα άλλα όνειρα! — δεν ήταν ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο!
’Ίσως ένας ανάλγητος δαίμονας δεν θα ’χε τίποτα περισσότερο να πει για όλα αυτά πού μ’ επιβλητικές αλληγορικές εκφράσεις ονομάζουμε «Παγκόσμια Ιστορία», «’Αλήθεια» ή «Δόξα», παρά τούτα τα λόγια:
«Σε κάποια απόμερη γωνιά του σύμπαντος πού εκχύθηκε αστραποβολώντας σε αναρίθμητα ηλιακά συστήματα, υπήρξε μια φορά κ’ έναν καιρό ένα άστρο. Πάνω σ’ αυτό το άστρο ζούσαν κάτι έξυπνα ζώα τα όποια επινόησαν το «γιγνώσκειν». Ήταν ή πιο αλαζονική και κίβδηλη στιγμή της Παγκόσμιας Ιστορίας — όμως τίποτα παραπάνω από μία στιγμή. Γιατί μετά από λίγες εισπνοές-εκπνοές της Φύσης το άστρο πάγωσε, και τα έξυπνα ζώα έπρεπε να πεθάνουν. Ή ώρα είχε σίγουρα φτάσει' γιατί παρά τούς κομπασμούς τους για τα πολλά πού τάχα γνώριζαν, προς μεγάλη τους δυσαρέσκεια ανακάλυψαν πώς ότι είχαν γνωρίσει ήταν εντέλει λάθος. Πέθαναν και χάθηκαν μαζί με το χαμό της ’Αλήθειας. Αυτή ήταν ή τύχη, λοιπόν, των απελπισμένοι εκείνων ζώων, πού ’χαν επινοήσει το γιγνώσκειν.»
Τούτος θα ’ταν ό κλήρος του ανθρώπου αν ήταν πράγματι κάτι περισσότερο από ένα ζώο πού ’χει την τάση «να γνωρίζει». Ή ’Αλήθεια θα τον έσπρωχνε στην απόγνωση και την εκμηδένιση — ή ’Αλήθεια, πού ’χει αιώνια καταδικαστεί να ’ναι Μη ’Αλήθεια... "Όμως στον άνθρωπο αρμόζει να πιστεύει σε μια ευπρόσιτη ’Αλήθεια, σε μια πολύ κοντινή του Ψευδαίσθηση, πού του εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη. Μήπως δε ζει τάχα χάρις σε μια διαρκή αυταπάτη; Μήπως δεν του αποκρύπτει τάχα ή Φύση τα περισσότερα — ΙΣΑ-ΙΣΑ τα πιο κοντινά του, λ.χ. το ’ίδιο του το σώμα, απ’ το όποιο διαθέτει μόνο μία γητεύτρα «συνείδηση»; Σ’ αυτή τη συνείδηση εγκλείστηκε, κ’ ή Φύση πέταξε μακριά το κλειδί. Ω, την ολέθρια περιέργεια τού φιλοσόφου, να θέλει σώνει και καλά να προβάλει το κεφάλι του απ’ το κελί αυτό, πού είν’ ή συνείδηση, και να δει τί υπάρχει εκεί έξω! ’Ίσως να διαισθάνθηκε κατόπιν τούτου, ότι ο άνθρωπος, ζώντας μες στην αδιαφορία της άγνοιάς του, δε στηρίζεται παρά πάνω σε αδηφάγες, άπληστες, βδελυρές, άσπλαχνες, δολοφονικές ροπές, κι ονειροπολεί, ούτος ειπείν, πάνω στη ράχη ενός τίγρη.
«’Αφήστε τον να ονειρεύεται!» φωνάζει ή Τέχνη . «Ξυπνήστε τον!» φωνάζει ό φιλόσοφος, κυριευμένος από το πάθος της ’Αλήθειας. Κι ωστόσο βυθίζεται κι ό ίδιος, ενώ πιστεύει ότι ταρακουνάει τούς κοιμισμένους, σε μια μαγική νάρκη ακόμη βαθύτερη — ίσως ονειρεύεται τις «’Ιδέες», ίσως την αθανασία. Ή Τέχνη είναι πιο δυνατή από τη Γνώση, γιατί εκείνη θέλει τη ζωή, ενώ ετούτη πετυχαίνει ως ύστατο σκοπό της — την εκμηδένιση.
Περί του πάθους τής αλήθειας
Friedrich Nietzsche Μετάφραση, σχόλια: Βαγγέλης Δουβαλέρης
Social Plugin